Σε είδα να γελάς…

«Έχεις ζυγαριά»; Ρώτησε η μικρή.
«Έχω».
«Και τι ζυγίζεις σ’ αυτήν»;
«Την γαλοπούλα τα Χριστούγεννα». – από την Μυρτώ

Η Gold Class θέση στο σινεμά είχε πάντα τα καλά της. Λίγοι πελάτες στην αίθουσα, αναπαυτικές πολυθρόνες, άψογο service.

Κάθισαν στις θέσεις που τους υπέδειξε ο υπάλληλος και αμέσως η Μυρτώ τακτοποίησε την πολυθρόνα για να νοιώσει τόσο άνετα όσο και στο κρεβάτι της. Η αλήθεια είναι ότι εκεί θα ήθελε να είναι σήμερα, στο φινάλε μιας απροσδόκητα κουραστικής ημέρας.

«Είσαι άνετα»; τη ρώτησε ο σύντροφός της. «Μια χαρά», του απάντησε παραβιάζοντας για ακόμη μια φορά, μια από τις δέκα εντολές.

Ο υπάλληλος του κινηματογράφου κατέφτασε κρατώντας έναν κόκκινο δίσκο, ασορτί με τις πολυθρόνες.

Τοποθέτησε το πιάτο με τα φρούτα στο κέντρο του τραπεζιού, και τα ποτήρια με την σαμπάνια δεξιά και αριστερά (σαν αλατιέρα) και χαμογέλασε ευγενικά.

«Επιθυμείτε κάτι ακόμη

Τον ευχαρίστησαν γνέφοντας αρνητικά και εκείνος κατευθύνθηκε προς την έξοδο.

Τα φώτα έσβησαν και στην μεγάλη οθόνη μετά τις διαφημίσεις για τις αναμενόμενες ταινίες, άρχισε να διαδραματίζεται η υπόθεση του έργου.


Μια γυναίκα διασχίζει το δρόμο τρέχοντας, και μπαίνει σε ένα εστιατόριο όπου συναντά δυο ακόμη πρόσωπα. Πρόκειται για επαγγελματικό ραντεβού αφού πάνω στο τραπέζι είναι απλωμένα χαρτιά, ατζέντες, και ένας υπολογιστής.

Οι φιγούρες σιγά-σιγά ξεθωριάζουν και η οθόνη μαυρίζει. Για να ανοίξει ξανά σε λίγο, πιο λαμπερή από ποτέ.

Ένα μικρό κορίτσι περπατάει στο χιονισμένο δρόμο ενός χωριού. Είναι πολύ πρωί ακόμη, μόλις που έχει χαράξει. Ο δρόμος είναι άδειος και η μόνη κινητικότητα παρατηρείται στις καμινάδες των σπιτιών από τον άσπρο καπνό που διαχέεται στον αέρα μέχρι να ενωθεί με τα σύννεφα. Πίσω από το κορίτσι οι μικρές πατημασιές βαθιά στο χιόνι, χαλάνε την βελούδινη τελειότητα του άσπρου τοπίου. Το σπίτι της είναι στην άκρη του χωριού και σπάνια περνάει κάποιος από εκεί.

Ο δρόμος για το σχολείο είναι ανηφορικός γεγονός που δυσκολεύει ακόμη περισσότερο την προσπάθεια της μικρής. Είναι και αυτή η τσάντα με τα βιβλία τόσο βαριά! Πρέπει να βιαστεί γιατί σε λίγο θα χτυπήσει το κουδούνι για το μάθημα.

Έβαλε το χέρι στο λαιμό της και έβγαλε το κασκόλ.

«Αμάν πια αυτή η μητέρα. Με ντύνει σαν κρεμμύδι, ή λες και θα πάω στον πόλεμο. Μέχρι να φτάσω στο σχολείο έχω ιδρώσει σαράντα φορές».

Είναι βλέπεις αυτή η αμυγδαλίτιδα που την ταλαιπωρεί από μικρή, και την έχει κάνει να στερηθεί οτιδήποτε κάνει ευτυχισμένο ένα παιδί.

Δεν μπορεί να φάει παγωτό διότι ως γνωστόν είναι παγωμένο.

Δεν μπορεί να ακολουθήσει στις εκδρομές του σχολείου διότι θα τρέξει, θα ιδρώσει και θα αρρωστήσει.

Δεν μπορεί να ντύνεται όπως επιθυμεί γιατί πρέπει να φορέσει την λεπτή μπλούζα, μετά την λίγο πιο χονδρή και το πουλόβερ, και το παντελόνι πάνω από το χονδρό καλσόν, και τις μπότες, και εννοείται κασκόλ και γάντια και ΕΛΕΟΣ!!! Μόνο τα μάτια της φαίνονται!!!!! Το καλοκαίρι, όλοι παρατηρούν ότι αδυνάτισε, αλλά εκείνη ξέρει ότι απλά έχει αφαιρέσει όλα αυτά τα ρούχα από πάνω της. Ακούει η μαμά της ότι αδυνάτισε και δώσ’ του κι’ άλλο φαγητό με το ζόρι!!!

Μπήκε στην τάξη και κάθισε στο θρανίο της. Η δασκάλα της Α’ Δημοτικού, η κα Αρετή, μπήκε μέσα, έριξε τριγύρω την γνωστή ερευνητική ματιά και αναφώνησε ένα παγερό «καλημέρα».

Κάθισε στην έδρα και άνοιξε το βιβλίο.

«Θα ξεκινήσουμε με τις ασκήσεις που έδωσα την Πέμπτη. Δημήτρη, πάρε το τετράδιό σου και ανέβα στον πίνακα, να λύσουμε την πρώτη άσκηση».

Το αίμα πάγωσε στις φλέβες του κοριτσιού. Ασκήσεις; Λύσουμε; Η Χριστίνα που καθόταν δίπλα της, άνοιξε την τσάντα της και έβγαλε το βιβλίο των μαθηματικών.

«Μα σήμερα δεν έχουμε μαθηματικά», σκέφτηκε το κορίτσι. «Δεν έχω φέρει μαζί μου βιβλίο μαθηματικών». Και χώθηκε ακόμη πιο βαθιά στην καρέκλα της.

«Θεέ μου να μην με καταλάβει …» δεν πρόλαβε να ολοκληρώσει την σκέψη της και σήκωσε το κεφάλι της για να διαπιστώσει ότι η δασκάλα ήταν ακριβώς από πάνω της.

«Λοιπόν που είναι το βιβλίο σου; Μήπως πάλι δεν το έφερες»;

« Όχι κυρία δεν το έφερα».

«Είναι η τρίτη φορά που δεν φέρνεις μαζί σου τα μαθηματικά. Βγες έξω και πήγαινε να σταθείς στο άγαλμα του Μεγάλου Αλεξάνδρου για να μάθεις να μην ξεχνάς τα βιβλία σου…».

Η ώρα δίπλα στο μπρούτζινο άγαλμα περνούσε βασανιστικά. Ήξερε από μεγαλύτερα παιδιά ότι όταν κάποιος έκανε κάτι κακό οι δάσκαλοι για τιμωρία τον έβαζαν να στέκεται δίπλα στο άγαλμα του μεγάλου Αλεξάνδρου.

«Μα εγώ δεν έκανα κάτι κακό. Δεν πήρα μαζί μου το βιβλίο γιατί για άλλη μια φορά διάβασα μόνη μου τα μαθήματά μου, και μπέρδεψα πάλι το πρόγραμμα.

Ορίστε ποιο είναι το τίμημα που δεν μπορώ να διαβάσω μόνη μου. Τα παιδιά θα έπρεπε να μπορούν μόνα τους να διαβάζουν, και να είναι τόσο έξυπνα που να κατανοούν αμέσως αυτά τα νούμερα που γράφουν τα βιβλία. Να μην χρειάζονται τους γονείς τους για να μάθουν πρόσθεση και αφαίρεση.

Αν μπορούσα να διαβάζω μόνη μου οι συμμαθητές μου θα έλεγαν ότι είμαι έξυπνη και καλή μαθήτρια. Τώρα θα βγουν από την τάξη και θα με δουν να στέκομαι εδώ…Θα βγει και η Αθηνά η καλύτερη μαθήτρια και θα με κοιτάξει ειρωνικά. Θα βγει και ο Στράτος … τέτοια ντροπή…!!!»

Τα δάκρυα δεν ήταν δυνατόν να σταματήσουν να κυλάνε από τα μάτια της μικρής ούτε και όταν, το μεσημέρι πια, στο δρόμο της επιστροφής, πλησίαζε στο σπίτι της και περνούσε από την παγωμένη βρύση με τα τρία κανάλια.

Γύρω-γύρω ερημιά, αλλά, και κόσμο να είχε, μάλλον δεν θα τον πρόσεχε. Μόνο ο απαγορευμένος καρπός, (ένα παγωτό) θα την έκανε να νοιώσει καλά. Θα το έτρωγε και δεν θα την ένοιαζε αν την έπιανε στα πράσα η μητέρα της. Στο κάτω-κάτω, μακάρι να την τσάκωνε με το παγωτό στο χέρι, για να της πει να μην ασχολείται πια με τις αμυγδαλές της, αλλά, να φροντίσει να την μάθει να διαβάζει και να λύνει ασκήσεις, και να της βάζει τα σωστά βιβλία στην τσάντα της το βράδυ από το να τρέχει στο εργοστάσιο για δουλειά.

-Τι θα γίνει μικρή μου; Έχεις βάλει σκοπό να λιώσεις όλο το χιόνι του δρόμου;

Τα μάτια της μικρής άνοιξαν διάπλατα στο άκουσμα της φωνής, και γυρίζοντας διαπίστωσε ότι καθόταν σε απόσταση αναπνοής από τον κακό γείτονα με την ζυγαριά. «Γιάννης Μάγκας» ήταν το όνομά του. Έμενε σε ένα πέτρινο σπίτι, κοντά στο δικό της, και ζούσε μόνος του.

Δεν είχε γυναίκα ούτε παιδιά, και η μητέρα της, της είπε κάποτε, ότι είχε στο σπίτι του μια ζυγαριά και ζύγιζε τα παιδιά που έλεγαν ψέματα. Αν τα ψέματα ήταν περισσότερα από τις αλήθειες τότε τα έστελνε εσώκλειστα σε ένα σχολείο στην πόλη, για να τα διδάξουν αλλιώτικοι δάσκαλοι, πολύ αυστηροί.

«Λες να άκουσε τις σκέψεις μου»; aναρωτήθηκε η μικρή.

« Για πες μου. Τι τόοοοσο κακό έγινε και έχεις πλαντάξει στο κλάμα;»

«Τίποτα» απάντησε η μικρή και επιτάχυνε τα βήματά της.

«Ει!! Περίμενε». Της φώναξε ο γείτονας. «Δεν είναι πολύ ευγενικό να μην μου μιλάς».

Αυτό ήταν! Είχε διαβάσει την σκέψη της και τώρα θα την βάλει να ανέβει στην ζυγαριά για να δει πόσα ψέματα έχει πει. Και σίγουρα, μετά από όλα αυτά που είχε αραδιάσει στην μητέρα της, θα την έστελνε στην Α’ Δημοτικού του σκοτεινού σχολείου στην πόλη.

Η μικρή κοντοστάθηκε και σιγοψιθύρισε:

 «Δεν είπα ψέματα σήμερα σε κανέναν»

«Α! Και γι’ αυτό κλαίς»; Ανταπάντησε ο γείτονας γελώντας.

Κοίτα να δεις που γελάει τελικά…. Θα πίστευε κανείς ότι δεν έχει γελάσει ποτέ στην ζωή του.

«Έχεις ζυγαριά»; ρώτησε η μικρή.

 «Έχω».

«Και τι ζυγίζεις σ’ αυτήν»;

«Την γαλοπούλα τα Χριστούγεννα». Απάντησε γελώντας.

«Μπορείς να με ζυγίσεις αύριο που θα ξαναπεράσω; Σήμερα βιάζομαι γιατί πρέπει να πάω στο σπίτι να γράψω την τιμωρία που μου έβαλε η δασκάλα μου».

«Γιατί σε τιμώρησε η δασκάλα σου»;

«Να …. ξέχασα πάλι να πάρω το βιβλίο των μαθηματικών και μου είπε να γράψω πενήντα φορές «δεν θα ξεχάσω ποτέ ξανά τα βιβλία μου» και βιάζομαι γιατί αυτή η φράση έχει μέσα δυο φορές το γράμμα «ξ» και εγώ δεν μπορώ να το πετύχω αυτό το γράμμα. Και σιγά μην με βοηθήσει κανείς».

«Ωραία μικρή μου τότε έλα να σου δείξω εγώ έναν εύκολο τρόπο να γράφεις αυτό το περίεργο γράμμα».

Η μικρή ξαφνιάστηκε. Όχι τόσο γιατί ο μέχρι πριν λίγο κακός γείτονας, της πρότεινε να την βοηθήσει, αλλά κυρίως γιατί κάποιος ασχολήθηκε μαζί της σε κάτι που για εκείνη ήταν σημαντικό. Παρόλα αυτά, δέχθηκε την βοήθεια και ξάφνου βρέθηκε με μια κούπα ζεστή σοκολάτα και τα τετράδιά της ανοιχτά πάνω στο τραπέζι της κουζίνας του γείτονα.

«Λοιπόν κοίτα πόσο εύκολο είναι. Γράφεις ένα «ε» και κολλάς από κάτω ένα ανάποδο μισοφέγγαρο και μια γραμμή πάνω από όλα αυτά και να το πρώτο ξ που έφτιαξες μόνη σου…»

Τελικά ο γείτονας δεν ήταν και τόσο κακός. Της έφτιαξε σοκολάτα που της άρεσε πολύ, την βοήθησε με όλα τα μαθήματά της, και το κυριότερο δεν την έβαλε στην ζυγαριά (ακόμη τουλάχιστον).

«Η μητέρα μου, μου είπε ότι έχεις μια ζυγαριά και ζυγίζεις αυτούς που λένε ψέματα».

 «Αλήθεια είναι».

«Και τι κάνεις με τους ψεύτες»;

«Εξαρτάται. Με αυτούς που λένε σοβαρά ψέματα είμαι αυστηρός. Με αυτούς όμως που λένε αθώα ψέματα δεν είμαι τόσο».

«Εγώ έχω πει λίγα ψέματα. Αθώα βέβαια».

«Ναι το ξέρω» απάντησε ο γείτονας και ξεκαρδίστηκε στα γέλια. «Γιατί με κοιτάς παράξενα»;

«Να είναι που γελάς. Εγώ πίστευα ότι δεν έχεις γελάσει ποτέ στην ζωή σου».

«Έχω γελάσει πάρα πολλές φορές, μόνο που εσύ δεν το γνωρίζεις. Μπορεί να με έχεις δει να γελάω και να μην το πρόσεξες. Να σου πω και κάτι άλλο; Όταν θα μεγαλώσεις λίγο, θα κατανοήσεις πολλά πράγματα που τώρα δεν μπορείς. Θα καταλάβεις ότι οι άνθρωποι που δεν γελάνε δεν είναι πάντα κακοί και ότι οι ζυγαριές πρέπει να υπάρχουν γιατί χωρίς αυτές χάνεται ο λογαριασμός της ανθρωπιάς… θα καταλάβεις ότι αυτά που τώρα δεν έχεις, και ζηλεύεις που τα έχουν άλλα παιδιά δεν είναι τόσο σημαντικά. Είναι όμως σημαντική η αγάπη και οι αξίες που σου δίνει η οικογένειά σου. Είναι σημαντικό που σε έμαθαν ότι δεν είναι σωστό να λες ψέματα, και νοιώθεις τύψεις όταν το κάνεις αυτό. Είναι σημαντική και η σημερινή ημέρα, γιατί η δασκάλα σου χωρίς να το καταλάβει, την έκανε ορόσημο στην ζωή σου. Από σήμερα θα προσπαθήσεις πολύ περισσότερο και θα δεις ότι μπορείς να κάνεις μόνη σου πράγματα χωρίς την βοήθεια των άλλων. Και μια μέρα θα καταλάβεις ότι χωρίς τα εφόδια των γονιών σου δεν θα τα είχες καταφέρει. Θα τους ευγνωμονείς γιατί σου έδωσαν πράγματα χωρίς να ζητούν οποιοδήποτε αντάλλαγμα. Γιατί η ζωή τους είσαι εσύ, και απευθύνονται στον Θεό ζητώντας την βοήθειά Του για σένα, και όχι γι’ αυτούς. Γιατί η αγάπη τους είναι ανιδιοτελής και θα είναι μέχρι την στιγμή που θα παραδώσουν την ψυχή τους σε Εκείνον. Η ανταμοιβή τους είναι η δική σου ευτυχία, ακόμη και αν συγκρούεται με τα δικά τους θέλω. Είναι πολλές οι θυσίες των γονιών σου. Θα το νοιώσεις αυτό κάποια μέρα όταν θα τους δεις αδύναμους πια, μικρά παιδιά στα δικά σου μάτια, να συνεχίζουν να Του ζητάνε την δική σου ευτυχία. Όταν θα είσαι και θα νοιώθεις μεγάλη και δυνατή, η μητέρα σου θα σε ρωτάει αν ντύθηκες και αν έφαγες καλά».

«Εσύ όμως δεν έχεις παιδιά».

«Έχω και μάλιστα πολλά. Αρκετά από αυτά τα ξέρεις και θα γνωρίσεις και άλλα. Είμαι γονιός που κατευθύνει τα παιδιά του στον σωστό δρόμο. Είναι όμως στο δικό τους χέρι αν θα τον ακολουθήσουν. Όλα τα παιδιά μου ξέρουν ότι στο τέλος της ζωής τους θα ζυγιστούν. Δεν γίνεται όμως το ζύγισμα μόνο στο τέλος αλλά και κάθε μέρα. Τις προάλλες, θυμάσαι που είπες ψέματα για να μην προδώσεις τον Στράτο στο σχολείο, που έσπασε από λάθος το τζάμι του κυλικείου; Σε ζύγισα εκείνη την ημέρα και μέχρι στιγμής η ζυγαριά γέρνει από την καλή μεριά. Για όλα τα παιδιά από την καλή μεριά γέρνει. Όσοι μένουν παιδιά δεν αλλάζουν πλευρά. Να μείνεις παιδί. Να μην μεγαλώσεις στην ψυχή σου».

Η μικρή τον χαιρέτησε και άνοιξε την πόρτα του πέτρινου σπιτιού. Στάθηκε στο τελευταίο σκαλί και στράφηκε προς το μέρος του. Ο γείτονας της χαμογέλασε και σήκωσε το χέρι του να την χαιρετήσει. «Ακολούθησε αυτό τον δρόμο». Της είπε. «Είναι ο σωστός».

Μπήκε στο σπίτι και κοίταξε στο τραπέζι. Το φαγητό της ήταν όπως κάθε μέρα στο σκεπασμένο πιάτο. Δίπλα από αυτό, ένα σημείωμα.

«Θα κοιμάσαι όταν θα γυρίσω. Σ’ αγαπώ πολύ!»

Έτρεξε στο παράθυρο και κοίταξε απέναντι στο σπίτι του γείτονα. Τον είδε να στέκεται δίπλα από την στοίβα με τα ξύλα και έκανε να του γνέψει. Εκείνος την είδε και της ανταπέδωσε τον χαιρετισμό. Μα δεν ήταν ο ίδιος …είχε χαρακτηριστικά… άλλου «ανθρώπου». Όμως χαμογελούσε…«οι άνθρωποι χαμογελάνε αλλά δεν τους προσέχουμε», σκέφτηκε τα λόγια του «γείτονα» η μικρή.

Η εικόνα του κοριτσιού στο παράθυρο του σπιτιού έσβησε αργά, και σε λίγο αντικαταστάθηκε με την παρέα στο εστιατόριο. Η συμφωνία έκλεισε και η γυναίκα της παρέας άπλωσε το χέρι της να χαιρετήσει τους συνεργάτες της. «Νομίζω ότι η συμφωνία είναι δίκαιη. Ζυγισμένη.» είπε η γυναίκα περήφανη για το τόσο σπουδαίο επαγγελματικό βήμα που έκανε και σήμερα.

Για ακόμη μια φορά, τα κατάφερνε μόνη της, δουλεύοντας σκληρά βέβαια. Άλλωστε ποτέ δεν της χαρίστηκε κάτι. Ήταν συνηθισμένη σε αυτό… Ή μήπως όχι; Της χαρίστηκε κάτι και μάλιστα απλόχερα. Ήταν το μεγαλύτερο δώρο που έλαβε ως κληρονομιά από τους γονείς της. Η εργατικότητα και η εντιμότητά της.


 «Εει!!.. ξύπνα! … μάλλον θα χρειαστεί να έλθεις ξανά να δεις την ταινία. Κοιμήθηκες από την αρχή μέχρι το τέλος».

Η Μυρτώ άνοιξε τα μάτια της και κοίταξε απορημένη το Στράτο. Βρισκόταν στο σινεμά με τις κόκκινες πολυθρόνες. Δίπλα της, στο τραπέζι, δυο ποτήρια σαμπάνια, το ένα από αυτά γεμάτο ακόμη. Έμεινε για λίγα δευτερόλεπτα κοκαλωμένη να κοιτάζει τον Στράτο, τον παιδικό της έρωτα, από το σχολείο ακόμη. Ήταν πια ζευγάρι.

Έβαλε το χέρι στην τσέπη και έβγαλε το κινητό της τηλέφωνο. Σχημάτισε το νούμερο, και περίμενε με αγωνία την απάντηση από την άλλη άκρη της γραμμής.

«Μαμά…»

«Έλα Μυρτώ. Σου τηλεφώνησα πριν, αλλά δεν απάντησες. Πήρα να δω αν έκλεισες την συμφωνία για την δουλειά που μου έλεγες».

 «Ναι την έκλεισα».

«Ωραία. Τώρα, που δεν έχεις άγχος, να πάς σε ένα γιατρό να δει το λαιμό σου. Μπορεί να είναι πάλι οι αμυγδαλές σου».

 «Θα πάω μην ανησυχείς».

«Τι φάγατε σήμερα; Μαγείρεψες ή δεν πρόλαβες πάλι; Να μην μένεις νηστική. Δουλεύεις τόσες ώρες».

Το σκεπασμένο πιάτο πάνω στο τραπέζι, η ζυγαριά, η εικόνα της γερασμένης πια μάνας…

-«Μαμά… μου λείπεις πολύ» της είπε και ένοιωσε πολύ μικρή. Έκλεισε το τηλέφωνο, αγκάλιασε τον Στράτο και του χαμογέλασε.

 «Είδα το ωραιότερο έργο της ζωής μου. Είδα ένα παραμύθι που γίνεται πραγματικότητα κάθε μέρα. Ξεκινάει τότε που έσπασες το τζάμι του κυλικείου. Θυμάσαι;»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.