Το γράμμα

«Θα φύγω και θα γράφω, συνέχεια. Να ξέρεις ότι όλα όσα έγραψα, όλα όσα θα γράψω κι όσα δεν θα γράψω και θα στοχαστώ, θα είναι για ‘σένα.»
– γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης


9d76ac2bc579287a5280beeaca76e9a9

Κάθε μέρα ή καλύτερα κάθε νύχτα, λίγο πριν τα μεσάνυχτα, η μητέρα μου κλεινόταν στην κρεβατοκάμαρά της και ύστερα από λίγη ώρα, ερχόταν στο σαλόνι ή στο δωμάτιο μου, για να δει τι κάνω και να μιλήσουμε.

Όταν ήμουν μικρή δεν παρατηρούσα αυτή τη συμπεριφορά της, όμως καθώς περνούσαν τα χρόνια και μεγάλωνα, έβλεπα μια αλλαγή στα χαρακτηριστικά της εκείνες τις νυχτερινές ώρες. Φαινόταν ωχρή και τα μάτια της ήταν υγρά, σαν να είχε κλάψει σιωπηλά. Στο σπίτι μας γινόταν -ανεπαίσθητα αισθητά και καθημερινά – αυτή η περίεργη «ιεροτελεστία». Ο πατέρας μου δεν καταλάβαινε κάτι, ούτε και χρειαζόταν να συζητήσω μαζί του τις περίεργες συνήθειες τής μητέρας. Είχε τις δικές του στιγμές απομόνωσης, μπροστά στην τηλεόραση ή στο λαπ τοπ. Ένα βράδυ που οι γονείς μου έλειπαν, πήγα στην κρεβατοκάμαρά τους. Στη μεριά που κοιμόταν η μητέρα μου, υπήρχε μια μεγάλη βιβλιοθήκη με πολλά βιβλία. Σπάνια έμπαινα εκεί μέσα και πιο σπάνια έπαιρνα κάποιο βιβλίο. Είχα τα δικά μου διαβάσματα. Άρχισα να εξετάζω τους τίτλους. Υπήρχαν  πολλοί κλασικοί συγγράφεις μαζί με βιβλία ψυχολογίας και ταξιδιωτικά λευκώματα. Φυλλομέτρησα μερικά και τα ‘βαλα ξανά στη θέση τους. Όταν άνοιξα τον «Γλάρο» του Τσέχωφ, έπεσε από μέσα ένα χειρόγραφο, έμοιαζε με επιστολή. Τα γράμματα ήταν μεγάλα,  γραμμένα με σταθερό χέρι, έδειχναν αντρικό γραφικό χαρακτήρα. Κάθισα στο κρεβάτι και ξεκίνησα να διαβάζω.

«Ήμουν χαμένος, και τώρα είμαι, αλλά τώρα είναι επιλογή μου, πρώτα για να μη σε πληγώσω (δεν θα το ‘κανα ποτέ ) και μετά να μη σε πληγώσω περισσότερο, θα είμαι ένα μόνιμο βάρος στην αθώα ψυχή σου. Μόνο θύμησες και όμορφες εικόνες έχω στον νου και στην καρδιά μου. Κάποιες φορές ένας χρόνος αξίζει περισσότερο από χίλιες ζωές.

Καθόμουν στην πλατεία, σ’ εκείνο το άθλιο τραπέζι,  όταν φάνηκες. Ήξερα καλά ότι ήμουν ένα γελοίος, ένα τίποτα. Ντρεπόμουν θανάσιμα να σε κοιτάξω στα μάτια. Πραγματικά έτρεμα μόλις σε είδα να ‘ρχεσαι προς το μέρος μου. Έγινα περισσότερο γελοίος ( δεν χρειαζόταν να μου το δείξουν οι άλλοι, όπως έκαναν πάντα), το καταλάβαινα. Κατάφερα να νικήσω εκείνη τη στιγμή αμηχανίας και να σε αντικρίσω. Δεν φαντάστηκα ούτε μια φορά, ότι θα με κοίταζες, ότι τα βλέμματά μας θα ενωθούν, να όμως που έγινε. Δεν ήταν ανάγκη να υπάρξει οτιδήποτε άλλο πια στον φτωχό, μίζερο κόσμο μου. Απέκτησα πίστη, εγώ που πάντα ήμουν ένας άπιστος, ένας γελωτοποιός. Πίστεψα και πιστεύω σ’ εσένα, κλαίγοντας.

Ναι, δεν άξιζα αυτήν την ευτυχία. Ένα βλέμμα και η ζωή άλλαξε. Έγινα ό,τι ήθελες : ποιητής, πολεμιστής, ταξιδευτής, ανέβηκα στα βουνά, βούτηξα στις θάλασσες ( κυριολεκτικά και μεταφορικά ). Και ήρθες για καλά στη ζωή μου, κι αλλάξαν οι ουρανοί χρώματα, αστέρια κι οι άκρες τους γέμισαν πορφύρα και τριαντάφυλλα. Εσύ, εσύ, η μοναδική, περήφανη γυναίκα σε όλον τον κόσμο,  ν’ αγαπήσεις εμένα, ούτε θείο δώρο ήταν, ούτε ευλογία, ένα θανατερό επεισόδιο ήταν που λάτρεψα και λατρεύω. Όσο πόνο είχες , τόση χαρά μόχθησα να σου δώσω και στην έδωσα. Και τώρα που θα χαθώ, εσύ θα είσαι η τελευταία σκέψη και εικόνα. Εσύ με σήκωσες  ψηλά. Έπαψα να ‘μαι ένας γελοίος, ένα θλιβερός μαζωχτής εμπειριών και κατακτήσεων. Την ψυχή σου την κράτησα στα χέρια μου μαζί με το κορμί σου, σαν θυσία στον χρόνο και στον θάνατο. Σου ‘δωσα τη δύναμη και την αδυναμία μου, γιατί ήσουν περισσότερο από μια αγάπη, ήσουν μια αγία, αγαπημένη μου. Το φως σου, ξέκανε τα σκοτάδια μου. Ήθελα να ‘ναι έτσι η ζωή μας για  πάντα, αλλά είναι αδύνατον, αδύνατον και το ξέρεις.

Κι αν σου ‘γραψα αυτό το γράμμα, το ‘κανα γιατί οι λέξεις μου είναι η μυστική απόδειξη τι ήσουν για μένα. Αυτή τη μοναδική στιγμή που σε είδα και σ’ αγάπησα, αυτή  τη στιγμή θα ‘χω συντροφιά για τον χρόνο που μου απέμεινε, και δεν θα είναι πολύς (το ξέρω κι ευτυχώς). Άλλαξα απ’ την αγάπη σου και εκεί σταμάτησε η ζωή μου. Θυμάμαι πως πήγαινα κι έκλαιγα στον τάφο της μητέρας  μου, κι όλοι απορούσαν που με έβλεπαν να κλαίω, αλλά κανείς δεν γνώριζε ότι έκλαιγα από χαρά, δεν με ένοιαζε να δώσω εξηγήσεις κι απολογίες. Αυτά τα δάκρυα δεν ήταν εγωιστικά, αλλά αγαπητικά κι αφιερωμένα, έξω από τον κόσμο, έξω από την κακία και το ψέμα. Θυσιαστική εξομολόγηση.

Μ’ έκαιγε ο ήλιος και τον κοιτούσα κατάματα. Δεν με στενοχωρούσε απολύτως τίποτα. Αγαπούσα τους ανθρώπους, δίπλα μου, κοντά και μακριά μου. Προσευχόμουν στον Χριστό με τη μορφή σου στην καρδιά. Ω, ας με περιγελούσαν όλοι, τους αγαπούσα και τους αγαπώ.

Μια μέρα ανέβηκα στο βουνό, πάνω από την πόλη. Ω, αγάπη μου οι πέτρες μπροστά μου, στα πόδια μου,  ήταν όλες σαν καρδιές. Ούτε στον ουρανό δεν με άφησε η αγάπη σου, ούτε στα ύψη, ούτε στα βάθη. Ατίμητο δώρο της φύσης και του Θεού (για μας). Και οι συνοδοιπόροι μου, γελούσαν που έπιανα τις πέτρες και τις φιλούσα τρυφερά, με λέγανε τρελό. Πόσο μου άρεσε να με λένε τρελό, είχα την τρέλα της αγάπης, αυτής  που συγχωράει και αγκαλιάζει τον κόσμο. Δεν ήξεραν τι είναι η αγάπη, ούτε και θα μάθουν (ποτέ τους).  Έζησα για λίγο την ομορφιά, αλλά  με χόρτασε,  φτάνει και περισσεύει για το τέλος μου. Αξίζει μια ολόκληρη ζωή, αυτό το λίγο. Αυτό είναι κάτι που μετράει.

Θα φύγω και θα γράφω, συνέχεια. Να ξέρεις ότι όλα όσα έγραψα, όλα όσα θα γράψω κι όσα δεν θα γράψω και θα στοχαστώ, θα είναι για ‘σένα. Μου άρεσαν οι ήσυχες νύχτες μας, όλα ήταν όμορφα, αθώα. Θεέ μου, σαν γνωρίζεις την αγάπη, τι άλλο μένει; Δεν χρειάζεται καμιά απάντηση, καμιά πραγματικά.

Τα καλοκαίρια, όταν ήμουν παιδί,  κρυβόμουν στις αγράμπελες, μα και εκεί, μέσα στα αρώματα,  ήσουν εσύ (αιώνες), στις στράτες εσύ, στις εποχές εσύ, στα βιβλία εσύ, στα δειλινά και στις βαρυχειμωνιές εσύ. Μια ευλογημένη γυναίκα στον δρόμο …και στο τέλος μου.

Σε φιλώ

Χ.»

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.