– από τον Χριστόφορο Τριάντη
Κάθε εποχή γεννάει σπάνιους ανθρώπους. Μόνο που στην πορεία, πολλοί από αυτούς χάνονται, μην αφήνοντας το πνεύμα τους να λάμψει. Ίσως επειδή δεν αγαπούν τη μοναξιά, ίσως επειδή κυριαρχούν οι ηδονές και τους εκτρέπουν από τον δρόμο. Όσοι απομένουν, ταιριάζουν με την εποχή τους και προχωρούν. Αποστρεφόμενοι τις συνάφειες και τους απολογισμούς, ζωγραφίζουν στον καμβά της ανθρωπότητας. Δεν πιστεύουν σε στόχους και στον γενικότερο σκοπό του σύμπαντος, όπως τον χιλιοπαρουσιάζουν επιστήμονες, φιλόσοφοι, αστροναύτες και πολιτικοί.
Κάτι τέτοιες ιδέες ανήκουν σε τυπολάτρες και μνησίκακους λογάδες. Οι σπάνιοι άνθρωποι ισορροπούν ηθελημένα (κι άθελά τους) το απολλώνιο με το διονυσιακό στοιχείο, μην ξεχνώντας πως το γέλιο είναι η έκφραση, η πιο γνήσια, της όποιας αλήθειας υπάρχει στα φαινόμενα και στα πράγματα. Δεν αποφεύγουν το γελοίο του γελωτοποιού, ίσα ίσα το επιζητούν, όχι μαγαρίζοντάς το σαν αυτοκράτορες σε παλάτια και επαύλεις, αλλά προφυλάσσοντάς το σαν εκτιμητές της ελαφρότητας. Η βαρύτητα τούς αφήνει αδιάφορους, αποτελεί αγαπημένο μέγεθος ιεροεξεταστών και δικτατόρων.
«Εκμεταλλεύονται» την ιστορία και τον χρόνο. Αυτόν που έρχεται από τα βάθη των αιώνων, από την πρώτη εμφάνιση του ανθρώπου. Προσηλωμένα (και ακίνητα) στρέφουν το βλέμμα τους πρώτα στο προπατορικό σκοτάδι, μετά στο γεγενημένο φως, και δημιουργούν « φωτισμένες» στιγμές : μικρής αιωνιότητας και ευτυχισμένης μελαγχολίας.
Αναγνωρίζουν την αρχή και το τέλος των πραγμάτων. Γιατί πιστεύουν ότι η ίδια ζωή ,ως δώρο και δικαίωμα, δεν αναβάλλεται για το μέλλον. Δεν αφήνουν το παρόν νεκρό, περιμένοντας αιωνίως τη σωτηρία. Προχωρούν. Είναι περιπατητές. Ο δρόμος τους δεν έχει ανάγκη να φωτίζεται από τεράστιους προβολείς και φώτα- μεγαθήρια, μια σειρά από κεριά συντροφεύουν τα βήματά τους μέσα στον χρόνο και τον λόγο. Και τη θεωρία των ματαιοδοξιών δεν την αποστρέφονται, αναγνωρίζουν τις ήττες των πολλών και τις δικές τους, δεν τις συγκρίνουν.
Γι’ αυτές τις σκέψεις και τις στάσεις, στέκονται στη μέση του λαού, στη μέση του κόσμου, από πίστη σε όσα έγιναν και σε όσα θα «φτιάξουν» οι ίδιοι. Οι λέξεις τους πηγάζουν από το βάθος της γης, από τα προϊστορικά σπήλαια, βγαίνουν αβίαστα και τελετουργικά στην επιφάνεια, ξέχωρα από μαγγανείες, γοητείες, παρακάλια και εντυπωσιασμούς. Αλλά το μυστικό είναι πως στο τέλος γίνονται τρελοί ή ποιητές, και δεν υπάρχει γυρισμός από αυτή τη διάζευξη.