Βρίσκομαι εδώ κολλημένος στον έλεγχο διαβατηρίων. Δεν είμαι καθόλου ευχαριστημένος. Έκανα τόσο δρόμο για να βρεθώ εδώ. Είμαι γέρος μη σας ξεγελάει η όψη μου. Ο Θάνατος δε με γνωρίζει εγώ τον αναγνώρισα. Ρώτησα τόσους ανθρώπους πού πρέπει να πάω για να βρεθώ στην Κόλαση. Απόψε για την Παράσταση.
Εδώ δε μιλάνε τη γλώσσα μου. Αναρωτιέμαι ποια γλώσσα μιλάνε. Υποψιάζομαι καμία. Υποψιάζομαι ακόμη πως δεν υπάρχει καν η Κόλαση. Έτσι μας κρατούν μαντρωμένους εδώ γιατί δεν έχουνε πού να μας βάλουνε. Ίσως να γίνονται ακόμη έργα εκεί κάτω. Όπως και να ‘χει είναι ανάρμοστο να συμπεριφερθούν με τέτοιο τρόπο σε έναν γέρο άνθρωπο όπως εγώ. «Θα αργήσω κι έχω να στήσω και σκηνικά» φωνάζω. Κανείς δε δίνει σημασία και ιδρώνω. Το μακιγιάζ μου λιώνει, ή το πρόσωπο μου;
Δεν έχω καν πεθάνει, η επιμονή της ζωής επισημαίνει ακόμη αυτό που ανέκαθεν υπήρξα. Ένας Άνδρας χωρίς ταυτότητα. Με ενοχλεί η γύμνια αυτών των σωμάτων. Περισσότερο ο τρόπος που είναι στοιβαγμένα το ένα επάνω στο άλλο. Πάντοτε ήμουν ευαίσθητος στα θέματα γύμνιας των γυναικείων σωμάτων.
Αρχίζω σιγά σιγά να πιστεύω πως αυτή είναι η Κόλαση για μένα. Αυτή και τίποτε άλλο. Η Αιώνια ή μη αναμονή μου στον έλεγχο διαβατηρίων ενός αεροδρομίου ασφυκτικά κυκλωμένος από ένα σωρό γυμνών γυναικείων σωμάτων χωρίς πρόσωπο. Δεν έχει καμία σημασία για εμένα η έλλειψη προσώπου σε αυτά τα κορμιά. Μπορώ να τα αναγνωρίσω όπως και να ‘χει. Καλύτερα από το οποιοδήποτε πρόσωπο αναγνωρίζω τους γλουτούς τα στήθη την ασυμμετρία των δακτύλων.
Οργισμένος φτύνω τα απόντα χαρακτηριστικά τους. Ψάχνω να βρω τα δικά μου. Είναι νομίζω στη θέση τους. Όμως και πάλι δεν είναι σίγουρο αυτό. Είμαι γυμνός κι αυτό είναι πάντα κακό σημάδι. «Πού είναι το κοστούμι μου»; Αυτά τα γυμνά πρόσωπα είναι ανοιχτά κατηγορητήρια. Εκ γενετής ένοχος. Έζησα, προσπαθώντας να εξαργυρώσω όσο καλύτερα την ενοχή μου.
Κάποιος έρχεται, ζητάει τα στοιχεία μου, του λέω δεν έχω τίποτα περισσότερο ή λιγότερο από αυτό που βλέπεις. Μου λέει ακολουθήστε με. Δείχνει μια πόρτα με δάχτυλο τεντωμένο. Παρατηρώ πως δεν υπάρχει καμία αστάθεια σε αυτό το χέρι. Είναι κάτι που με αναστατώνει αυτό. Τα δικά μου χέρια πάντοτε έτρεμαν πριν ανοίξει η αυλαία. Η πόρτα κλειδώνει πίσω μας. Ξέρω, δεν πρόκειται να βγούμε ξανά. Και αυτό ακριβώς είναι ο Θάνατος.
«Παρακαλώ, μπορείτε να καθίσετε η παράσταση ξεκινάει σε δέκα λεπτά». Το κοινό στρέφει την προβοσκίδα του προς το μέρος μου. Συνειδητοποιώ πως δεν είμαι εγώ που απευθύνω το λόγο αλλά αυτοί που κοιτάζουν και δε χορταίνουν κοίταγμα. «Τι θέλετε από εμένα»;
Η σκηνή ανοιχτή μπροστά μου χάσκει. Σαν άδειος τάφος περιμένοντας. Μαντεύω πριν μου απαντήσουν. Ανεβαίνω τα σκαλιά και δε θυμάμαι λέξη. «Ποιο ρόλο θα παίξω απόψε»; Το φως από τους προβολείς με καίει ζωντανό.
Έτσι κάπως βγαίνω από τη δύσκολη θέση.