Ξεκλείδωσα την ξύλινη χειροποίητη πόρτα μ’ ένα βαρύ σιδερένιο κλειδί. Θύμιζε κλειδί μεσαιωνικού πύργου. Στάθηκα στο πεζούλι, στην είσοδο του κατωγιού για να δω. Όλα είχαν παραμείνει όπως τότε. Έψαξα με τα δάχτυλά μου τον διακόπτη που ανάβει τη λάμπα πίσω από το παλιό ψυγείο. Η γυμνή λάμπα πυρακτώσεως άναψε. Ένας μεγάλος αριθμός από ετερόκλητα αντικείμενα εμφανίστηκε στο οπτικό μου πεδίο- συνωστισμένα και σκονισμένα το ένα δίπλα στο άλλο. Περπάτησα αργά προς το εσωτερικό. Χρειάστηκαν μερικά πλάγια βήματα για να χωρέσω ανάμεσα από μια σκισμένη πολυθρόνα κι ένα μπουφέ κουζίνας. Ένα ρεύμα πέρασε εκείνη τη στιγμή από το πίσω μέρος του κεφαλιού μου και έφτασε ως τις άκρες των δακτύλων μου. Αισθάνθηκα τον αέρα. Παγερός, απόκοσμος, ασάλευτος. Και τα χείλη μου. Σφιχτά. Φοβήθηκα. Και τότε φοβόμουν.
« Δεν είναι χώρος για σένα εδώ », έλεγε ο παππούς.
Κοίταξα τη γυμνή λάμπα ακριβώς από πάνω. Το λεπτό συρματάκι φωτοβολούσε ένα αδύναμο φως. Ένα νυσταλέο, ξεχασμένο φως. Οι ωχρές ανταύγειες του σχημάτιζαν φωτεινούς κροσσούς στους πέτρινους κακοσχηματισμένους τοίχους. Ένα μικρό τετράγωνο κενό σε μια μεριά του τοίχου μαρτυρούσε την ύπαρξη ενός παραθύρου κάποτε. Τώρα δεν υπήρχε απολύτως τίποτα, ήταν κενό. Από ‘κει έξω ένα αναιμικό φρέσκο φως ημέρας έφτανε μέχρι μέσα. Αλλά ούτε κι αυτό μπορούσε να δώσει ζωντάνια στα παλιά έπιπλα, στους πάγκους εργασίας, στα κατσαβίδια, στα πριόνια και σε όλα τα είδη κηπουρικής που ήταν μαζεμένα και αφημένα αρκετά χρόνια εκεί.
Σε μια άλλη πλευρά του τοίχου καρφωμένες εταζέρες, η μια πάνω στην άλλη, δεξιά και αριστερά. Το βλέμμα μου σ’ αυτήν με τα χρώματα και τα πινέλα. Ένα μεταλλικό κυλινδρικό κουτί από νεσκαφέ –χωρίς καπάκι– περιείχε χρώμα. Φαινόταν πράσινο. Έσκαψα μ’ ένα κλειδί στο εσωτερικό του. Ήταν ένα πεθαμένο χρώμα, ξεραμένο. Η επιφάνεια του έμοιαζε με άγονη γη στα βάθη της Αφρικής. Ένα πινέλο λερωμένο από το ίδιο χρώμα βρισκόταν εκεί δίπλα ακουμπισμένο σ’ ένα κομμάτι εφημερίδα. Σίγουρα θα το ακούμπησε για λίγο εκεί ο παππούς με σκοπό να συνεχίσει την εργασία του αργότερα. Φυσικά δεν τη συνέχισε. Δεν πήγε. Όμως με πόση υπομονή και πόση συνέπεια, αυτό το ίδιο το πινέλο, βρισκόταν ακόμη εκεί και τον περίμενε! Τόσα χρόνια!
Τόσα χρόνια που είχαν περάσει και που είχε να επισκεφτεί ο παππούς τον γενέθλιο τόπο του πριν καταπέσει για τα καλά στο κρεβάτι. Τόσα χρόνια και ούτε ένας δυνατός άνεμος της βαρυχειμωνιάς σ’ αυτό το ορεινό σπίτι δεν κατάφερε να σπρώξει αυτό το πινέλο και να το μετακινήσει ή κάποιο ποντικάκι που θα έψαχνε καταφύγιο και τροφή δεν έτυχε να περάσει από το σημείο εκείνο και να το παρασύρει. Να παρασύρει αυτό το ορφανό από καλλιτέχνη πινέλο να πέσει κάτω. Τόσα χρόνια. Μπήκα στον πειρασμό να το μετακινήσω και να το πετάξω χάμω να νιώσω την μοναδικότητα της στιγμής. Δεν το έκανα.
Προχώρησα κι άλλο. Παρέσερνα με τους αγκώνες μου ιστούς και αράχνες. Η ίδια βαριά ατμόσφαιρα. Μόνο που τώρα άφηνε πιο έντονη την παρουσία του παππού. Όλα αυτά τα παλιά κουρασμένα αντικείμενα γύρω μου τώρα αναπαύονταν. Ξεκουράζονταν όπως κι εκείνος. Κουκουλωμένα από στρώσεις σκόνης και χώματος περνούσαν κι αυτά στην αιωνιότητα. Πιο πέρα, σε μια γωνία, το παλιό σιδερένιο κρεβάτι: λευκό, ξεθωριασμένο, με χρυσαφένιες κολωνίτσες στις τέσσερις άκρες. Στο προσκέφαλό του δυο λυγισμένα κάγκελα. Θυμήθηκα τη γιαγιά μου να λέει πως εκεί σ’ αυτό το κρεβάτι γέννησε τον πατέρα μου και πως τα κάγκελα αυτή η ίδια τα λύγισε από τους αφόρητους πόνους όταν τα κρατούσε σφιχτά την ώρα της γέννας.
Η ώρα πέρασε και δεν το κατάλαβα. Από το ξύλινο ταβάνι του κατωγιού άρχισα να ακούω έντονους βηματισμούς προς διάφορες κατευθύνσεις. Προέρχονταν από τα υπνοδωμάτια του σπιτιού που ήταν ακριβώς από πάνω. Ήταν συγγενείς και διάφοροι κοντινοί άνθρωποι του σπιτιού που βιάζονταν γιατί η ώρα πλησίαζε. Ετοιμάζονταν για την εκκλησία του χωριού τον Αι Γιώργη. Εκεί θα χαιρετούσαμε όλοι μαζί για τελευταία φορά τον παππού. Εκείνη τη στιγμή μπαίνει η κόρη μου.
« Μπαμπά! Τι κάνεις τόση ώρα εδώ; Θα λερώσεις το μαύρο σου κουστούμι.
Δεν είναι χώρος για σένα εδώ…»
Εξαιρετικό κείμενο. Με συγκίνησε, μου ξύπνησε αναμνήσεις από την αποθήκη του πατρικού μου σπιτιού πριν ισοπεδωθεί και γίνει πολυκατοικία. Σχεδόν πάντα κλειδωμένη, γεμάτη χρήσιμα/άχρηστα πράγματα που μύριζαν αναμνήσεις και κλεισούρα. Χώρος σχεδόν απαγορευμένος για εμάς τα παιδιά, από το φόβο ατυχήματος λόγω απροσεξίας την ώρα του παιχνιδιού. Και η φράση σχεδόν ίδια με αυτή που αναφέρεται στο κείμενο «Δεν είναι χώρος για παιδιά εδώ. Τόση αυλή έχετε για να παίξετε…». Ευχαριστούμε κύριε Τζαβέλλα.
Μου αρέσει!Μου αρέσει!