«Στο μυστικό»

«Ο Νικήτας κατέβηκε στον στάβλο. Την πλησίασε στα γόνατα και τη φίλησε ανάμεσα στα βλέφαρα. Του φάνηκε ακόμα ζεστή…»
– γράφει ο Γιώργος Σπυράκης

zorbas_spirakis_locoego_secret
Φωτογραφία: Γιώργος Ζορμπάς

Τρεις μέρες τώρα η φοράδα ήταν με πυρετό. Τέσσερα πόδια δεν την κρατούσαν. Καθάρισε τον χώρο απ’ την άμμο, έστρωσε τη στρωμνή κι έστησε δίπλα της δυο σάπια κασόνια. Νύχτα-μέρα ήταν εκεί· μια να της δίνει φάρμακο και μια να της φυσά τα μάτια. Μόνο από εκείνον τα δεχόταν τέτοια τερτίπια. Αν δεν ήταν οι άλλοι επάνω, δεν θα την άφηνε μέχρι να γεννήσει και να σηκωθεί από μόνη της. Άλλο ζώο δεν του είχε μείνει μετά την αρρώστια.

***

Τους είχε βαρεθεί να φωνάζουν και να συστήνονται. Τόσες φάτσες μαζεμένες δεν ήταν η καλύτερή του. Αν και το σπίτι ήταν συνήθως γεμάτο, εκείνος επέστρεφε νύχτα απ’ τις πραμάτειες του κι έβρισκε την κυρά να πλένει και τις καρέκλες «ανοιχτές».

Σήμερα ήταν αλλιώς. Του είχε ζητήσει από νωρίς να μείνει μαζί και να τους γνωρίσει. «Έτσι κάνουν οι οικογένειες», του είπε κι εκείνος ίσα που πρόλαβε ένα κρύο νερό πάνω του και να στρώσει το πουκάμισο. Ριγέ σκούρο· αφόρετο απ’ την κηδεία του πρωτότοκου.

Πιρούνια είχαν όλοι. Στην πορεία, όμως, τούς ενοχλούσαν, γνωρίστηκαν στα χαμόγελα κι έτσι λέρωναν τα δάχτυλα σε κάθε μπουκιά. Σύκα, ελιές, γλυνερό, καρύδια και κρασί. Τα ποτήρια υψώνονταν κι εκείνοι ξεσπούσαν σε άγαρμπες γουλιές, σε χάχανα, σε όσα σκουντήματα. «Άντε, κουμπάρε» και «άντε, κουμπάρα», ήταν όλοι τους. Εκείνος ποτήρι δεν έπιασε.

Σηκώθηκε πρώτος, μα κανείς δεν ρώτησε. Κάποια χαμόγελα σάστισαν, αλλά έτσι ήταν αυτός, μιλούσε σιγά και έτρωγε λίγο – όπως έμαθε από μικρός. Σπάνια θα τον άκουγες να ξεκινά λέξεις ή να μπαίνει στην κουβέντα. Και στο τραπέζι συνήθως κατέβαζε αμάσητες μπουκιές κι ίδρωνε να πίνει. Μόνο η κυρά έσφιξε τα χέρια της και τον ακολούθησε με το βλέμμα μέχρι που βγήκε. «Σώθηκε το κρασί, κουμπάρε».

Ο Νικήτας κατέβηκε στον στάβλο. Την πλησίασε στα γόνατα και τη φίλησε ανάμεσα στα βλέφαρα. Του φάνηκε ακόμα ζεστή. Σήκωσε λίγο το κεφάλι της, τον κοίταξε και μετά το άφησε να πέσει γεμάτο αφρούς. Σε λίγο θα ξυπνούσε ανήσυχη, γεμάτη ιδρώτα και με τους μαστούς ξέχειλους να στάζουν.

— Έλα, κόρη μου, βάστα λίγο. Ζωή στήνεις, είπε και τη χάιδεψε στην κοιλιά. Κάτι τον κλότσησε.
Την άφησε μόνη, όπως και πριν δυο καλοκαίρια που το πουλάρι είχε βγει με τα πίσω πόδια και το βρήκε μισοπνιγμένο στη μήτρα της. Θυμάται να το τραβά κλαίγοντας, σαν δικό του.Σηκώθηκε και άνοιξε για το στενό κελάρι. Οι δουλειές εκεί ήταν δίχως κουβέντες. Τα βαρέλια, το στοίβαγμα, τα πήλινα, δεν άντεχαν πάνω από δύο χέρια.

Γονάτισε για το μπρούσκο. Τους άκουσε να βροντούν στο δρύινο πάτωμα – ακριβώς από πάνω του –, ύψωσε το βλέμμα κι ανάμεσα στις χαραμάδες ξεπρόβαλαν οι σκιές. Σηκώθηκε δίχως να τιναχτεί απ’ τη σκόνη. Κράτησε την κάνουλα ανοιχτή μέχρι που οι αφροί ξεχύθηκαν στο μπιτόνι.

Μετά σήκωσε το δεξί μανίκι και βούτηξε μέχρι τον αγκώνα στις ελιές. Έψαξε στον πάτο όσες είχαν απομείνει, μια χούφτα έσφιξε και ξεκίνησε για πάνω. Τους βρήκε πάλι στον οντά να χτυπούν τα χέρια στο ξύλο και να τρίβουν τα γένια τους. Οι συμπεθέρες έψαχναν τα κοσμήματα στον λαιμό και άφηναν σημάδια από φρέσκο CAMEL στα κιλίμια. Η κεφαλή στο τραπέζι ακέφαλη.

Έσπρωξε την πόρτα με το χέρι να στάζει ακόμα. Στο άλλο κρεμόταν το μπιτόνι· γεμάτο αφρούς κι αυτό. Τους γύρισε το βλέμμα και ξεγλίστρησε στο μαντζάτο.
Πέταξε στο τραπέζι τις ελιές – άλλες ζουπιγμένες, σκούρες κι άλλες με τις χαρακιές να χάσκουν. Όλες, όμως, γυαλιστερές σάρκες στον καρπό τους.

Γέμισε μια κούπα – να πιεί μόνος, ν’ αλλάξει τα σάλια που κολλούσαν. Το υπόλοιπο, τ’ άφησε δίπλα. Την κατέβασε πριν τον δουν –σαν μόνο δικιά του– και πριν κινδυνέψει να ραγίσει στο τσούγκρισμά τους. Οι ελιές είναι γι’ αυτούς, σκέφτηκε. Μεστές ξύδι.

Είδε την πόρτα για το μυστικό κλειστή. Δίπλα της ο λαβομάνος γεμάτος αποφάγια. Γέμισε ακόμα μία, ήπιε μέχρι τον πάτο και χτύπησε το γυαλί στο ξύλο. Οι ελιές αναπήδησαν – μαζί και κάτι ξέμπαρκοι ψύλλοι. Κάποιες κύλησαν στην άκρη, άρπαξε μία. Σκουπίστηκε με το δεξί και γέμισε λαδόξιδο τα χείλη του· ξερά κι αφίλητα για χρόνια.

Ο οντάς πίσω του οργίαζε, φθεγγόταν και τον περίμενε. Αδιαφόρησε, πλησίασε τις κλειστές μυστικές τάβλες κι άρχισε το κρυφάκουσμα. Έπιασε μόνο κάποια νεανικά βογγητά εκεί μέσα και το μάσημα απ’ το σαράκι. Έκλεισε τα μάτια, έσφιξε τις γνάθους και ρεύτηκε.Χέριασε το πόμολο, αλλά του γλίστρησε. Τραβήχτηκε απ’ το ξύλο και κοίταξε τις σκόρπιες ελιές. Σήκωσε και τ’ άλλο μανίκι μέχρι που οι ραφές ανοίξαν.

Όταν όρμησε στο συγγενολόι και στους νεοφερμένους, κανείς δεν τον ξέχασε. «Γεια σου, κουμπάρε», φώναξαν. Η κυρά τον έπιασε στον αέρα. Οι υπόλοιποι ακόμα έστρωναν και μετρούσαν ξωπροίκια. Τον πλησίασε με τα καλά της και τον κράτησε απ’ τον αγκώνα – όπως τότε στη βεγγέρα τους, που τον έφερε για πρώτη φορά σε νησί.

— Άντρα μου…
— Γυναίκα, το μυστικό είναι κλειστό, της είπε και πέταξε ακόμα μια ελιά στο στόμα. Ξύδι.
— Κόρη παντρεύουμε, άντρα μου, απάντησε και τον κοίταξε μ’ ένα γέλιο που έτρεμε.

Είχε ήδη πιάσει να νυχτώνει.
Την κατάπιε ολόκληρη κι άνοιξε να κατέβει στ’ άχυρα.


 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.