Ενάντια στο φασισμό για μια πιο δίκαιη κοινωνία…»
– γράφει η Μελίνα Σώκου
ΕΙΣΑΓΩΓΙΚΟ ΣΗΜΕΙΩΜΑ
Μία ευχάριστη έκπληξη μας περίμενε στους Αποδυόπτες, όταν λάβαμε το κείμενο μιας 17χρονης μαθήτριας Λυκείου, επ’ αφορμής της εθνικής επετείου του «ΟΧΙ».
Η μαθήτρια, η οποία επιθυμεί να υπογράψει το κείμενό της με ψευδώνυμο, μας έστειλε δύο συγκλονιστικές επιστολές.
Μια μαθήτρια προσπάθησε να μιλήσει για όσα μια άλλη μαθήτρια δε πρόλαβε.
Για όσους δε γνωρίζουν, η Αθηνά Χατζηεσμέρ ή Εσμερίδου γεννήθηκε το 1927 στον Ταύρο και ήταν κόρη οικογένειας προσφύγων από την Ιωνία της Μ. Ασίας. Έφηβη, οργανώθηκε στην ΕΠΟΝ και αγωνίστηκε μαζί με χιλιάδες άλλα νέα παιδιά ενάντια στον φασισμό του κατακτητή.
Στις 2 Οκτωβρίου του 1944, όντας μόλις 17 χρονών κι αφού βασανίστηκε για να καταδώσει τους συνεργάτες της, εκτελέστηκε από τους Γερμανούς στο σκοπευτήριο της Καισαριανής, λίγες μόνο ημέρες πριν αποχωρήσουν τα στρατεύματα κατοχής από την Αθήνα.
1 Οκτωβρίου 1944
Δυο λέξεις.
Αδικία. Προδοσία.
Δεν το χωράει ο νους μου αυτό που συνέβη. Πίστευα, Τιτίκα, ότι μπορούσα να σου πω αυτά που δεν έπρεπε να γνωρίζουν άλλοι. Μα εσύ με πρόδωσες στους ταγματάρχες. Τάχα μου, θα σε συναντούσα στην γέφυρα. Μα μόνο εσένα δεν συνάντησα. Απογοήτευση. Θυμός. Οργή.
Είμαι εγκλωβισμένη μέσα στο κελί μου, φωνάζω, ουρλιάζω , δίχως φωνή. Θέλω να πω όσα μέσα μου κρατώ, μα δεν μπορώ. Βαριανασαίνω. Οι χτύποι της καρδιάς μου, μετρημένοι. Έφτασα μέχρι εδώ. Αγωνίστηκα. Δεν μετανιώνω.
Ενάντια στο φασισμό για μια πιο δίκαιη κοινωνία
Εύχομαι να ζήσεις για να δεις αυτόν τον κόσμο, Τιτίκα.
Από μένα έχεις την συγχώρεση.
Αθηνά Χατζηεσμέρ
2.
2 Οκτωβρίου 1944, ξημερώματα
Αγαπημένε μου Θωμά,
Σήμερα το βράδυ ταξίδεψα στο βλέμμα σου και ονειρεύτηκα. Σε είδα, μα και σε ένιωσα. Ένα άγγιγμά σου ήταν αρκετό. Μου έδωσες και εκείνο το ρόδι, λέγοντάς μου πως ο κόσμος βρίσκει τον τρόπο να το θυμίζει. Να το κρατάω σφιχτά στα χέρια μου, μου είπες. Να κρατάω τον κόσμο στα χέρια μου και να μην τον αφήσω να αυτοκαταστραφεί…
Κάθε λεπτό νιώθω πως είσαι εδώ και μου κρατάς το χέρι. Δεν φοβάμαι. Είσαι μαζί μου και θα είσαι μέχρι την τελευταία μου πνοή , μέχρι οι χορδές της καρδιάς μου να πάψουν να πάλλονται ρυθμικά.
Ήμασταν εγώ, εσύ κι η θάλασσα. Έκλεισα τα μάτια μου και έγειρα στη γη. Τότε τα όνειρα γίνανε καράβια. Τα φύλλα που θροούσαν γίνανε πανιά. Ο άνεμος σήκωνε το χώμα και το γύριζε σε κύματα.
Τα πουλιά γίνανε χρυσόψαρα και εγώ ταξίδευα μαζί τους. Πήγαινα ψηλά στον ουρανό, τόσο ψηλά που δεν ‘φτάναν να με δουν. Χάθηκα. Σου υποσχέθηκα όμως πως θα γυρίσω, όταν η φωνή μου θα ΄ναι αρκετά δυνατή για να ακουστεί.
Και έξαφνα, αρχίζω να φαντάζομαι τις γαλάζιες τις ταμπέλες να αναγράφουν το όνομά μου, ‘’ΑΘΗΝΑ ΧΑΤΖΗΕΣΜΕΡ’’, και να κινούνται απειλητικά τριγύρω μου, κάνοντας αισθητή την παρουσία τους.
Έπειτα, ήρθε το τέλος, μα κράτησε τόσο, όσο την στιγμή της αναγέννησης.
Μη με λησμονήσεις.
Σ’αγαπώ,
Αθηνά