– γράφει ο Albus Viridis
Ο ορίζοντας των δύο βουνών στη δύση, είχε αρχίσει να τρώει τον ήλιο που έπεφτε για το ταξίδι του σε άλλα μέρη του πλανήτη. Πάρκαρε το αυτοκίνητο έξω από την αυλή. Κατέβηκε. Τον είδε να κάθεται στη βεράντα, σταυροπόδι. Επιβλητικό, όπως πάντα. Φορούσε ένα μπλε σκούρο ναυτικό τζόκεϊ. Άκουγε μουσική, από ένα ραδιοφωνάκι παγκοσμίου λήψεως που είχε πάντα μαζί του. Σε στεριά και θάλασσα. Του φάνηκε ότι αναγνώρισε το τραγούδι. «Αν θυμηθείς τ όνειρό μου…» – Mπα; μας θυμήθηκες; βρήκες το δρόμο; – Έλα, άρχισες τις κακίες, ακόμα δεν ήρθα;
Άρχισε να κατεβαίνει τη σκάλα, χτυπώντας ρυθμικά το χέρι στα κάγκελα, κάτι που έκανε ακόμα και την κληματαριά που ήταν δεμένη σε αυτά, να τραντάζεται. Έφτασε λίγα μέτρα απέναντί του. – Ζέστη ρε γαμώτο, έχουμε καεί. Έβγαλε το καπέλο. Ο νεοφερμένος γύρισε το βλέμμα του αλλού. – Έλα, κοίτα με. Θα το συνηθίσω. Δε γύρισε το βλέμμα ούτε τότε. – Κοίτα με ρε σου λέω. Ανυπακοή, ξανά. Αντί να τον κοιτάξει, έριξε το βλέμμα χαμηλά σε ένα σημείο.
Έσκυψε σε βαθύ κάθισμα, και έψαυσε με τα δάχτυλα, τα χαραγμένα αρχικά του στο τσιμέντο, μαζί με μια ημερομηνία της δεκαετίας του 80. Το πέρασμα του χρόνου, τα είχε γεμίσει με χώματα και χόρτα. [Cut. Flash Back] Βρέθηκε νοερά, καταμεσής της δεκαετίας του ‘80. Είδε μπροστά του τον άντρα που τον υποδέχθηκε, κατά πολύ νεότερο, να κάνει τις εργασίες με τα κονιάματα. Και τον εαυτό του, μέσα στον καύσωνα της εφηβείας, να γράφει στο φρέσκο τσιμέντο, με ένα ξύλο. Χαρακιές στο τσιμέντο. Σαν τατουάζ. Τρία αρχικά, το μεσαίο του ανθρώπου που ήταν δίπλα του. «ΑΧΠ» Ξανάφερε τη σκηνή στο μυαλό του. – Έβαλες και το δικό μου αρχικό; – Όλοι οι μεγάλοι άντρες βάζουν και το αρχικό του πατέρα τους. – Παραισθήσεις μεγαλείου;
Ξαναγύρισε στο παρόν. «Άτιμο πράγμα η μνήμη», σκέφτηκε. «Ότι γράφει, δεν ξεγράφει».
Ένιωσε ένα σκούντημα στην πλάτη του, από ένα γόνατο. – Έλα, ξεκόλλα. Πάμε μέσα. Η μάνα σου έχει φτιάξει παγωτό. Έχει και γλυκό βύσσινο. Από τη γιαγιά.
Μπήκε στο ισόγειο, στο μεγάλο καθιστικό. Ο άντρας που τον υποδέχθηκε, προχώρησε μπροστά. Ο επισκέπτης κοίταξε πάνω στο τζάκι. Στον βαλσαμωμένο κοκκινολαίμη. Τον κοιτούσε με το ίδιο βλέμμα, ακόμα και τώρα, μετά από τόσα χρόνια. Σαν να τον ρωτούσε, ξέρω γω, ένα μεγάλο «ΓΙΑΤΙ». Γιατί ενώ ήταν προορισμένος από τη Φύση να πετά στα δέντρα και να γίνει μια μέρα φυσικό λίπασμα, αυτός κατέληξε να κοσμεί ένα τζάκι. Ένα ΓΙΑΤΙ εκείνη τη μέρα, στα δεκαπέντε του, έστρεψε το αεροβόλο όπλο προς το κλαδί που καθόταν.
Συλλογίστηκε ότι σε ένα άλλο ιδεατό, τέλειο και αψεγάδιαστο κόσμο, δεν θα υπήρχαν «ΓΙΑΤΙ». Θα ήταν όλα όπως πρέπει να είναι. Αλλά και να μην ήταν, θα μπορούσες να πατάς ένα κουμπί και να γυρίζεις το χρόνο μερικά έτη πίσω. Και να τα κάνεις όπως πρέπει να είναι και όχι όπως έγιναν. Και θα υπήρχε ατελείωτο, ανεξάντλητο παγωτό. Σοκολάτα, καραμέλα, φυστίκι. Και σιρόπι βύσσινο. Από το γλυκό. Tης γιαγιάς.