– γράφει η Μαρία Ιατρίδη
Πρέπει να κλάψει λένε το μωρό μόλις γεννηθεί για να θεωρηθεί υγιές. Πόσες φορές έχεις ξανακλάψει από τότε… Χωρίς όμως να νιώθεις και πολύ υγιής. Ξεσπάς, ναι. Που είναι καλό. Αλλά το θέμα είναι γιατί τόσο εύκολα σπας. Σε χίλια κομμάτια. Ξεκίνα να τα μαζεύεις. Ένα-ένα. Όλα είναι πολύτιμα. Ακόμα και τα πιο μικρά. Κι έτσι όπως βαδίζεις στο μονοπάτι της ζωής σου ψάχνοντας τα κομμάτια, χωρίς να το καταλαβαίνεις γυρνάς προς την αρχή σου. Πας προς τα πίσω αλλά όχι με την κακή την έννοια.
Είναι τόσοι πολλοί αυτοί που διαλαλούν το: «μακριά από το παρελθόν σου». Όμως έχει να σου μάθει τόσα πολλά. Μελέτησέ το λίγο έτσι όπως περπατάς γεμίζοντας το καλάθι σου με τα μικρά-μικρά εσύ σου. Να κι αυτό το πέταξα εδώ. Να κι αυτό το παράτησα εκεί πέρα. Να και το άλλο το χάρισα παρακεί. Παρατηρείς τη διαδρομή που είχες ακολουθήσει. Ενδιαφέρουσα με πολλά λάθη και πολλά σωστά. Όλα τα αγαπάς, αλλά ασχολείσαι λίγο παραπάνω με τα λάθη. Να δεις τι έμαθες από αυτά. Γυρνάς ανάποδα τα κομμάτια σου καθώς τα μαζεύεις και αντικρίζεις στο πίσω μέρος τους, γραμμένες φράσεις. «Να σε αγαπάς», «Γέλα δυνατά», «Ύψωσε το ανάστημά σου», «Πες όχι», «Πες ναι», «Πες φεύγω», «Πες θα μείνω για πάντα εδώ»… Μαθήματα ζωής.
Κι έτσι πέρασε η ώρα, τα χρόνια, η αιωνιότητά σου μέσα σε ένα λεπτό και έφτασες στην αρχή. Στην αφετηρία. Εκεί από όπου ξεκίνησαν όλα. Δεν είναι για όλους ίδιο αυτό το μέρος. Άλλος γεννιέται στο μαιευτήριο, άλλος στο πρώτο του φιλί, άλλος στο πρώτο «σ’ αγαπώ», άλλος στον πρώτο ζεστό καφέ μόνος του ένα χειμωνιάτικο πρωινό στον καναπέ, άλλος στο πρώτο κλάμα κι άλλος στο πρώτο αντίκρισμα κάποιων ματιών. Είναι πολύ ιδιαίτερη στιγμή η διασταύρωση των βλεμμάτων. Κι είναι πολύ ιδιαίτερα και τα δευτερόλεπτα που δε μιλάς. Απλά κοιτάς. Απλά κοιτάζεστε.
Κοίταξες το καλάθι σου. Είχε σχεδόν ξεχειλίσει. Από τα πεταμένα κομμάτια σου. Κάποια όμως γυάλιζαν. Έλαμπαν ολόκληρα. Διότι είχαν εκτιμηθεί εκεί που τα άφησες. Άλλα πάλι είχαν σαπίσει. Κανείς δεν ασχολήθηκε πραγματικά μαζί τους ποτέ. Και τώρα έχεις την ευκαιρία να ξαναξεκινήσεις από την αρχή είτε διαβαίνοντας το ίδιο μονοπάτι και προσπαθώντας να μην κάνεις τα ίδια λάθη είτε επιλέγοντας κάποιο εντελώς καινούριο.
Ο ήλιος ξεπρόβαλλε σιγά σιγά και μαζί μ’ αυτόν ξαναγεννιόσουν. Κοίταξες μπροστά. Πολλά μονοπάτια αχνοφαίνονταν. Θα ήθελες ιδανικά το μονοπάτι που οδηγεί σε αυτόν. Στον άνθρωπο. Στον άνθρωπό σου. Δεν μπορείς να το γνωρίζεις όμως εξαρχής αυτό. Φώναξες δυνατά, σχεδόν ούρλιαξες: «Πάμε να ξαναγεννηθούμε;». Μήπως και σου απαντήσει. Μήπως κάνει και αυτός την αντίστροφη διαδρομή και σε βρει. Και ξεκινήσετε μαζί σε οποιοδήποτε μονοπάτι. Πραγματικά δε σε νοιάζει καθόλου τότε ποιο θα είναι.
Πήρες ένα κοφτερό κομμάτι σου από το καλάθι και χάραξες στο νωπό, από τα δάκρυα της διαδρομής σου, χώμα: «Ψάξε με» και ξεκίνησες να περπατάς προς το παρόν σου πάλι κι ύστερα στο μέλλον σου. Δεν έδινες πλέον κομμάτια σου. Απλά τα έδειχνες και άφηνες το πολύ πολύ να διαβάζουν τις φράσεις στο πίσω μέρος τους για να σε μάθουν. Κι εκεί που χάζευες τη φύση της διαδρομής σου που την είχες κάνει όπως εσύ ήθελες, με κόκκινα γιασεμί, ανάποδα ουράνια τόξα σαν χαμόγελα, χαρταετούς όλες τις εποχές, φεγγάρια τη μέρα, ήλιους τη νύχτα, σε κοίταξε. Άπλωσε το χέρι του και έπιασε ένα φωτεινό σου κομμάτι. Το γύρισε ανάποδα και διάβασε φωναχτά τη φράση του: «Πού είσαι;». Και αμέσως μετά έβαλε το χέρι του μέσα του και έβγαλε ένα δικό του φωτεινό κομμάτι. Στο έδωσε και σου ζήτησε να το διαβάζεις και εσύ φωναχτά. Έγραφε: «Εδώ είμαι».
Ξαναγεννηθήκατε και ξαναβρήκε ο ένας τον άλλον. Και εσύ σταμάτησες να ρωτάς: «Πού είσαι;». Κι αυτός σταμάτησε να απαντάει: «Εδώ είμαι». Δε χρειαζόταν πια. Ήταν πράγματι εκεί. Δε χρειαζόταν να το λέει. Το έδειχνε με τις πράξεις του. Δοκίμασε να ξαναγεννηθείς και κοίτα τι θα γίνει. Μόνο θυμήσου να έχεις ανοιχτά τα μάτια. Πανέμορφη δεν είναι η θέα;