-γράφει η Ρένια Παπαματθαίου
Μεγάλη η ανηφόρα για το σπίτι…
Μελαγχολικός αέρας σκορπάει τις σκέψεις μου στο δρόμο. Ένα σύννεφο χαμηλώνει απειλητικά. Ήρθε η ώρα να κάνω την υπόσχεση πράξη. Το ένστικτο, κόμπος στο λαιμό μού κόβει την ανάσα. Από ένα παράθυρο ακούγεται μια κιθάρα. Το «λα» ξεφεύγει και το «σι» μόλις που καταφέρνει να σταματήσει το φάλτσο. Η βροχή δυναμώνει και χοντρές σταγόνες βροχής πέφτουν επάνω μου, όπως οι ενοχές- δάκρυα μιας τύψης περασμένης…
Άργησα πολύ για τούτη την επίσκεψη. Ανεβαίνω ένα παρά ένα, μετρώντας αργά, τα τσιμεντένια σκαλοπάτια. Η πόρτα τρίζει στο άνοιγμα κι η μάνα όρθια με περιμένει. Η αγκαλιά της στεγνή κι από τη σιωπή της ρέει η πίκρα. Ανοίγει το κλειστό παράθυρο και μου δείχνει. Πρόλαβα να δω μόνο την πλάτη του. Όσο πήγαινε όλο και μίκραινε· όλο και περισσότερο ξεθώριαζε, μέχρι που έγινε σκιά. Περίμενα μήπως γυρίσει για μια τελευταία ματιά.
Τα βήματά έσβησαν στο χωμάτινο δρόμο και η σκιά έγινε κουκκίδα. Η ψυχή του αγχωμένη ακολουθούσε το άγνωστο. Ο νόστος θ’αργούσε πολύ να κυριεύσει τη σκέψη του. Το δωμάτιο κράταγε ακόμη την παρουσία του. Κάθισα στην πολυθρόνα, δίπλα στο κρεβάτι, εκπληρώνοντας την ετεροχρονισμένη υπόσχεση. Μια επίσκεψη που δεν έγινε στην ώρα της…
Κι ο κόμπος μέσα μου διογκώνεται. Κι ο φόβος παγώνει στα μάτια μου…