– γράφει η Αφροδίτη Φραγκιαδουλάκη
Την είδε να στέκεται μισόγυμνη στη βροχή.
Τα πόδια του τον κατεύθυναν προς το μέρος της. Κάτω ακριβώς από το σπασμένο φανοστάτη, στη γωνία του έρημου, σκοτεινού πάρκου, έτρεμε όρθια στο πεζοδρόμιο. Χωρίς να διστάσει, άπλωσε την ομπρέλα και τη σκέπασε. Του έγνεψε με ευγνωμοσύνη. Κατόρθωσε να διακρίνει τα χείλια της να σχηματίζουν ένα συνεσταλμένο ευχαριστώ.
— Θέλετε να σας πάω κάπου, την ρώτησε.
— Περιμένω κάποιον, ψέλλισε εκείνη.
Τα λόγια της κοπέλας διέκοψε η λάμψη μιας αστραπής. Ακολούθησε μια τρομερή βροντή και κουκούλωσε το επιφώνημα που του ξέφυγε από το στόμα. Τα μάτια της δεν είχαν ίριδες και κόρες. Ήταν κατάλευκα. Σφίχτηκε πάνω του, με έναν τρόπο που ούρλιαζε αγωνία κι απόγνωση. Προσπάθησε παρά τις αντίξοες συνθήκες, να βάλει σε τάξη τις σκέψεις του, να πάρει βαθιά ανάσα, να πείσει τον εαυτό του πως τίποτα παράξενο δεν συμβαίνει. Μάταια. Η καρδιά του χτυπούσε αλαφιασμένη στο παγωμένο της στήθος.
Η βροχή κόπασε αναπάντεχα. Το αγκάλιασμα χαλάρωσε. Με ένα αμήχανο «συγγνώμη», βιάστηκε να απεγκλωβιστεί, να φύγει, ξεχνώντας να περιμαζέψει την καρδιά του. Δε γύρισε να κοιτάξει πίσω.
Περπάτησε αγχωμένος τα δυο τελευταία τετράγωνα που τον χώριζαν από το σπίτι. Μπήκε κι άφησε την ομπρέλα να στάζει κλειστή στο χωλ. Άλλαξε ρούχα, άδειασε το μυαλό του και πήγε στο ψυγείο. Δε βρήκε τίποτα ενδιαφέρον. Έχωσε μια συσκευασία προμαγειρεμένου φαγητού στο φούρνο μικροκυμάτων. Με το δίσκο στα γόνατα και το τηλεκοντρόλ στο χέρι, βούλιαξε στην αγαπημένη του πολυθρόνα.
Πήρε με τη σειρά τα κανάλια. Μια γνώριμη σκηνή σφήνωσε στην οθόνη και του έκαψε το δάχτυλο. Άκουσε τον εκφωνητή των ειδήσεων, με φωνή υποκριτικά λυπημένη, να μιλάει για το κορίτσι που βρέθηκε δολοφονημένο στη γωνία του δημοτικού πάρκου. Ο δίσκος έπεσε στο πάτωμα. Το φως της αστραπής τρύπωσε από τις κατεβασμένες γρίλιες και έβαλε φωτιά στο δωμάτιο. Το διαμέρισμα σείστηκε σαν να χτυπήθηκε από κεραυνό και η ομπρέλα στο χωλ άνοιξε.
Έντρομος πετάχτηκε στο δρόμο. Ο ουρανός τρελλάθηκε, κύματα μανιασμένης βροχής τον χαστούκισαν. Άρχισε να τρέχει, παλεύοντας να ξεφύγει από ένα ζευγάρι γυμνά χέρια, από δυο αδειανά στις κόγχες τους μάτια. Δεν πρόλαβε να δει το αυτοκίνητο που ερχόταν με ταχύτητα από την αντίθετη κατεύθυνση. Η καταδίωξη έλαβε τέλος. Η καρδιά του, που είχε σταματήσει εδώ και ώρα να χτυπά στο στήθος της, έσβησε στην άσφαλτο.