«Έγκλημα στην Πράγα»

«Υπήρχαν σκαλισμένα πρόσωπα πλάι στα παράθυρα του ψηλού κτηρίου. Καταθλιπτικά, σκοτεινά, γεμάτα σκιές. Στάθηκα εκεί αποσβολωμένος από την ομορφιά, θαυμάζοντας τη θλιμμένη ωραιότητά τους»
– γράφει η Αντωνία Κώστα-Φώτη

OLYMPUS DIGITAL CAMERA

Βγήκα από το τρένο νιώθοντας ζαλισμένος από τον ύπνο.Ξημερώματα στην Πράγα και ο αέρας ήταν ανάκατος με την χαρμολύπη του γυρισμού. Γύριζα πίσω μετά από ένα σύντομο ταξίδι -ένα από τα πολλά σύντομα ταξίδια που επιχειρούσα τον τελευταίο καιρό προκειμένου να ξεφύγω από την ανιαρή καθημερινότητα και να αναζητήσω την έμπνευση.

Με έδεναν πολλά με τη συγκεκριμένη πόλη –τα ριγμένα κίτρινα φύλλα στα πάρκα, ο παγωμένος αέρας των πρωινών, οι εικόνες κοσμικής μοναξιάς και εγκατάλειψης των προαστίων της-, αλλά έπρεπε να γυρίσω.

Στεκόμουν κάτω από ένα κτίριο, περιμένοντας το λεωφορείο για το αεροδρόμιο απέναντι από το σταθμό του τρένου. Έκανε παγωνιά. Τα χέρια μου ήταν χωμένα στις τσέπες του παλτού μου. Προσπαθούσα μάταια να ζεσταθώ. Το κρύο ήταν τόσο διαπεραστικό που έμπαινε αδιάκριτα μέχρι τα βάθη των ρούχων μου, ακουμπώντας το δέρμα μου, εισχωρώντας μέχρι τα κόκκαλα μου.

Ήταν μόλις πέντε παρά το πρωί όμως η κίνηση στον απέναντι σταθμό δεν έπαυε ποτέ. Άνθρωποι μπαινόβγαιναν ακούραστα. Μόνο κατά διαστήματα ο δρόμος απέμενε σχεδόν έρημος, για να γεμίσει σχεδόν δευτερόλεπτα μετά από ένα ψιθυριστά μετακινούμενο πρωινό ημιπλήθος.

Prag_Prague_Hauptbahnhof_Eingang_(2005)

Το κτίριο από το οποίο είχα βγει για να φτάσω στην στάση ένωνε τον σταθμό μέσω ενός υπόγειου διαδρόμου. Ήταν αρκετά παλιό. Η αρχιτεκτονική του μου θύμισε κάτι από τον γοτθικό ρομαντισμό των αγαλμάτων που κοσμούν τον καθεδρικό της Παναγίας των Παρισίων, παρά το γεγονός πως ήταν διακριτά υστερότερης περιόδου. Υπήρχαν σκαλισμένα πρόσωπα πλάι στα παράθυρα του ψηλού κτηρίου. Καταθλιπτικά, σκοτεινά, γεμάτα σκιές.

Στάθηκα εκεί αποσβολωμένος από την ομορφιά, θαυμάζοντας τη θλιμμένη ωραιότητά τους. Το παιχνίδι με τις φωτοσκιάσεις που δημιουργούσαν τα μυστηριώδη πέτρινα πρόσωπα, με τη βοήθεια των προβολέων από τα διερχόμενα αυτοκίνητα, με γοήτευε τόσο που θέλησα να απαθανατίσω τη στιγμή.

Έβγαλα την φωτογραφική μηχανή από το σακίδιο μου, απομακρύνθηκα από τα πράγματα μου και περπάτησα τα βήματα που με χώριζαν από το κτίριο. Κοίταξα ψηλά. Βρισκόμουν ακριβώς κάτω από τα πρόσωπα των αγαλμάτων. To βλέμμα τους έπεφτε δυσερμήνευτο πάνω μου.

Μια παρέα μεθυσμένων νεαρών διέκοψε την περισυλλογή μου. Πέρασαν από δίπλα μου φωνασκώντας αυθάδικα καθώς γυρνούσαν από κάποιο πάρτι, όχι τόσο μεθυσμένοι όσο ήθελαν να δείχνουν. Τα φωναχτά τους γέλια, σχεδόν βίαια, έφθασαν κοντά μου και ύστερα με προσπέρασαν, αφήνοντας πίσω τους την μελαγχολική αχλή μιας ακόμα γιορτής που έχασα. Με τη μηχανή στο χέρι έμεινα να θαυμάσω ακόμα λίγο την σμιλεμένη λύπη των πέτρινων προσώπων, λες και μπορούσαν να μου προσφέρουν κάποια παρηγοριά, να νιώσουν την ενστικτώδη εγκατάλειψη που ένιωθα από τον κόσμο εκείνο το σκοτεινό ξημέρωμα.

Ξαφνικά ένιωσα την ανάγκη να κοιτάξω πίσω. Κάτι σαν να με φώναξε με δύναμη μαγνητική προς τα χνώτα μου. Γυρνώντας το κεφάλι μου, αντίκρισα κάτι που δεν περίμενα. Είδα έναν άντρα να με παρατηρεί.

Ήταν ένας ψηλός τύπος γύρω στα 30. Φορούσε μαύρο παλτό και μαύρο σκούφο. Το πρόσωπό του φάνηκε να γυαλίζει κάτω από τα φώτα του δρόμου, αλλά η φιγούρα του παρέμενε σκοτεινή, κρυμμένη στη σκιά μιας πινακίδας. Δεν απέστρεψε το κεφάλι ακόμα κι όταν γύρισα να τον κοιτάξω. Για μια στιγμή μείναμε και οι δύο μετέωροι ανάμεσα στα βλέμματά μας. Ήταν σαν να παίζαμε ένα παιχνίδι αντοχής με το βλέμμα. Κανένας δεν ήταν διατεθειμένος να χάσει.

Ξαφνικά κατάλαβα: βρισκόταν ακριβώς πάνω από τα πράγματά μου. Δεν επρόκειτο για παιχνίδι. Ήταν κίνδυνος.

Υπολόγισα την κατάσταση βιαστικά. Ακόμα κι αν έτρεχα, δεν θα προλάβαινα να τον φτάσω πριν αρπάξει την βαλίτσα. Τα ζωτικά πέντε μέτρα που με χώριζαν από τα πράγματα μου του έδιναν ένα μοιραία σημαντικό προβάδισμα. Ο τρόπος που είχε πετάξει με άνεση τα χέρια στις τσέπες του φανέρωνε την συνειδητοποίηση αυτής της χρονικής ανωτερότητας του. Μπορούσε εδώ και τώρα, αυτή τη στιγμή, να απλώσει το χέρι του, να πιάσει την βαλίτσα μου και να χαθεί τρέχοντας.

Στιγμιαία, απαρίθμησα χοντρικά τι είχα μέσα στη βαλίτσα: διαβατήρια, τετράδια με την δουλειά μου, κινητό, ταυτότητα, λεφτά. Ένα σημαντικό μέρος του εαυτού μου και των διαπιστευτηρίων μου βρισκόταν μέσα σε αυτή την βαλίτσα. Οι στίχοι μου θα χάνονταν και ήταν αμφίβολο το αν θα μπορούσα να τους επαναφέρω. Τι θα μπορούσα να κάνω για να αποτρέψω τις βλέψεις αυτού του άνδρα; Κάθε πιθανή εξέλιξη του σκηνικού που είχα μπροστά μου, μου φαίνονταν εξίσου δυσοίωνη και σκοτεινή.

Κι όμως, ένιωσα πως ο φόβος μου ήταν κάτι ακόμα πιο περίπλοκο, που δεν είχε αποκλειστικά να κάνει με την απώλεια των πραγμάτων μου. Δεν ήταν αυτό που φοβόμουν, ούτε αυτό που διακυβευόταν. Η κατάσταση είχε να κάνει με την διακόρευση της αστικής σιγουριάς μου, με το απρόσμενο του ενστίκτου που παρακινεί τα ανθρώπινα όντα να βλάψουν άλλα ανθρώπινα όντα, με σκοπό να εξασφαλίσουν κάτι για τους εαυτούς τους.

Μέχρι πριν από λίγα λεπτά ήμουν αυτός ο μοναχικός ταξιδιώτης βουτηγμένος στο προνόμιο της άεργης μελαγχολίας του, κλωθογυρίζοντας στο μυαλό του την απρόθυμη επιστροφή από τις διακοπές στην πραγματικότητα, και ξαφνικά έπρεπε να εγκαταλείψω το ρόλο του λυρικού ποιητή και να παλέψω για να μην χάσω τα πράγματα μου. Βρισκόμουν εκεί, σε έναν ξεπαγιασμενο τσέχικο δρόμο στις πέντε το πρωί ξαφνικά ευάλωτος σε μια απειλή. Θα έμενα χωρίς διαβατήριο και ταυτότητα σε μια ξένη χώρα. Χωρίς λεφτά. Χωρίς κινητό. Θα ήμουν χαμένος.

Και αυτό δεν ήταν το χειρότερο σενάριο. Ο άνθρωπος απέναντι μου θα μπορούσε να κρατάει κάποιο όπλο. Από στιγμή σε στιγμή θα μπορούσε να βγάλει ένα μικρό κομψό περίστροφο και να σημαδεύσει επάνω μου. Και αυτό θα ήταν ήδη ένα τέλος. Το τέλος μου. Θα πατούσε την σκανδάλη κι εγώ δεν θα μπορούσα να κάνω τίποτε άλλο παρά να πεθάνω. Εκεί, κάτω από τα αγάλματα των παραθύρων. Κάτω από αυτές τις γοτθικές απομιμήσεις θα άφηνα την τελευταία μου πνοή. Θα έπεφτα αργά στο κρύο δάπεδο και ο δολοφόνος μου θα έφευγε με τη βαλίτσα μου, με όλα τα έγγραφα μου, με όλα τα τετράδια μου, με όλους τους στίχους μου και θα χανόταν βιαστικά στα μεθυσμένα σοκάκια της Πράγας. Η ύλη θα νικούσε το πνεύμα, ο θάνατος θα καταργούσε την διαχρονικότητα, όλες μου οι φιλοδοξίες για μελλοντική καταξίωση θα εξανεμίζονταν.

Το πρόσωπό μου μάλλον φανέρωσε την αγωνία μου, γιατί τα χαρακτηριστικά του δικού του προσώπου φάνηκαν να σχηματίζουν μια απάντηση, κάτι σαν επιβεβαίωση των σκέψεων μου, σα να με διαβεβαίωνε με ληστρική θρασύτητα: «Ναι. Αυτό ακριβώς θα συμβεί. Τι θα κάνεις για αυτό

Mε κοίταξε με πρόκληση. Ένα ειρωνικό κάλεσμα για μονομαχία άστραψε στο ανεπαίσθητο μειδίαμα του στόματος του. Δεν υπήρχε τίποτε άλλο. Ούτε το απόμακρο πλήθος απέναντι στον σταθμό, ούτε οι σκόρπιες χαζοχαρούμενες παρέες. Όλα αυτά είχαν σωπάσει. Υπήρχε μονάχα αυτή η πρόκληση. Το μαχητικό κάλεσμα της ζωής και του θανάτου.

prague-train-station-statuesΩστόσο, δεν κουνήθηκε κανείς μας. Είχαμε μάλλον βολευτεί σε αυτή την παγωμένη μάχη με τα βλέμματα. Παλεύαμε όπως θα πάλευαν τα αγάλματα από πάνω μας. Άηχα, ακούνητα.

Έπρεπε να κάνω κάτι. Αυτό μπορούσε να σημαίνει τα πάντα ή και τίποτε. Αν όλα ήταν ήδη χαμένα, δεν είχα τίποτε παραπάνω να φοβάμαι, σωστά; Έπρεπε να κουνηθώ. Να δράσω αιφνιδιαστικά. Ο αιφνιδιασμός είναι συνήθως το προνόμιο του επιτιθέμενου. Το μόνο που έμενε να κάνω λοιπόν ήταν να αλλάξω τους όρους το παιχνιδιού. Έπρεπε να εφεύρω έναν τρόπο ώστε να βρεθώ εγώ σε πλεονεκτική θέση.

Κι αν φώναζα; Ίσως αυτό να τον φόβιζε. Ή αν περίμενα να έρθει πιο κοντά εκείνη η παρέα που πλησίαζε. Ήταν τέσσερα άτομα, αλλά απείχαν τουλάχιστον 30 μέτρα. Τα δευτερόλεπτα εδώ ήταν πολύτιμα. Δεν θα άντεχα ως τότε. Δεν θα περίμενε ως τότε.

Αργά μέσα στο κεφάλι μου, έτσι όπως πάντα επιβραδύνονται οι στιγμές της αγωνίας από τον εγκέφαλό μας, αργά αλλά γρήγορα στην αντικειμενική πραγματικότητα, έκανα να κουνηθώ από τη θέση μου. Ήταν σχεδόν ένα τρίξιμο του κορμού μου, παρά ένα βήμα. Μια προειδοποίηση προς τον θύτη. Όμως εκείνος με πρόλαβε.

Προτού καν γίνει αυτή η κίνηση μου αντιληπτή, ο αντίπαλος μου με κοίταξε με ένα καλοσυνάτο κατάλοιπο ειρωνείας και μου είπε σε σπαστά αγγλικά: «Κάνετε λάθος. Η στάση για το αεροδρόμιο είναι η αμέσως επόμενη».

Κι ύστερα απομακρύνθηκε, περπατώντας χαλαρά και ήρεμα, όπως θα περπατούσε ένας άνθρωπος ολότελα απαλλαγμένος από εγκληματικές παραινέσεις.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.