«Ω, είμαι χαμένος. Ένας καιόμενος Ίκαρος, με το αίμα του ήλιου να πληγώνει την καρδιά.Κι όλο το κορμί της, το καλύπτει το απαλό φως τού φεγγαριού»
– γράφει ο Χριστόφορος Τριἀντης
Σιλς Μαρία 30- 11- 1882
Φίλε Πέτερ Γκαστ

Όταν ο απλός άνθρωπος φλέγεται από ερωτική επιθυμία, αυτό είναι ένα κοινό συμβάν, ένα γεγονός καθημερινό θα μπορούσα να πω. Όταν όμως ο φιλόσοφος βρίσκεται μπροστά σε κάτι αξεπέραστο, σε κάτι μοναδικό, η ανάγκη να περιγράψει την αγαπημένη του είναι τέχνη, είναι μια πράξη αθανασίας.
Λοιπόν, έχει μεγάλη αξία καλέ μου φίλε να διαβάσεις την περιγραφή μου, και να προσπαθήσεις να με καταλάβεις, όσο μπορείς. Η γυναίκα αυτή δεν είναι απλά ωραία, είναι κάτι περισσότερο, είναι εξαιρετική. Είναι πέρα από την ωραιότητα και την ομορφιά. Ε, ναι, έχει πολύ σκοτάδι το βλέμμα της, κάτι βαθύ και σκοτεινό κατοικεί αιώνες στα βλέφαρά της.

Μάτια: δύο μαύρες θάλασσες, που θύελλες και καταιγίδες τις αναποδογυρίζουν όλες τις εποχές. Εσύ το μόνο που θέλεις -σαν τρελός- είναι να γίνεις ναυαγός στις θάλασσες αυτές, κι ας μην υπάρχει καμία σωτηρία. Στο μέτωπό της ένας ήλιος καρφωμένος. Όχι φίλε μου, ένας συνηθισμένος ήλιος που τον βλέπουν οι πολλοί και τον απολαμβάνουν οι λουόμενοι στις παραλίες και τα ξενοδοχεία, αλλά ένας σκοτεινός ήλιος. Οι κηλίδες του φωτιές και νύχτες μαζί, μαγικό αντάμωμα μυστηρίων και θυσιών στο άχρονο, στην άβυσσο, στο άπειρο. Αλλά αυτός ο ήλιος δεν μένει στο μέτωπό της, έρχεται πάνω μου, με συντρίβει, με υποτάσσει, με κυριεύει. Ω, είμαι χαμένος. Ένας καιόμενος Ίκαρος, με το αίμα του ήλιου να πληγώνει την καρδιά.Κι όλο το κορμί της, το καλύπτει το απαλό φως τού φεγγαριού. Φωταψία υψηλού κινδύνου. Σαν ένα σχοινί που ο σχοινοβάτης, άλλο δεν ποθεί παρά να γείρει και να εξαφανιστεί στο χάος. Ναι, να χαθεί. Σκοτεινό, απόκοσμο φεγγάρι το σώμα της, λατρευτό κομμάτι της βαθιάς νύχτας.
Και από το στόμα της, η φιληδονία προβάλει τροπαιούχα και ευλογημένη. Σαν ποταμός στη γη της επαγγελίας. Το γάλα και το μέλι ρέουν αέναα στην κοίτη του, μαζί με χιλιάδες φιλιά, στιγμιότυπα υπέρτατης οδύνης, δεμένα στο άρμα της απόλαυσης και της αιώνιας επιστροφής. Και όλα τα στοιχειά που ‘χει πάνω της – αλίμονο μαγικά είναι – θυμίζουν βαρβαρικές πολιτείες. Στις πλατείες τους, οι ιερείς χλευάζουν τους νικημένους αιχμαλώτους, λίγο πριν τους ρίξουν στις εξαγνιστικές πύρες, προς τιμήν του σκοτεινού ήλιου και του παράξενου φεγγαριού. Ω, να χάνεσαι από τα φιλιά της, τα δίκαια σύμβολα τού αίματος της. Μα πόσες φορές έγραψα το ρήμα χάνομαι;
Φίλε μου, πονώ βαθιά. Και νιώθω ότι δεν είναι μια απλή ιστορία κατάκτησης, αυτή η γυναίκα είναι ο χαμός μου.
Σε αφήνω, είναι μεγάλη ανάγκη να τη σκεφτώ νοσταλγικά και να την αγαπήσω πιο πολύ.
Πάντα δικός σου.
Φ. Νίτσε

(Η επιστολή του Νίτσε βρέθηκε τυχαία από τον βιβλιοθηκάριο Γεώργιο Λουδοβίκο Αστό*, στην κεντρική βιβλιοθήκη του Μπουένος Άιρες, το 1998. Η αντιγραφή της επιστολής έγινε από τον Χριστόφορο Τριάντη, το 2018).
*Το ελληνοποιημένο επώνυμο του Χόρχε Λουΐς Μπόρχες.