– γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας
Ο Αχιλλέας θυμάται ακόμη την πρώτη μέρα που έπιασε δουλειά στο Empire State Building. Ήταν πριν 16 χρόνια. Το θυμάται σαν τώρα γιατί ήταν η μέρα που πέθανε ο Φρανκ Σινάτρα. Τεράστιοι προβολείς περικύκλωσαν τη μέρα εκείνη περιμετρικά το κτήριο και το φώτισαν προς τιμή του μέχρι την κορυφή με ένα ιδιαίτερο μπλε χρώμα- το χρώμα των ματιών του Φράνκι. Οι ραδιοφωνικοί σταθμοί της Νέας Υόρκης ηχούσαν στους ρυθμούς του My way και του New York- New York και ο Αχιλλέας- νέος τότε στην εταιρεία- σιγοτραγουδούσε το My way και ένιωθε συγκινημένος γιατί ήταν ο δικός του δρόμος που είχε χαράξει μετά την δύσκολη απόφαση να αφήσει την Ελλάδα και να ξενιτευτεί στην Αμερική. Τώρα, ύστερα από τόσα χρόνια, είναι ο νέος προϊστάμενος του Τμήματος πωλήσεων της εταιρείας και είναι κάτι που το ήθελε πολύ και το κατέκτησε ύστερα από αγώνες και θυσίες.
Έχει ήδη βραδιάσει και ο Αχιλλέας βρίσκεται ακόμη στο προσωπικό του γραφείο στον 89ο όροφο, στον τελευταίο όροφο του επιβλητικού Empire State Building. Οι περισσότεροι υπάλληλοι της εταιρείας έχουν αποχωρήσει και τη σειρά τους έχουν πάρει το προσωπικό καθαριότητας και οι σεκιουριτάδες του κτηρίου. Αυτός σχεδόν ξαπλωμένος στην περιστρεφόμενη καρέκλα χτυπά νευρικά τα δάχτυλά του πάνω στην επιφάνεια του γραφείου ενώ με το άλλο χέρι κουνάει κυκλικά ένα βαρύ ποτήρι με πάγο και ουίσκι. Το βλέμμα του καρφωμένο σε μία κορνίζα που διακοσμεί το γραφείο, στην οποία αυτός μαζί με τον Έλληνα αδελφικό του φίλο που μαζί έφυγαν για την Αμερική -αλλά και συνάδελφο στην εταιρεία, τον Πάτροκλο- φορούν χρωματιστά μπουφάν και χιονοπέδιλα και δείχνουν χαρούμενοι.
Αφήνει το ποτήρι στην πέτσινη θήκη πάνω στο γραφείο και σχηματίζει στο τηλέφωνο διστακτικά τα νούμερα στο καντράν. Πριν προλάβουν να απαντήσουν το κλείνει προσεκτικά, φοράει το μπουφάν, κλείνει τα φώτα και μπαίνει στ’ αμάξι. Έξω από το σπίτι του σβήνει τη μηχανή και ανοίγει το ραδιόφωνο. Από την κουζίνα του σπιτιού μια φωτεινή λωρίδα διαπερνά το γκαζόν και φτάνει έως αυτόν. Πίσω από την κουρτίνα δύο φιγούρες κινούνται. Η γυναίκα του και η κόρη του.
«Το ποσοστό της ανεργίας καλπάζει στα ύψη» ακούγεται από το ραδιόφωνο. Αλλάζει συχνότητα. Ψάχνει. Στο μυαλό του ηχούν τα λόγια του διευθυντή της εταιρείας που τον κάλεσε και μίλησαν την ίδια μέρα το πρωί.
« Σου έχουμε απόλυτη εμπιστοσύνη. Το διοικητικό συμβούλιο της εταιρείας αποφάσισε ομόφωνα να προβεί σε απολύσεις. Εάν δεν κάνουμε κάτι τώρα, θα είναι αργά για όλους εμάς στο μέλλον. Ως προϊστάμενος του τμήματος πωλήσεων είσαι υποχρεωμένος να ανακαλύψεις τον αδύναμο κρίκο, τον λιγότερο αποδοτικό. Τότε εμείς θα κάνουμε αυτό που πρέπει να κάνουμε. Είμαστε σύμφωνοι κύριε Ζωγόπουλε;»
Ο φίλος μου ο Πάτροκλος είναι ο λιγότερο αποδοτικός κι αυτό το ξέρω πολύ καλά, σκέφτηκε, και έβγαλε από την εσωτερική τσέπη του το ηλεκτρονικό τσιγάρο ενώ ο σταθμός στο ραδιόφωνο του αυτοκινήτου συνέχιζε να παίζει κλασικές ροκ μπαλάντες. Μόλις χθες του εκμυστηρεύτηκε ότι δεν πρόκειται να κάνει δική του οικογένεια. Θέλω να είμαι ελεύθερος, του είπε. Θέλω να πάρω το αεροπλάνο και να πάω ταξίδι στο Λονδίνο για δύο μέρες και να ξαναγυρίσω χωρίς να μάθει κανείς τίποτα. Εσύ δεν μπορείς να πας ούτε για ποτό Αχιλλέα. Είσαι φυλακισμένος. Και δε φτάνει μόνον αυτό: είσαι και με την ίδια γυναίκα εκατό χρόνια. Θα προτιμούσα τα εκατό χρόνια μοναξιά του Μάρκες, του είπε τελειώνοντας τη φράση του.
Με τον Πάτροκλο τους δένει μία φιλία που έχει τη βάση της στα βαθιά παιδικά χρόνια, στα χρόνια της αθωότητας. Μεγαλώνοντας μαζί στην Ελλάδα, παρακολουθούσαν μέρα προς μέρα τη ζωή ο ένας του άλλου. Το ξέγνοιαστο παιχνίδι, οι πλάκες, τα φλερτ, οι αγωνίες, τα οικογενειακά προβλήματα. Αγαπούσε πάντα ο ένας τον άλλον και μάλιστα με τον δικό του ξεχωριστό τρόπο. Ο Αχιλλέας ήπιος και προσεκτικός στις κουβέντες του, ο Πάτροκλος ευθύς και απότομος στα όρια της παρεξήγησης.
Αν απολύσω τον Πάτροκλο, σκέφτηκε, η φιλία μας θα κλυδωνιστεί. Θα μείνει άνεργος. Με την ζωή που κάνει και την ευκολία που χαλάει τα χρήματα θα βρεθεί γρήγορα σε πολύ άσχημη κατάσταση. Όμως φταίω εγώ για αυτό; Φταίω εγώ που είναι λίγο τεμπέλης και κάνει συνεχώς λάθη στη δουλειά του; Αλλά κι αν φταίει αυτός τι πρέπει να κάνω εγώ σαν φίλος; Πως μπορώ να αξιολογήσω, να κρίνω έναν φίλο; Όμως αν τον κρίνω δε θα τον κρίνω σαν φίλος αλλά σαν προϊστάμενος. Θα μπορέσει να κάνει εύκολα το διαχωρισμό και να καταλάβει τη θέση μου;
Ο άτιμος. Αλήθεια! Πόσες γυναίκες έχει γνωρίσει στη ζωή του! Και την Τζένη. Ναι και την Τζένη. Στη ζωή μου έκανα πάντα αυτό που πρέπει και όχι αυτό που ήθελα. Και γιατί; Για να φθάσω κάποτε ψηλά. Και από κει ψηλά να γνωρίσω τη ζωή καλύτερα. Τώρα είμαι ψηλά. Είμαι προϊστάμενος. Είμαι καλά. Με γαληνεύει αυτό. Με παρηγορεί για όλα αυτά που άφησα να περάσουν και δεν τα έζησα. Ο Πάτροκλος όμως τα έζησε, και τα έζησε με το παραπάνω. Και όχι μόνον αυτό: αν παραβλέψω την χαμηλή του απόδοση και τον κρατήσω, τότε θα πρέπει να υποδείξω κάποιον άλλον στη θέση του. Τον Robert, τον Samuel, τον Bruce. Τους επιμελείς και άξιους συνεργάτες μου στο τμήμα πωλήσεων. Αυτούς που μάχονται καθημερινά. Αυτούς που μάχονται όπως μαχόμουν και εγώ παλαιότερα για να φθάσω τελικά ως εδώ. Είναι λοιπόν σαν να επιστρέφω στο παρελθόν και να έρχομαι αντιμέτωπος με τον ίδιο μου τον εαυτό. Τα πιστεύω μου, τις αντιλήψεις μου, τις δύσκολες αποφάσεις μου.
Κοίταξε το ρολόι του. Έβγαλε το κλειδί από την μίζα του αυτοκινήτου και κοίταξε στον εσωτερικό καθρέφτη για να ανοίξει με ασφάλεια την πόρτα. Είδε δύο νεαρούς να παραπατούν. Φαινόταν μεθυσμένοι. Τραγουδούσαν. Πείραζε ο ένας τον άλλον. Ένα γυναικείο όνομα επαναλάμβανε συνεχώς κάποιος από τους δύο.
Μπήκε σπίτι του. « Μόλις με πήρε τηλέφωνο ο Πάτροκλος », του είπε η γυναίκα του. «Ξέρεις τώρα τον Πάτροκλο. Σου ετοιμάζει πάρτι- έκπληξη για την προαγωγή σου. Θέλει και τη δική μου συμμετοχή. Τι; Κακώς έκανα που σου το είπα χρυσό μου;».
Είναι 8 το πρωί της επόμενης μέρας και ο Αχιλλέας βαδίζει σίγουρος και αμίλητος μπροστά από τα γραφεία των συναδέλφων της εταιρείας κατευθυνόμενος προς την αίθουσα με τους φοριαμούς και τα προσωπικά είδη των υπαλλήλων.
« Που πας Αχιλλέα; Τι συμβαίνει; Τι πας να κάνεις;» ρωτάει κάποιος. Ο Αχιλλέας δεν απαντά. Σταματά μπροστά στο προσωπικό του ντουλάπι και ξεδιπλώνει έναν υφασμάτινο σάκο. Αρχίζει να τον γεμίζει. Τον γεμίζει με όλα του τα προσωπικά αντικείμενα. Το έχει πάρει απόφαση. Τα σπρώχνει όλα με ορμή προς το εσωτερικό του. Τα παίρνει όλα.
Όλα εκτός από ένα παλιό, χιλιοδιαβασμένο βιβλίο. Στο εξώφυλλο του έγραφε: «Εκατό χρόνια μοναξιά», Gabriel Garcia Marquez.