Όνειρο στην Καραϊβική

«Ο νεαρός, ακούγοντας το υπέροχο αυτό σάουντρακ στη σκηνή του, ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Μακριά στο βάθος του έρημου δρόμου, που διαπερνούσε ολόκληρη την αγορά και την χώριζε στη μέση, φάνηκε μια φιγούρα να πλησιάζει.»
– γράφει ο Α. Π.

147df1b60b243c31671db0431bebbf15

Η ράμπα του πλοίου άνοιξε αργά και οι λιγοστοί ναύτες άρχισαν να βγαίνουν στο λιμάνι. Ήταν όλοι τους κουρασμένοι από το μακρύ ταξίδι, προχωρούσαν αργά. Ο νεαρός ναύτης κατέβηκε από το πλοίο κι αυτός, και κοντοστάθηκε στην προβλήτα. Κοίταξε γύρω του. Ο ήλιος ήταν ακόμη αρκετά ψηλά, ήταν μεσημεράκι. Αριστερά και μπροστά του βρισκόταν η αγορά του μικρού οικισμού του νησιού, ενώ πίσω από αυτήν σε ένα ψηλό λόφο απλωνόταν ο υπόλοιπος οικισμός. Τα κατώτερα σπίτια ήταν λίθινα, χτισμένα τα περισσότερα από το τοπικό πέτρωμα που εξαγόταν σε ολόκληρο τον κόσμο, ενώ εκείνα που βρίσκονταν πιο πίσω ήταν βαμμένα στα λευκά. Στα δεξιά του νεαρού και μακριά του υψωνόταν ένα άλλος, μικρότερος λόφος, σχεδόν γυμνός από δέντρα, που λουζόταν από το φως του ήλιου. Πίσω του απλωνόταν απέραντος ο ωκεανός. Είχαν μόλις φτάσει σε ένα πολύ μικρό νησί της Καραϊβικής, μετά από πολυήμερο ταξίδι.

Το δρομάκι που οδηγούσε από το λιμάνι στη μικρή αγορά ήταν στρωμένο κι αυτό με πέτρες. Ήταν ένας γραφικός οικισμός, εξαιρετικός στην αισθητική. Ο νεαρός άρχισε να προχωρά προς τα οικήματα. Υπήρχαν μόνο λίγοι άνθρωποι στο λιμάνι εκείνη την ώρα. Ήταν άλλωστε μεσημέρι, ο ήλιος ήταν αρκετά καυτός και ο ναύτης αναζήτησε να καθίσει κάπου για να πιει κάτι δροσιστικό. Παραδόξως μέσα στην αγορά δεν υπήρχαν πολλές τέντες για τον ήλιο. Ήταν λες κι οι άνθρωποι δεν ήθελαν να φυλαχτούν από αυτόν, τον ήθελαν για σύντροφό τους. Καθώς περνούσε, στεκόταν σε διάφορα μαγαζιά, κοίταζε τα εμπορεύματα, τα μικρά αγάλματα, τα παράξενα κοσμήματα, τα ελαφριά ρούχα. Οι άνθρωποι ήταν αρκετά φιλόξενοι, λιγομίλητοι όμως και σοβαροί, και ηλιοκαμένοι. Οι περισσότεροι φορούσαν άσπρα και χρωματιστά, λεπτά πουκάμισα. Όσο προχωρούσε τόσο απομακρυνόταν από τη θάλασσα και ο ήλιος του φαινόταν ακόμη πιο ανυπόφορος.

Επιτέλους βρήκε κάπου να καθίσει. Ήταν ένα μικρό, λιθόχτιστο καφέ, με λίγα τραπέζια έξω και καθόλου πελάτες. Ο νεαρός κάθισε έξω για να βλέπει τους λίγους ντόπιους που περνούσαν και γιατί η ζέστη μέσα θα ήταν αποπνικτική. Απέναντι απ’ το καφέ υπήρχε ένα άλλο μικρό μαγαζάκι, που έμοιαζε με ταβέρνα και που επίσης δεν βρισκόταν κανένας πελάτης. Ήρθε ο σερβιτόρος του καφενείου, καθάρισε στα γρήγορα το ξύλινο τραπέζι και έκανε νόημα στον νεαρό να του πει τι θέλει, αντιλαμβανόμενος αμέσως πως πρόκειται για ξένο. Ο ναύτης, που γνώριζε κάπως τη γλώσσα του τόπου, παρήγγειλε μια λεμονάδα. Ο σερβιτόρος, που πρέπει να ήταν και ο μαγαζάτορας, ήταν εύσωμος, φαλακρός και με ένα παχύ μουστάκι, ξαφνιάστηκε και ρώτησε τον ξένο που είχε μάθει τη γλώσσα.
-«Έκανα μερικά μαθήματα στο πλοίο. Ήταν απαραίτητο για να μπορέσουμε να έρθουμε».
Εκείνος έγνεψε καταφατικά και πήγε να φέρει την παραγγελία. Στο απέναντι μαγαζί άρχισαν ξαφνικά να εμφανίζονται μερικοί άνθρωποι. Θα ήταν περίπου πέντε ή έξι συνολικά. Κάθισαν σε ένα μικρό τραπέζι, πολύ μικρό για τον αριθμό τους, και έβγαλαν μέσα από κάτι ξύλινες θήκες διάφορα μουσικά όργανα. Κιθάρα, μικρά τύμπανα, κρόταλα, βιολί.

Έφτασε και ο μαγαζάτορας με τη λεμονάδα και κάθισε στο τραπέζι του ναύτη.
-«Μαζεύονται κάθε μεσημέρι», είπε στον νεαρό, βλέποντάς τον να παρατηρεί το μικρό συγκρότημα. «Μαζεύονται και παίζουν διάφορα παραδοσιακά τραγούδια.»
Πριν προλάβει να απαντήσει ο νεαρός, η κιθάρα ξεκίνησε να παίζει στο ρυθμό των κρουστών. Σε λίγο ο ένας από αυτούς ξεκίνησε να τραγουδά, με μια φωνή μαγική, και όλο αυτό ταίριαζε απόλυτα στον τόπο που ακουγόταν, θαρρείς πως ήταν στυμμένο απ’ τη ψυχή των πετρών, των δέντρων, της θάλασσας, των λόφων. Η φωνή του μελαμψού τραγουδιστή τραβούσε όποιον τον άκουγε μέσα στην ιστορία του άσματος, μέσα στο μέρος και στο χρόνο που γράφτηκε.
Ένας στίχος ξεχώριζε και επαναλαμβανόταν: «Έτσι είναι η ζωή».



Ο νεαρός, ακούγοντας το υπέροχο αυτό σάουντρακ στη σκηνή του, ήπιε μια γουλιά από το ποτό του. Μακριά στο βάθος του έρημου δρόμου, που διαπερνούσε ολόκληρη την αγορά και την χώριζε στη μέση, φάνηκε μια φιγούρα να πλησιάζει. Δεν έδωσε και πολλή σημασία. Ήταν αφιερωμένος στη μουσική. Ο μαγαζάτορας κοίταζε κι αυτός τη μικρή ομάδα με ένα αδιάφορο μάλλον βλέμμα.

Η φιγούρα είχε πλησιάσει και ο ναύτης τώρα μπορούσε να διακρίνει ότι επρόκειτο για φιγούρα γυναικεία. Είδε το μακρύ φόρεμά της, το καλλίγραμμο σώμα της, τα λεπτά χέρια, το μελαμψό πρόσωπο, τα σκούρα μαλλιά. Δεν μπορούσε, όμως, ακόμα να διακρίνει τα χαρακτηριστικά του προσώπου της.
Όταν ήρθε πλέον κοντά, πλησίασε τον παχύ μαγαζάτορα και του μίλησε σε μια διάλεκτο που ο ναύτης δεν καταλάβαινε. Μπόρεσε όμως να δει την εκπληκτική ομορφιά της. Φορούσε σανδάλια, το άσπρο φόρεμά της έφτανε μέχρι τα γόνατα και τα μαλλιά της ήταν σπαστά και έφταναν μέχρι κάτω από τους ώμους της. Φορούσε ένα λουλούδι στο κεφάλι της, το πρόσωπό της ήταν αδύνατο, και τα μάτια της ανοιχτά ανοιχτά καφέ. Να’ ταν η μουσική, ο δυνατός ήλιος, η ζάλη από την ζέστη που έκανε τόσο ασύγκριτη την ομορφιά της;

Μίλησε λίγο ακόμα με τον ιδιοκτήτη του καφέ κι έπειτα έστρεψε το βλέμμα για ένα δευτερόλεπτο στον ξένο ναύτη. Αμέσως γύρισε την πλάτη της κι έφυγε, πριν ο νεαρός προλάβει να αντιδράσει.
-«Τι είπατε;»
-«Το βράδυ έχει μια γιορτή εδώ πιο πάνω στην πλατεία. Παντρεύεται ένας πλούσιος κάτοικος του χωριού. Αν θέλεις έλα κι εσύ να δεις πώς διασκεδάζουν στον τόπο μου.»
-«Και ποια ήταν η κοπέλα;»
-«Α!» έκανε ο μαγαζάτορας, και μια έκφραση πονηριάς ζωγραφίστηκε στο πρόσωπό του. «Ένα ήσυχο κορίτσι που μένει στα περίχωρα. Δεν βγαίνει και πολύ από το σπίτι, μόνο εδώ έρχεται κάπου-κάπου να ψωνίσει. Περισσότερο ασήμαντη για το χωριό μας.»
Ο ναύτης δεν μπήκε στον κόπο να απαντήσει κάτι, δεν τον ενδιέφερε εφόσον είχε πάρει τις πληροφορίες που ήθελε, το βλέμμα του ήταν ακόμη κολλημένο πάνω στη φιγούρα που τώρα απομακρυνόταν όλο και περισσότερο. Πλήρωσε και πήρε το δρόμο του γυρισμού για το πλοίο.


d74626d5bdbfdf81efdde1fc128ccfb5

Το βράδυ είχε φτάσει, ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος και τα άστρα είχαν καλύψει το στερέωμα. Το φεγγάρι, σχεδόν γεμάτο, φώτιζε τον τόπο και σχημάτιζε ένα θαλάσσιο μονοπάτι πάνω στα κύματα, έκανε τα βότσαλα να λάμπουν. Ο οικισμός είχε λίγα φώτα και η ατμόσφαιρα τώρα ήταν δροσερή. Ο νέος βγήκε ξανά απ’ το πλοίο, ντυμένος καλύτερα αυτή τη φορά, για να πάει στη γιορτή.
Και τώρα δεν υπήρχε σχεδόν καθόλου κόσμος στο λιμάνι. Αυτή τη φορά, όμως, επειδή μάλλον οι περισσότεροι θα είχαν πάει στο γλέντι. Ο ναύτης περπάτησε το δρόμο στον οποίο πέρασε το μεσημέρι του και οι λίγοι άνθρωποι που βρίσκονταν εκεί τον κοιτούσαν επίμονα. Πέρασε από σκοτεινά σημεία, καταστήματα, μικρά σοκάκια, πέτρινους φράχτες, ολόφωτες περιοχές. Επιτέλους άκουσε φωνές και μουσική και ακολούθησε τον ήχο για να βρει τη γιορτή. Στο δρόμο συνάντησε και έναν ακόμη ναύτη, φίλο του, που είχε ξεκινήσει λίγο νωρίτερα. Μαζί περπάτησαν ώσπου βρήκαν τελικά την πλατεία.

Ήταν συγκεντρωμένοι πολλοί άνθρωποι, μερικές φωτιές έκαιγαν διάσπαρτες και όλος ο χώρος ήταν φωταγωγημένος. Σε κεντρικό σημείο, σε ένα μακρύ τραπέζι, καθόταν το νιόπαντρο ζευγάρι. Η νύφη χαμογελούσε πλατιά. Όλοι έπιναν, γελούσαν, έτρωγαν, χόρευαν. Η μουσική έπαιζε συνεχώς και το ρούμι έρεε άφθονο. Οι δύο φίλοι, που τόσην ώρα στέκονταν κοιτάζοντας όλη αυτή τη σκηνή, αναμείχθηκαν στο πλήθος και συνάντησαν πολλούς ακόμη συναδέλφους τους από το πλοίο, άλλους χώμα από το μεθύσι κι άλλους απλά εύθυμους. Άρχισαν κι αυτοί, φυσικά, να πίνουν και να χορεύουν. Έδωσαν τις ευχές τους και τις ευχαριστίες τους στο ζευγάρι και κάθισαν σε ένα κοντινό τραπέζι. Τότε ο νεαρός είδε με την άκρη του ματιού του τα σπαστά σκούρα μαλλιά και το μελαμψό σώμα σε έναν ακριανό πάγκο.

Ύστερα από μια σύντομη μάχη με τον εαυτό του σηκώθηκε και προχώρησε προς το μέρος της. Εκείνη γέλασε αμέσως μόλις τον είδε, σαν να τον περίμενε. Χαμογέλασε κι αυτός και κάθισε δίπλα της. Είχε ακόμη εκείνο το λουλούδι στα μαλλιά και εκείνη τη λάμψη στο βλέμμα της.
-«Από πού έρχεσαι;», τον ρώτησε λίγα δευτερόλεπτα μετά την αρχική σιωπή.
-«Από το πλοίο», της απάντησε, σε μια αποτυχημένη απόπειρα να διαλύσει την αμηχανία.
Δεν γέλασε. Έστρεψε το βλέμμα της προς το κέντρο της γιορτής.
-«Ούτε εγώ ξέρω πια, ταξιδεύω πολλά χρόνια», της είπε τελικά, προσπαθώντας να σώσει ό,τι μπορούσε.
-«Δεν έχω ταξιδέψει ποτέ», χωρίς να στρέψει τα μάτια της πάνω του.
-«Είναι πολύ ωραίο το νησί σου.»
Φαινόταν να μην ακούει. Γελούσε και έγνεφε σε διάφορους συγχωριανούς της που περνούσαν και την χαιρετούσαν.
-«Ξέρεις, το μόνο που υπάρχει στο μυαλό μου εδώ και τόση ώρα που κάθομαι δίπλα σου και σε κοιτάζω, είναι ότι θα ήθελα να πάμε κάπου πιο ήσυχα και να μιλήσουμε.»
-«Και γιατί να φύγω με έναν άγνωστο;»
-«Για να τον γνωρίσεις, υποθέτω.»
Είχε εκπλαγεί και ο ίδιος με τον εαυτό του. Το να μιλά έτσι σε μια άγνωστη, με τόση σιγουριά και σταθερότητα ήταν κάτι που δεν του συνέβαινε, το αντίθετο μάλιστα. Σπάνια μιλούσε έτσι σε κάποιον που δεν ήξερε και σπάνια μιλούσε σε κάποιον άγνωστο γενικά, αν δεν έκανε ο άλλος την πρώτη κίνηση. Ωστόσο, αυτή η συμπεριφορά τώρα του έβγαινε αβίαστα και ούτε ο ίδιος μπορούσε να διαπιστώσει γιατί και πώς.

Πάντως, η απάντησή του μάλλον της φάνηκε ικανοποιητική αφού αμέσως του χαμογέλασε και σηκώθηκε, κάνοντάς του νόημα να την ακολουθήσει. Περπάτησαν αργά σε ένα διαφορετικό μονοπάτι από αυτό που είχε έρθει εκείνος πριν, το οποίο όπως φαινόταν οδηγούσε προς την παραλία.
Όταν έφτασαν στην ακρογιαλιά το φεγγάρι στεκόταν ακριβώς πάνω από τη θάλασσα. Νόμιζες πως σε λίγο θα βουτούσε μέσα της. Το δέρμα της κοπέλας έλαμπε από το φως του. Ο νεαρός άρχισε να τη ρωτά για τη ζωή της στο νησί, για τους κατοίκους, για το παρελθόν της. Ωστόσο απέσπασε ελάχιστες πληροφορίες. Έπειτα άρχισε να της αφηγείται ιστορίες από τα ταξίδια του, της μίλησε για τις χώρες που είχε δει, πολιτισμένες και απολίτιστες, πλούσιες και φτωχές. Της είπε για τους ανθρώπους που είχε συναντήσει, γι’ αυτούς που χαράχτηκαν στη μνήμη του. Μιλούσαν και μιλούσαν για ώρες πολλές και όταν επιτέλους την γύρισε προς το σπίτι της, το χωριό είχε σωπάσει από γιορτές και μουσικές και ο ήλιος είχε ήδη κάνει δειλά την εμφάνισή του.
-«Δεν θέλεις να μάθεις το όνομά μου;», την ρώτησε καθώς αποχαιρετίζονταν.
-«Είπαμε τόσα πράγματα, έμαθα τόσα για σένα. Γιατί να θέλω να μάθω μια λέξη;»


7a5563caf641c9d5fff40f9fcd245bb6


Τα ψάρια ψήνονταν αργά μπροστά στο λιμάνι.
Ο ουρανός ήταν πεντακάθαρος κι η θάλασσα έλαμπε από τον πρωινό ήλιο. Όλοι οι ναύτες βρίσκονταν εκεί, ο καθένας στο πόστο του. Ένας έψηνε, άλλος έφερνε το κρασί, άλλος έπλενε κι ετοίμαζε τα σκεύη. Είχαν οργανώσει κι εκείνοι με τη σειρά τους ένα γλέντι για να ευχαριστήσουν τους ντόπιους για τη φιλοξενία τους και για την υποδοχή τους στη γιορτή του γάμου. Οι περισσότεροι χωριανοί βρίσκονταν ήδη εκεί. Τα παιδιά πιο δίπλα έπαιζαν σε μεγάλες ομάδες, ενώ μερικοί τολμηροί είχαν βουτήξει στη θάλασσα.
Μόλις ετοιμάστηκε το φαγητό, οι ξένοι άρχισαν να το μοιράζουν ενώ μια μικρή πρόχειρη ορχήστρα δική τους έπαιζε ό,τι τραγούδια μπορούσαν να θυμηθούν. Ο νεαρός ναύτης βρισκόταν σε έναν μικρό πάγκο, μπροστά από το καράβι, και γέμιζε τα ποτήρια με κρασί. Είχε ήδη προσέξει την νεαρή κοπέλα, η οποία καθόταν κάπως μακριά με γνωστούς της, έτρωγε, έπινε, γελούσε και κάπου κάπου του έριχνε κλεφτές ματιές. Δεν μπορούσε όμως να φύγει ακόμη από το πόστο του κι έτσι αρκούταν στο να την κοιτάζει και να της χαμογελάει. Όταν το φαγητό τελείωσε και έλαβε σειρά ο χορός, μπόρεσε να πάει κοντά της και να χορέψουν και, για μια ή δύο ώρες, τα γέλια, οι φωνές και το τραγούδι είχαν μπλεχτεί σε έναν ήχο που γέμιζε όλο το νησί.

Στο τέλος, κουρασμένοι, κάθισαν ξανά κι έπιναν το ελαφρύ κρασί κοιτάζοντας το αραιωμένο τώρα πλήθος. Η ορχήστρα είχε σταματήσει να παίζει, οι ναύτες είχαν ξεκινήσει να καθαρίζουν το χώρο και σχεδόν όλοι οι ντόπιοι είχαν φύγει για τα σπίτια τους.
Η κοπέλα σηκώθηκε και «που πας;» τη ρώτησε ο ναύτης.
-«Σε ένα μέρος εδώ κοντά. Έλα μαζί μου.»

Βάδιζαν ήσυχα σε ένα χωμάτινο ανηφορικό μονοπάτι, έξω από τον οικισμό. Ο δρόμος πλαισιωνόταν από ψιλόλιγνα στραπατσαρισμένα δέντρα και κοντούς θάμνους. Είχαν ήδη περπατήσει κάμποση ώρα, όμως ο ήλιος δεν είχε ακόμη πέσει χαμηλά, ενώ ο αέρας εκεί ήταν δροσερός κι έδινε μια άλλη αίσθηση, διαφορετική από αυτή του χωριού και του λιμανιού.
Κάποια στιγμή τα δέντρα λιγόστεψαν αισθητά με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένα μικρό άνοιγμα. Τότε μόνο αντιλήφθηκε ο νέος που βρισκόταν. Είχαν ανηφορίσει σε εκείνο το λόφο δεξιά που είχε δει από το λιμάνι όταν είχε πρωτοβγεί στη στεριά. Η βλάστηση ήταν περισσότερη από αυτή που μπορούσε να διακρίνει από μακριά. Η κοπέλα που πήγαινε μπροστά σταμάτησε, πλησίασε ένα βράχο και κάθισε με τέτοιο τρόπο ώστε να έχει μπροστά της όλη τη θέα. Η θάλασσα απλωνόταν απέραντη μπροστά τους, ο οικισμός και το λιμάνι φαίνονταν σαν παιχνίδια από εκεί, ενώ από κάτω τους η απότομη πλαγιά ήταν κυρίως ξερή.

Ο αέρας που τώρα φυσούσε δυνατά, τίναζε τα μαλλιά και το κοντό φόρεμά της. Τα χέρια και τα πόδια της ήταν ολόγυμνα και το ύφασμα που κολλούσε πάνω στο σώμα της, πρόδιδε μέσα από τις πτυχές του το στήθος της.
Κάθισε κοντά της και αφού πέρασαν λίγη ώρα στη σιωπή χαζεύοντας τη θέα, αποφάσισε να μιλήσει.
-«Μ’ αρέσει πολύ εδώ. Έρχομαι συχνά τα τελευταία χρόνια όταν θέλω να απομονωθώ. Με βοηθά να σκέφτομαι και να ηρεμώ.»
Πέρασαν μερικές ακόμη στιγμές στη σιωπή.
-«Δεν έχεις κάποιον δικό σου εδώ;»
-«Όχι πια. Εσύ δεν έχεις κάποιον να σε περιμένει στην πατρίδα σου;»
-«Ένα ξεχασμένο σπίτι.»
-«Φίλους;»
-«Είχα μερικούς. Ήμασταν δεμένη παρέα. Τώρα σκορπίσαμε εδώ κι εκεί. Όταν ήμασταν μαζί πάντοτε τους έλεγα πως δεν ήθελα να χαλάσουμε ποτέ αυτή τη συντροφιά. Κι ήμουν ο πρώτος που έφυγε. Ύστερα διαλύσαμε.»
Ο άνεμος φύσηξε πιο δυνατά. Τα κλαδιά κινήθηκαν ζωηρά και τα λουλούδια υποκλίθηκαν στην ορμή του. Έκλεισε τα μάτια κι ένιωσε τον αέρα να περνά από μέσα του.
-«Όταν όμως φυσά ο αέρας ακούω πάλι τις φωνές μας. Βλέπω ξανά τα λόγια και τα όνειρά μας να πετούν, νιώθω τους ψιθύρους τους όπου κι αν βρίσκονται. Ο αέρας μας ενώνει πάλι, μας κάνει ένα.»
Το άγγιγμα της κοπέλας διέκοψε τις σκέψεις του και τα λόγια του έσβησαν όταν τα χείλη της άγγιξαν απαλά τα δικά του.


0ee62223704e7d695b4a43ab73cb6b85


Το μεσημέρι της επομένης είχε κιόλας έρθει.
Ο ναύτης είχε περάσει ένα ανιαρό και κουραστικό πρωινό με πολλές δουλειές πάνω στο πλοίο. Ο κυβερνήτης τούς είχε δώσει άδεια για την υπόλοιπη μέρα, μιας και το επόμενο πρωί θα έφευγαν. Τώρα ο ήλιος έκαιγε πάλι και η μικρή αγορά ήταν σχεδόν έρημη. Ακόμη κι οι μικροπωλητές είχαν εγκαταλείψει τα καθήκοντά τους για να γλιτώσουν τον καύσωνα.
Μόνο η μικρή μπάντα βρισκόταν στο ίδιο τραπέζι όπως κάθε μεσημέρι και τα τραγούδια της ακούγονταν μέχρι μακριά. Ο νεαρός πλησίασε το τραπέζι και διέκρινε πίσω από τις αντρικές φωνές μια γυναικεία, τη φωνή της γνωστής του κοπέλας. Κάθισε κοντά της και οι υπόλοιποι τον δέχθηκαν με χαμόγελα, χωρίς ωστόσο να σταματήσουν ούτε μια στιγμή τη μουσική. Παρήγγειλε ένα κρύο ποτό και πέρασε ώρα μαζί τους.
Ύστερα από λίγο η κοπέλα του πρότεινε να σηκωθούν. Χαιρέτησαν τους υπόλοιπους και άρχισαν να περπατούν στον οικισμό. Σε χρόνο που έμοιαζε δύο ή τρία λεπτά είχαν κιόλας πλησιάσει στο σπίτι της. Δεν μιλούσαν πολύ. Κυρίως για το μικρό συγκρότημα και την αδιαφορία των ντόπιων προς αυτό, για το πώς κυλούσαν οι μέρες τους στο χωριό και το καράβι, για τους ανθρώπους που βρίσκονταν γύρω τους.

Έφτασαν σύντομα μπροστά στην πόρτα του σπιτιού. Αφού πέρασε για μια στιγμή τα χέρια της γύρω του και τον φίλησε, σήκωσε τα κλειδιά της και άνοιξε την πόρτα. Ήταν ένα όμορφο, μικρό, ισόγειο διαμέρισμα. Το δάπεδο και η οροφή ήταν από ξύλο και ένας μεγάλος ανεμιστήρας κρεμόταν ψηλά. Το σαλόνι ήταν αρκετά ευρύχωρο και χωριζόταν από το υπνοδωμάτιο στα αριστερά με δύο κίονες και ένα σκαλοπάτι. Στο κέντρο, μπροστά από δύο παράθυρα υπήρχε μια πολυθρόνα, ένα μικρό τραπέζι και πολλά βιβλία πάνω σε αυτό. Οι γρίλιες στα παράθυρα ήταν μισάνοιχτες και από τις χαραμάδες τρύπωνε το πορτοκαλί φως του ήλιου δίνοντας μια υποτονική λάμψη στα δύο δωμάτια.
Η κοπέλα προχώρησε αργά προς το κρεβάτι, με στραμμένη την πλάτη προς αυτόν, και το σώμα της έπαιζε με τις ακτίνες του ήλιου ένα παράξενο παιχνίδι. Ξεκούμπωσε το ελαφρύ πουκάμισό της, το πέταξε κάτω και άφησε τα στήθη της να φανούν. Ύστερα γύρισε, τον κοίταξε κι έλυσε τα μαλλιά της. Αυτός την πλησίασε και τα χέρια του ανέτρεξαν σε όλο της το σώμα. Το δέρμα της ήταν αψεγάδιαστο, έμοιαζε με φωτιά πλασμένη από νερό, αέρας μες στα χέρια του σε γήινο σώμα. Τα μαλλιά της ακουμπούσαν στους ώμους του και του δημιουργούσαν μια αίσθηση ρίγους. Ξάπλωσαν στο ξύλινο κρεβάτι και τα σώματά τους, ζεστά και ιδρωμένα, έγιναν ένα..

966fb9b1bd32ed5e36ce05f28369eaaf

Η ανάσα του άντρα τώρα ήταν ήρεμη. Ήταν ξαπλωμένος με το χέρι πίσω από το κεφάλι του και κοιτούσε τις ηλιαχτίδες που όλο και λιγόστευαν. Το σπίτι ήδη είχε αρχίσει να σκοτεινιάζει. Ο μεγάλος ανεμιστήρας που κρεμόταν απ’ το ταβάνι είχε εδώ και ώρα σταματήσει. Δίπλα του η κοπέλα, μισοκοιμισμένη, είχε μπλέξει το σώμα της με το σεντόνι. Ποτέ του δεν είχε ξαναζήσει κάτι τέτοιο. Τόσα λιμάνια, τόσες πόλεις, τόσοι τόποι, πουθενά, πουθενά δεν ένιωσε όπως ένιωθε τώρα. Όλο αυτό ήταν κάτι περισσότερο.
Κοίταξε το ρολόι απέναντί του. Οι δείκτες κινούνταν με απίστευτη ταχύτητα, σαν κάποιος να τις έσπρωχνε με μανία για να τρέξουν όλο και πιο γρήγορα. Οι ώρες περνούσαν σε λίγα δευτερόλεπτα. Τι περίεργο πράγμα ο χρόνος. Η πιο απίστευτη εφεύρεση του ανθρώπου. Τόσο χρήσιμη, τόσο πιεστική, τόσο μακάβρια. Κάθε δευτερόλεπτο μετρούσε αντίστροφα το χρόνο που θα ζούσε, το χρόνο που θα ήταν ακόμη δίπλα της. Η ώρα να φύγει πλησίαζε ταχύτατα.

-«Θα φύγεις, έτσι;», διέκοψε η ήρεμη φωνή της τις σκέψεις του.
Της έγνεψε καταφατικά με μια συγκρατημένη συνοφρύωση. Αμέσως έκλεισε τα μάτια της και γύρισε την πλάτη.


0e39307f9780e861ef7748d8371cbd43

Τώρα ο ήλιος δεν ήταν ψηλά. Είχε κρυφτεί πίσω από τον ψηλό λόφο και μια πρωινή αύρα είχε αγκαλιάσει το λιμάνι. Μια θαμπή ομίχλη ήταν παντού. Ο οικισμός ήταν πρωτόγνωρα σιωπηλός, έμοιαζε εγκαταλειμμένος. Όλα βρίσκονταν σε βαθύ ύπνο. Οι μηχανές του πλοίου διέκοψαν τη σιγή κι οι τελευταίοι ναύτες επιβιβάζονταν.
-«Θέλω να σου δώσω κάτι για να μη με ξεχάσεις», είπε η κοπέλα.
-«Η ύλη φθείρεται. Έχω τα λόγια σου, τη φωνή σου, την αφή σου να βρίσκονται πάντα στη μνήμη μου. Δεν χρειάζομαι τίποτα άλλο.»
Του χαμογέλασε σφιγμένα, τον φίλησε και πήρε βιαστικά το δρόμο προς το σπίτι. Εκείνος περίμενε να χαθεί από το βλέμμα του κι έπειτα στράφηκε στο πλοίο.


Το τραγούδι σταμάτησε απότομα και ξύπνησε τον νεαρό ναύτη από τις σκέψεις. Ο ήλιος συνέχιζε να καίει κι ώσπου να επιστρέψει στο παρόν, οι μουσικοί του απέναντι μαγαζιού ήδη μάζευαν τα πράγματά τους. Ο μαγαζάτορας απέστρεψε κι αυτός το βλέμμα του από εκείνους κι άρχισε να μιλά στον νεαρό. Τον ρωτούσε από πού ερχόταν και άρχισε να του εξιστορεί διάφορα γεγονότα και προβλήματα του τόπου και των ντόπιων. Ο ναύτης, όμως, βρισκόταν ακόμη στις σκέψεις του, στην ιστορία που είχε πλάσει. Μαγικό εκείνο το τραγούδι, τον είχε σύρει μακριά.
Τελείωσε τη λεμονάδα του, σηκώθηκε και, αφού έκανε μια βόλτα στην κεντρική πλατεία, πήρε το δρόμο της επιστροφής. Οι ναύτες ήδη έμπαιναν και πάλι στο πλοίο, κι εκείνο έβγαζε ήδη καπνούς από τις μηχανές του και έκλεινε τη ράμπα του.

(2013)

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.