– Δεν πλένεσαι ποτέ; Όζεις!, του πέταξα μια μέρα.
– Άκου ποιος μιλάει!, λέει σκασμένος στα γέλια. -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου
Πρώτη φορά τον είδα μέρα-μεσημέρι ντάλα ο ήλιος, την ώρα που πήγα να ποτίσω μην ξεραθούν τελείως τα φυτά. Οι σκνίπες ανελέητες.
Στεκόταν πιο πέρα, πίσω από κάτι θάμνα και με κοίταγε. Γέρος, κοντός, κακάσχημος. Λίγο το κακό, αν δεν ήταν το σαρκαστικό του βλέμμα.
– Ποιος είσαι εσύ; ρώτησα.
– Ο φύλακας άγγελός σου, μου απάντησε.
– Ναι καλά, μας περιπαίζουν τώρα και οι παραισθήσεις μας, μουρμούρισα γκρινιάρικα.
Γέλασε και βολεύτηκε λίγο καλύτερα.
– Καθένας έχει τον φύλακα άγγελο που του αρμόζει, αποκρίθηκε.
Ήμουν τόσο μπαϊλντισμένη, που ούτε να μιλήσω δεν είχα διάθεση.
~~~~~~~~~~
Έκτοτε, τον ξαναέβλεπα, πάντα στις πιο άβολες φάσεις, τις πιο ντροπιαστικές.
– Δεν πλένεσαι ποτέ; Όζεις!, του πέταξα μια μέρα.
– Άκου ποιος μιλάει!, λέει σκασμένος στα γέλια.
– Τι φύλακας είσαι εσύ, που ούτε το δαχτυλάκι δεν κουνάς!
– Ω, ξέρετε, υπάρχει η ελεύθερη βούληση, αποκρίνεται αεράτα.
– Οι φύλακες είναι για να φυλάνε τον κόσμο!, του καταλόγισα κοιτάζοντας επικριτικά το καλαμάκι που μασούσε.
– Σε έχω σώσει άπειρες φορές, μου λέει ήρεμα.
– Πότε; ρωτώ.
– Για να δούμε λοιπόν…
Κάθισε πιο αναπαυτικά και άρχισε να μου απαριθμεί μετρώντας με τα δάκτυλα δεκάδες περιστατικά, αρχίζοντας από την παιδική μου ηλικία.
Τα περισσότερα δεν τα αναγνώριζα και σκέφθηκα ότι ήταν αυτό που υποπτευόμουν, ένας περιπαικτικός απατεώνας, που απλά διασκεδάζει με την δυστυχία μου. Συνεχίζοντας όμως καθώς μεγάλωνε η ηλικία μου, αναγνώριζα άλλα που είχα ξεχάσει, κι άλλα που πολύ θα ήθελα να είχα ξεχάσει.
– … Και τότε που ακροβάτησες σύριζα στον γκρεμό, και τότε που παρά τρίχα να σε λιντσάρουν οι χούλιγκαν, και τότε που πήγε να σε βιάσει ο…
– Είναι αλήθεια λοιπόν; Ήσουν εκεί; Εσύ με έσωζες;
– Ναι.
– Και τώρα;
– Τώρα… περιμένουμε.
– Τι περιμένουμε;
– Το επόμενο περιστατικό.
– Ποιο περιστατικό; Που θα κινδυνεύσω και θα με σώσεις πάλι;
Σήκωσε τους ώμους και χαμογέλασε διφορούμενα. Όταν δεν ήθελε να μιλήσει, γινόταν σφίγγα.
– Γιατί σε βλέπω τώρα; Γιατί δεν σε έβλεπα παλιά;, ρώτησα ξαφνικά.
– Διότι τώρα ξεπέρασες το όριο.
– Ποιο όριο; Των αμαρτιών;
Εδώ πραγματικά έβαλε τα γέλια μέχρι δακρύων.
– Όσο γι’ αυτό, έχεις περιθώριο, μου είπε σκουπίζοντας τα μάτια. Εκεί που βαριέμαι έως θανάτου μαζί σου, πάλι κάτι λες ή κάνεις που μου φτιάχνεις το κέφι, συνέχισε σπινθηροβόλος.
– Αμοιβαία τα αισθήματα, αποκρίθηκα στυφά.
Κι έπειτα:
– Όταν λες έως θανάτου… Πεθαίνουν οι άγγελοι;
– Όχι με τον τρόπο που φαντάζεσαι.
– Αλλά πεθαίνουν ωστόσο; επέμεινα.
Έκανε μια κίνηση σαν να έδιωχνε μια μύγα.
– Ο θάνατος δεν είναι και τίποτα σπουδαίο.
– Δεν είναι σπουδαίο; τσίμπησα εγώ. Να με συγχωρεί η χάρη σου, αλλά για εμάς τους κοινούς θνητούς, είναι ό,τι πιο σπουδαίο υπάρχει, μετά την γέννησή μας.
– Φοβάστε τον θάνατο επειδή σας τρομάζει το άγνωστο, μου αποκρίθηκε απλά, ανασηκώνοντας τους ώμους.
Τον κοίταξα μισοκλείνοντας τα μάτια. Μια ιδέα είχε αρχίσει να σχηματίζεται στο μυαλό μου.
– Άγγελε… δεν υπάρχεις!, αναφώνησα.
Με κοίταξε κατάπληκτος.
– Άντε πάλι! Και τόσην ώρα με ποιον μιλάς;
– Με την συνείδησή μου. Με μένα. Σε επινόησα!, κατέληξα θριαμβευτικά.
Ένα χαμόγελο σχηματίστηκε στο μούτρο του. Αλλά δεν μίλησε. Το εξέλαβα ως κατάφαση.
– Όμως βρε Άγγελε, συνέχισα, αφού σε επινόησα, γιατί δεν διάλεξα ένα καλύτερο μοντέλο; Χάθηκαν τα μοντέλα από την αγορά;
– Δεν σου αρέσει το φυζίκ μου; ρώτησε μελιστάλακτα.
– Όχι.
– Και σαν σε ποιον θα ήθελες να μοιάζω ;
– Στον Κυάνου Ρηβς.
– Σε ποιον;
Τώρα το ανθρωπάκι που είχα μπροστά μου για άγγελο χοροπηδούσε από τα γέλια.
– Ναι, σ’ αυτόν., επέμενα. Είναι ωραίος σαν τον Χριστό, ψηλός, με αγγελικό πρόσωπο και καλός άνθρωπος. Δεν τον ενδιαφέρουν τα λεφτά, ζει απλά, κάνει αγαθοεργίες, δεν έχει οίηση, είναι ευαίσθητος και με πνευματικές ανησυχίες. Είναι τέλειος για τον ρόλο.
– Αλλά διάλεξες εμένα στο κάστιν, μου είπε με απαλή φωνή. Γιατί;
– Διότι…, η φωνή μου έσβηνε καθώς απαντούσα χαμηλώνοντας το κεφάλι, …δεν μου αξίζει.
– Δεν σου αξίζει ο ψηλός κι ωραίος και σου αξίζω εγώ;
– Ναι…. Τώρα η φωνή μου ήταν ένας ξεψυχισμένος ψίθυρος και το κεφάλι μου χωμένο κάτω από τα μπράτσα μου. Αισθανόμουν τα μάγουλά μου φλογισμένα από ντροπή.
– Να γιατί λοιπόν, είπε και μου φάνηκε ότι μου έκανε πατ-πατ στον ώμο. Σήκωσα το κεφάλι.
– Χαμηλή αυτοπεποίθηση, είπα σιγανά.
Χαμογέλασε. Και σηκώθηκε να φύγει.
– Πού πας;, ρώτησα.
– Για ψάρεμα.
– Για ψάρεμα; επανέλαβα εμβρόντητη. Πού; Τι θα ψαρέψεις; Ψυχές;
Γέλασε βροντερά.
– Πέστροφες. Ξέρω ένα καλό πέρασμα στην Ήπειρο
– Και μένα πού μ’ αφήνεις;
– Είναι καιρός να πάρω το ρεπό μου. Δεν με χρειάζεσαι τώρα.
Πράγματι, σκεφτόμουν. Τον βλέπω μόνο όταν δεν είμαι καλά, όταν είμαι στα χειρότερά μου. Άρα τώρα…
– Τώρα δεν σε χρειάζομαι…
– Ακριβώς, μου είπε χαμογελαστά. Σαν να μου φάνηκε κομματάκι πιο συμπαθητικός. Σηκώθηκα χωρίς να με πονάνε και τόσο οι κλειδώσεις μου. Βρε, λες να μου πέρασαν τα αρθριτικά μου;
– Αντίο λοιπόν…
– Εις το επανιδείν!, μου έκλεισε το μάτι. Πάντα πρακτικός νους, ο Σάντσο Πάντσα.
– Καλά να περάσεις, κι ευχαριστώ για τα ψάρια!*. Σειρά μου να κλείσω το ματάκι.
Και μ’ ένα γελάκι, εξαφανίστηκε.
«Μήπως να αρχίσω να ψάχνω για κανέναν Κυάνου Ρηβς;», αναρωτήθηκα. «Σε πιο χαμηλά κυβικά και μεταχειρισμένο μοντέλο, μην το πληρώσουμε πανάκριβα!»
27 Μαΐου 2019
* «Αντίο κι Ευχαριστώ για τα Ψάρια», εμβληματική φράση από το βιβλίο «Γυρίστε τον Γαλαξία με Ωτο-Στοπ», του Άνταμς Ντάγκλας