Εκείνο το πρωί σηκώθηκα από το κρεβάτι σαν ελατήριο. Ξύπνησα κι άνοιξα τα μάτια μου όπως κάτι cartoons που τους βάζουν φωτιά στον πισινό και αυτά γουρλώνουν τα μάτια. Φρίκαρα.
Ήταν το κλάμα του μωρού από το διπλανό δωμάτιο. Πηγαίνω εκεί πλησιάζω πάνω από την κούνια. Βλέπω ένα μικρό πλασματάκι με δύο υπέροχα μάτια, ελάχιστα μαλλιά, δύο αυτιά, μύτη, στόμα, σώμα, πόδια και χέρια. Κανονικός άνθρωπος. Απίστευτο! Δεν είχε κλείσει μήνα. Για την ακρίβεια ήμουν μόνο 22 ημερών μπαμπάς.
Δεν ήξερα τι να κάνω. Μου είχαν πει ότι αν ένα μωρό κλαίει τότε ή πεινάει ή τα έχει κάνει επάνω του. Του έφτιαξα λίγο γάλα, ύστερα από λίγο ηρέμησε. Πήγα στην κουζίνα έφτιαξα ένα καφέ και έκανα ένα τσιγάρο. Παίρνω την Αλίκη τηλέφωνο.
«Θα αργήσεις να έρθεις; Νιώθω πνιγμένος Αλίκη».
Πριν παντρευτούμε- εγώ και η Αλίκη- είχαμε συμφωνήσει να ζήσουμε τη ζωή μας μαζί χωρίς άγχη και σκοτούρες. Χωρίς παιδιά, πάνες, παιδιάτρους, εμβόλια και βαφτίσια. Σαν χίπις ένα πράγμα. Είχαμε πει θα ζούμε για πάντα σαν νέοι. Το παιδί προέκυψε. Η Αλίκη μπήκε στο ρόλο της μάνας γρήγορα. Το είχε. Εγώ δεν το είχα. Φρίκαρα όταν έμεινε έγκυος και κάναμε το τεστ εγκυμοσύνης. Αισθάνθηκα σαν να μου έβαλαν δύο μεγάλες σιδερένιες μπάλες. Μία στο ένα πόδι και μία στο άλλο. Το συζήτησα με φίλους. «Ρε Ανδρέα έχεις πρόβλημα. Πήγαινε σ’ έναν ψυχολόγο», μου είπαν.
Κάποτε, στο παρελθόν, είχα ακούσει ότι ο Δήμος διοργανώνει κάθε Σάββατο συναντήσεις με ομάδες ατόμων όπου μαζεύονται εκεί και μιλούν ο καθένας για τα δικά του. Και ότι υπάρχει εκεί μία ψυχολόγος που τους κατευθύνει. Εκείνο λοιπόν το πρωί το παίρνω απόφαση. Θα πάω στην ομάδα κι εγώ να μιλήσω. Ήταν Σάββατο. Μετά από καμιά ώρα επιστρέφει και η Αλίκη. «Πάω σε μια δουλειά», της είπα. Ντύνομαι και ξεκινάω για το Δήμο. Ανεβαίνω κάτι σκαλιά και τελικά φτάνω σε μία μεγάλη αίθουσα. Καμιά δεκαπενταριά άτομα καθισμένοι σε ένα ξύλινο πάτωμα – ανάμεσά τους και μία κυρία με γυαλιά και κατσαρά μαλλιά. Ήταν η πιο μορφωμένη. Μιλούσε σιγά και αργά. Κατάλαβα ότι αυτή ήταν η ψυχολόγος. Πήγα κι έκατσα κι εγώ κάτω στο πάτωμα οκλαδόν δίπλα σ’ έναν τύπο με μούσι και κοιλιά και μία κυρία παχουλή. Μιλούσαν με τη σειρά. Όποιος ήθελε σχολιάζε. Μετά από κάμποση ώρα φτάνει η σειρά του διπλανού μου με τα μούσια. Περνά τα δάκτυλα του κάτω από τα μούσια και τα ανασηκώνει. Ξεκινάει. «Παίζω τζόγο», μας λέει. «Κάθε φορά που πληρώνομαι, την ίδια μέρα πάω στο καζίνο. Έχω χάσει την ηρεμία μου. Πηγαίνω κάθε μέρα μέχρι να τα χάσω όλα . Η γυναίκα μου έχει φύγει και έχει πάρει και το παιδί μαζί της. Κάτι πρέπει να μου συμβαίνει. Όταν πιάνω λεφτά στα χέρια μου δεν μπορώ να το διαχειριστώ».
Μιλήσαμε όλοι. Μίλησε και η ψυχολόγος. «Ίσως να είναι έτσι όπως τα λέτε», είπε ο άνθρωπος του καζίνο και ξαναπέρασε τα χοντρά του δάχτυλα με το ροκ δακτυλίδι ανάμεσα από τα μακρυά του γένια.
Η παχουλή γυναίκα ξεκίνησε να μιλά. Αμέσως μετά θα ήταν και η δική μου σειρά. «Ο σύντροφός μου συνεχώς μου λέει ότι αν ήμουν 10 κιλά ελαφρύτερη θα με παντρευόταν». Η ψυχολόγος κράτησε τον σκελετό των γυαλιών της σαν να θέλει να κοιτάξει πιο προσεκτικά. «Δεν είναι αγάπη αυτό», της λέει. «Όχι», απαντά η παχουλή κυρία. «Με αγαπάει. Μου το λέει συνέχεια. Κάθε άνθρωπος αγαπά με τον τρόπο του». «Όχι», της λέει η συντονίστρια. «Αυτός δεν είναι τρόπος να αγαπάει κάνεις γνήσια καλή μου. Και δεν θα μπορούσε να είναι γιατί σε κάνει δυστυχισμένη. Όταν αγαπάς θέλεις να κάνεις τον άνθρωπό σου να νιώθει καλά. Με τον εαυτό του, με το σώμα του». Μετά από μερικά λεπτά ήρθε η σειρά μου να μιλήσω κι εγώ. Πήρα φόρα και ξεκίνησα. Τα είπα όλα. Από την πρώτη μέρα που έμεινε έγκυος η Αλίκη.
«Μεγάλε σε άκουσα προσεκτικά», μου λέει ο άνθρωπος του καζίνο. «Έχεις το ίδιο με μένα. Δεν μπορείς να διαχειριστείς τη χαρά σου. Εγώ δεν μπορώ να αντέξω στην ιδέα να έχω χρήματα, εσύ δεν μπορεί να αντέξεις στην ιδέα να έχεις παιδί. Πρέπει πάση θυσία να διαχειριστούμε τις χαρές μας».
«Για ένα περίεργο λόγο οι άνθρωποι αποτινάσσουν τα χαρούμενα γεγονότα από πάνω τους σαν να είναι βρεγμένα και λερωμένα ρούχα. Τους δεσμεύουν συναισθηματικά. Το παιδί είναι μια δέσμευση για σένα. Πρέπει να το φροντίζεις και να το αγαπάς. Φοβάσαι ν’ αγαπάς Ανδρέα;», λέει η συντονίστρια κοιτώντας ταυτόχρονα και τους υπόλοιπους σαν να ζητά την επιβεβαίωσή τους.
Συνέχισε να μιλά. Αργά. Όσο μιλούσε, αισθανόμουν τα λόγια της να εισχωρούν μέσα μου και να μου μαλακώνουν τη ψυχή. «Πρέπει στη ζωή μας να αποδεχόμαστε τις όποιες αλλαγές μας συμβαίνουν», κατέληξε. «Η ζωή είναι γεμάτη απ’ αυτές».
Γύρισα σπίτι. Μπήκα κατευθείαν στο υπνοδωμάτιο του παιδιού. Πάω πάνω από την κούνια και απλώνω το δάκτυλό μου κοντά στο μωρό. Σηκώνει το χέρι του και μου το γραπώνει. 5 δάκτυλα δικά του μαζί μ’ ένα δάκτυλο δικό μου. «Κι όμως!» Σκέφτηκα, «είναι κανονικός άνθρωπος».
Αυτός από το καζίνο βασικά καλό θα ταν βασικά να πάρει τηλέφωνο σε κάνα ΚΕΘΕΑ ή να διαβάσει κάνα άρθρο για την εξάρτηση από τον τζόγο μπας και αλλάξει ρότα…
Μου αρέσει!Μου αρέσει!