«Ξεκίνησε τώρα να τρέχει έξω από κάθε άνοιγμα του σπιτιού περνώντας το μαχαίρι γρήγορα πάνω στα κάγκελα και τραντάζοντας με τα χέρια του δυνατά την πόρτα, χωρίς, όμως, να βγάζει μιλιά. Οι φωνές και τα κλάματα μέσα γίνονταν χειρότερα.»
– γράφει ο Νίκος Σταϊκούλης
Είχε παρατηρήσει πως το κορίτσι κοιμόταν εδώ και αρκετές μέρες μόνο του στο μικρό χαμηλό σπίτι. Η νύχτα αυτή ήταν ιδανική. Είχε αρκετό κρύο και υγρασία, απόλυτη ησυχία, αφού ήταν ήδη αργά, και οι περισσότεροι γείτονες έλειπαν. Σχεδόν είχε τελειώσει το καλοκαίρι κι οι πιο πολλοί είχαν εγκαταλείψει τα εξοχικά που είχαν στον μικρό οικισμό. Θα μπορούσε, λοιπόν, να κάνει αυτό που ετοίμαζε χωρίς ιδιαίτερη επιφύλαξη. Άλλωστε δεν ήταν κι η πρώτη φορά που το έκανε.
Παρέμενε έτσι κρυμμένος στις σκιές, ακριβώς έξω από την αυλή του σπιτιού, ώσπου η κοπέλα να ετοιμαστεί για ύπνο. Δεν ακουγόταν κάποια φασαρία μέσα από το σπίτι. Τα φώτα άρχισαν να σβήνουν ένα – ένα και μόνο μια μικρή εξωτερική λάμπα έμεινε ανοιχτή ενώ η νεαρή μπήκε στην κρεβατοκάμαρα για να ξαπλώσει. Τότε ο άντρας σκαρφάλωσε ήσυχα πάνω από τον φράκτη της αυλής και περπατώντας αργά μέσα στον κήπο, πλησίασε προσεκτικά το παράθυρο του δωματίου. Πήγε και στάθηκε ακριβώς μπροστά του, μπροστά από τα κάγκελα και το παράθυρο, και κοιτούσε μέσα. Δεν κουνιόταν, δεν έβγαζε ήχο, απλώς στεκόταν και κοιτούσε. Σε λίγο, από το κρεβάτι που μπορούσε να διακρίνει ακούστηκε μια πνιχτή κραυγή κι έπειτα γρήγορα βήματα να τρέχουν στο διάδρομο. Άκουσε τις κλειδαριές από την άλλη πλευρά του σπιτιού να διπλοκλειδώνουν και τα παράθυρα να αμπαρώνονται, ενώ ο ίδιος, ήρεμος, άρχισε να περπατά γύρω από το σπίτι, περνώντας από κάθε παράθυρο. Κάθε τόσο στεκόταν και κοιτούσε για λίγη ώρα μέσα. Άρχισαν να ακούγονται από το σπίτι κλάματα και φωνές που δεν καταλάβαινε τι έλεγαν. Αυτές οι στιγμές ήταν ο λόγος που έκανε ό,τι έκανε.
Ξεκίνησε τώρα να τρέχει έξω από κάθε άνοιγμα του σπιτιού περνώντας το μαχαίρι γρήγορα πάνω στα κάγκελα και τραντάζοντας με τα χέρια του δυνατά την πόρτα, χωρίς, όμως, να βγάζει μιλιά. Οι φωνές και τα κλάματα μέσα γίνονταν χειρότερα.
Ώσπου ξαφνικά ησύχασαν όλα. Χαμογέλασε γιατί σκέφτηκε πως η μικρή θα είχε κρυφτεί και αποφάσισε να μπει μέσα. Δεν δυσκολεύτηκε να ανοίξει την πόρτα˙ δεν βιαζόταν. Μόλις μπήκε μέσα στο σκοτεινό σπίτι άκουσε έναν μακρινό, τσιριχτό ήχο, σαν κάτι που τεντώνεται. Υπέθεσε πως η κοπέλα κρυβόταν στο δωμάτιο και πήγε προς τα εκεί. Χαμογέλασε ειρωνικά όταν είδε ένα μικρό κουζινομάχαιρο πεταμένο στο βάθος του διαδρόμου. Κινήθηκε με αρκετή προσοχή και κοιτούσε τις διάφορες σκιές στις γωνίες του σπιτιού, τους δαίμονες που τον ακολουθούσαν.
Ξαφνικά κάτι τον άγγιξε στον ώμο, το στήθος του κάηκε από τον τρόμο και τινάχτηκε με δύναμη στο έδαφος, γυρνώντας ανάσκελα και κραδαίνοντας το μεγάλο μαχαίρι. Κοίταξε, σοκαρισμένος κι ο ίδιος, το θέαμα μπροστά του. Είδε πρώτα τα άψυχα πόδια, τα χέρια κι έπειτα τον γυρισμένο λαιμό και τα ορθάνοιχτα νεκρά μάτια. Το σκοινί τεντωμένο γύρω από τον λαιμό της, κρατούσε κρεμασμένο το άψυχο σώμα του κοριτσιού, με τον τρόμο να βρίσκεται ακόμη σαν φωτογραφία πάνω στο πρόσωπό της.