σου είπα να προσέχεις
μα δεν πειράζει γιατί θα πάει να κλάψει μόνη της και θα ξυπνήσει χωρίς σημάδι. μέχρι να
ξαναχτυπήσει. «δεν πειράζει μαμά, δε θα αφήσει σημάδι που να σε ενοχλεί, θα δεις, δε θα ενοχλεί
κανέναν.»
-γράφει η Νίκη Νικολακοπούλου
Πάλι έπεσε κάτω και χτύπησε. Κοίτα τι έκανες πάλι, γέμισες αίματα •σου είπα να προσέχεις
μα δεν πειράζει γιατί θα πάει να κλάψει μόνη της και θα ξυπνήσει χωρίς σημάδι. μέχρι να
ξαναχτυπήσει. «δεν πειράζει μαμά, δε θα αφήσει σημάδι που να σε ενοχλεί, θα δεις, δε θα ενοχλεί
κανέναν. Να, θα βάλω το παντελόνι μου από πάνω και δε θα φαίνεται» Το παντελόνι κοκκίνισε γιατί δεν
πρόσεξε.
Της είπε για εκείνη τη βόλτα που έκαναν όταν ήταν μικρή. Εκείνη τη βόλτα με τα μεγάλα δέντρα και τα
παγώνια. Και τον ήλιο. Τον ήλιο που γινόταν κόκκινος και τα παγώνια μαύρα πάνω στα κλαδιά. Τα
θυμήθηκε •ήταν όμορφη εκείνη η βόλτα και την είχε ξεχάσει. Τι καλά που τη θυμήθηκε γιατί την είχε
ξεχάσει. την κοίταξε στα μάτια, είχαν ξεθωριάσει καθώς ο χρόνος πέρασε από πάνω της σαν κύμα πιο
μεγάλο και πιο αλμυρό από ποτέ. Δε μπορούσε να το καταλάβει αυτό με τους ανθρώπους, κοιτούν με
άδειο βλέμμα. Το είχε δει πολλές φορές και την τρόμαζε λίγο αυτή η αδράνεια της ίριδος . Άδειο
βλέμμα γεμάτο λόγια. Τι καλά που θυμήθηκε εκείνη τη βόλτα• τώρα νιώθει καλύτερα
άλλωστε οι άνθρωποι είναι αναμνήσεις •είχε διαβάσει