
Μια νύχτα που έκανα πως διάβαζα, πήρα βαθειά ανάσα και βγήκα στο δρόμο.Πέταξα τα εισαγωγικά από τα «πρέπει» της ζωής μου και σκέφτηκα ν’ αναζητήσω μια τύχη. Έπεφτε βροχή. Σταγόνες χοντρές κύλαγαν επάνω μου, σαν τύψεις· έτσι δυνατά πέφτουν κι αυτές σαν καλοκαιρινό μπουρίνι. Μια βροχή δυνατή ήρθε και ξέπλυνε από πάνω μου την αίσθηση του ανολοκλήρωτου έρωτα. Ένιωθα να γεμίζεις το κενό γύρω μου.Ήταν ψευδαίσθηση.
Δεν μπορείς ν’ απεγκλωβιστείς από το άνυδρο και σκονισμένο παρελθόν σου. Αδύνατον να κάνεις ένα βήμα εμπρός.Τούτος εδώ ο τόπος δεν σε ξέρει.Το βήμα σου δεν βρίσκεται σε κανένα μονοπάτι. Ούτε τ όνομά σου ειναι χαραγμένο στους χοντρούς φλοιούς των δένδρων. Η νύχτα προχώραγε κι η περιήγηση έχασε το δρόμο. Εκείνο το «ποτέ» έγινε «τώρα» Δεν ήθελα σε τέτοιες σκέψεις να γυρίσω.
Μα τα ’χει αυτά η ονειροπόληση.Σηκώθηκε αέρας δυνατός, θαλασσινός· φούσκωσε τη θάλασσα κι ανακάτεψε την αντάρα μου μαζί με τη δική της. Κι εγώ προχωρημένη ώρα, τι γυρεύω σ’αυτόν τον τόπο; Μα το σκαρί γερό.
Παράλογο, συνηθισμένο όταν χαλάει ο καιρός να ταξιδεύει ακυβέρνητο. Πέταξα τα εισαγωγικά από τους «συμβιβασμούς» κι έκανα παράτολμο άλμα· και τόλμησα ταξίδι στο ανεμπόδιστο. Έστω και την τελευαία στιγμή, έκανα κάτι ουσιαστικό…

