Κληροδοτείται με συνέπεια από γενιά σε γενιά και είναι φτιαγμένο από εκατομμύρια άλλα μικρότερα…»
– γράφει η Μαρία Λυδία Κυριακίδου
«Καλώς ήλθες, Νέο Έτος.
Περίμενες δυο χιλιάδες και κάτι χρόνια για να μας συναντήσεις και δε ξέρω αν θα βρεις αυτό που περιμένες. Ίσως πάλι να ξέρεις πριν από εμάς. Σε κάθε περίπτωση πάντως ήρθαμε να σε προϋπαντήσουμε. Να σου συστηθούμε λοιπόν : είμαστε οι μικροσκοπικοί, αστείοι τύποι που ζούμε στο Κλουβί.
Μα, τι εννοείς όταν ρωτάς «Ποιο Κλουβί». Σχεδόν από την απαρχή του ανθρώπινου κόσμου είναι φτιαγμένο το Κλουβί. Πώς και δε ξέρεις τίποτα γι’αυτό; Αιώνες τώρα, κληροδοτείται με συνέπεια από γενιά σε γενιά και είναι κατασκευασμένο από εκατομμύρια άλλα μικρότερα.
Κάποιοι, κληρονομούν το κλουβί τους χρυσό και μεγάλο και γεννιούνται μέσα σ’αυτό φορώντας εξ’αρχής χρυσές αλυσίδες στα πόδια. Το φτιάχνουν πολλές φορές κι ακόμη μεγαλύτερο για να μπορούν να θαυμάζουν τη λάμψη των χρυσών αλυσίδων τους, καθώς αυτές καθρεπτίζονται στα καλογυαλισμένα μαρμάρινα πατώματά του κι οι ίδιοι παίρνουν το τσάι τους, βολτάροντας. Έπειτα, σε κάθε περίπτωση, κομπάζουν, φωνάζοντας επιδεικτικά στους υπόλοιπους να τους προσέξουν: «Ψιτ, εσείς! Κοιτάξτε το μεγαλοπρεπές κλουβί μου!»
Κάποιοι, λιγότερο προνομιούχοι, ζουν σε ένα πιο λιτό κλουβί, ταπεινό και μικρότερο. Σίγουρα μικρότερο. Κι οι αλυσίδες τους είναι τόσο θαμπές και φθηνές που, όταν σπάνε, (ως συνήθως) είναι αναγκασμένοι να πρέπει να τις επισκευάζουν προκειμένου να συνεχίσουν τις υποχρεωτικές βόλτες μέσα στο μικρό κλουβί τους. Τίποτα δε μοιάζει να μπορεί να τις γυαλίσει στ’ αλήθεια. Κάποτε, θαμπωμένοι από τους τύπους στα χρυσά κλουβιά, αγοράζουν σε τιμή ευκαιρίας κλουβιά πασπαλισμένα με χρυσόσκονη. Και τα πληρώνουν πολύ ακριβά. Και με τη ζωή τους ακόμη. Έπειτα, σε κάθε περίπτωση, κοιτάζουν τα χρυσά κλουβιά από μακριά. Άλλοτε με λύπη, άλλοτε με οργή, άλλοτε παγωμένα: «Ψιτ, εσείς!Πετάξτε μια χρυσή μπάρα και για το δικό μου κλουβί!»
Κι είναι κι εκείνοι που, με μανία, εκδιώχνονται από τα κλουβιά τους. Τους πετούν έξω οι τύποι από τα χρυσά κλουβιά -κι όχι μόνο αυτοί, δηλαδή. Εκδιώχνονται. Μέρα ή νύχτα. Πάντα όμως, φορώντας τις αλυσίδες στα πόδια. Και περπατούν και περπατούν. Και, συχνότερα, χτυπούν την πόρτα των άλλων, των ταπεινών κλουβιών, ζητώντας απεγνωσμένα στέγη. Κι είναι πολλές οι φορές που οι ιδιοκτήτες των ταπεινών κλουβιών δεν ανοίγουν. Και τους πετούν στη θάλασσα. Και πολλοί πνίγονται. Έπειτα, σε κάθε περίπτωση, όσοι επιζούν, προσπαθούν να βρουν ουρανό μέσα από τόσα, αμέτρητα κλουβιά, τα στοιβαγμένα ως πάνω, ως εκεί που φτάνει το ανθρώπινο μάτι, γυμνό: «Ψιτ, εσείς! Πετάξτε μου και μένα μισή μπάρα να σταθώ από κάτω!»
Μέσα σε όλους αυτούς είναι κι εκείνοι που αρνούνται να παραμείνουν στο Κλουβί. Φτιάχνουν δρεπάνια πλαστικά, σφυριά χάρτινα και φωνάζουν. Συχνά τα χρησιμοποιούν κι εναντίον τους.
Και φωνάζουν. Και φωνάζουν. Κι όσο ζουν, φωνάζουν: «Ε, εσείς! Δεν είμαι εγώ για το κλουβί σας!» Φωνάζουν. Μέσα από το κλουβί τους.
Κλουβιά πάνω στα κλουβιά , φτιάχνουν το ένα, απέραντο Κλουβί, που φτάνει στον ουρανό. Αυτό το ίδιο, που είδες σα κατέβαινες κι εσύ. Δε μπορεί να μη το πρόσεξες.
Αυτοί είμαστε, πάνω κάτω, Νέο Έτος. Είμαστε οι αστείοι, μικροσκοπικοί τύποι, που ζούμε στο Κλουβί. Κι αυτό δεν άλλαξε για μερικες χιλιάδες χρόνια τώρα. Πιστεύεις ότι εσύ θα κάνεις τη διαφορά;»