– του Παναγιώτη Σταυρόπουλου
Ο χειμώνας δηλώνει παρών εδώ και μέρες. Ένας δυνατός αέρας απ’ το πρωί μεταφέρει τα νεκρά κίτρινα φύλλα από γειτονιά σε γειτονιά. Στο πεζοδρομάκι της Μαιάνδρου πάνω απ’ την Μιχαλακοπούλου είναι κανονισμένο το ραντεβού τους.
Ο Πέτρος, είδε τελευταία φορά τον πατέρα του πριν το καλοκαίρι, ο λόγος της συνάντησης ίδιος με τον σημερινό, να πάρει λίγα χρήματα. Ελέγχει τα θυροτηλέφωνα όσο τον περιμένει, ψάχνει με γρήγορες ματιές να εντοπίσει αυτού που τον μεγάλωσε, το βρίσκει παρέα μ’ ένα ξένο επίθετο, βεβαιώνεται πως δεν μένει μόνος.
Κάθεται στο πλατύσκαλο της σχετικά παλιάς πολυκατοικίας και ξεκινά γι’ άλλη μια φορά αυτό που μισεί, τις σκέψεις. Δυσάρεστες, μπερδεμένες και καθόλου ελπιδοφόρες σκέψεις. Τον διακόπτει ο ήχος ενός πιάνου, δεν μπορεί να καταλάβει από πού έρχεται, το παίξιμο είναι κάπως αρχάριο.
Παρ’ όλα αυτά, αναγνωρίζει το τραγούδι, το είχε ακούσει σε μια ελληνική ταινία πριν λίγα χρόνια. Δεν μπορεί να θυμηθεί τον τίτλο του, ούτε κάποιους στίχους, τον ρυθμό μπορούσε να τον ξεχωρίσει όμως ανάμεσα σε χιλιάδες. Ασυναίσθητα, τον σιγομουρμουρίζει μέχρι την στιγμή που ακούει ν’ ανοίγει η εξώπορτα.
Σηκώνεται απότομα απ’ την θέση του και γυρίζει προς την μεριά της εισόδου. Είναι ο πατέρας του μ’ ένα ατσαλάκωτο εικοσάευρω στο χέρι και ένα ισχνό χαμόγελο στα χείλη. «Πέτρο είσαι καλά;;», «Καλά, καλά.. εδώ», απαντά. Ψελλίζει μέσα απ’ τα δόντια του ένα «ευχαριστώ» που με το ζόρι άκουσε και ο ίδιος και κατεβαίνει βιαστικά τα σκαλιά βιαστικός.
Ο Αντώνης βλέπει το γιο του να απομακρύνεται και αναρωτιέται τι πήγε στραβά με αυτό το παιδί, είναι απ’ αυτές τις σκοτούρες που κρατούν ελάχιστα δευτερόλεπτα. Τα κιτρινισμένα φύλλα μοιάζουν να παίρνουν στο κατόπι τον Πέτρο που τον ακολουθούν μέχρι και την στιγμή που αλλάζει στενό.
Με το χαρτονόμισμα στην τσέπη και την ψυχολογία ανεβασμένη, πια, αφού του εξασφάλισε τροφή για την εβδομάδα που έρχεται, προσπαθεί πιο έντονα να θυμηθεί του στίχους του τραγουδιού : «Κάθε βράδυ βγαίνω να πνιγώ, πότε άστρα, πότε άκρη της αβύσσου-μπίνγκο..»