– από την Αγγελίνα Κλαυδιανού

Μεγάλη Παρασκευή η Μαρία κάθεται στο μπαλκονάκι της και ρουφάει τον ουρανό με βουλιμία. Ξέρει, αισθάνεται βέβηλη, αγαπάει αυτή τη μέρα, είτε συννεφιασμένη, είτε ήλιο έχει, γουστάρει να χαλάει τη μαγιά στους ευσεβείς, απολαμβάνοντας τον ήλιο εξίσου με τη βροχή.Η Μαρία πιστεύει στο Χριστό γιατί τον έχει δει στον ύπνο της πολλές φορές. Πιστεύει μάλιστα πως τέτοιες μέρες έρχεται και κάνει μακρινούς περιπάτους στο δάσος και καμιά φορά χτυπάει και τις πόρτες, όχι για να καταλάβει αν οι άνθρωποι εδώ είναι καλοί ή κακοί, η Μαρία δεν πιστεύει πως ο Χριστός είναι τόσο χαζός, μονάχα λέει έρχεται να δει ανθρώπους γιατί του λείψανε οι άνθρωποι εκεί απάνω ή κάτω ή πέρα, ποιος ξέρει που ακριβώς να κατοικεί.Η Μαρία δεν ξέρει, πάντως, παρόλα αυτά που λένε για εκείνη. Αισθάνεται κάτι στη καρδιά της να της λέει «εδώ» αλλά δε δίνει σημασία. Δεν είναι πια νέα. Την έχουνε για σαλεμένη στο χωριό. Φταίει που μια φορά όταν ήτανε μικρή είδε ένα δαιμόνιο κι όχι μάλιστα νύχτα αλλά μέρα μεσημέρι. Λένε πως την άγγιξε στο μάγουλο κι από τότε έχει εκεί μια μελανιά, δε φεύγει, την σημαδεύει μια ζωή, μέσα κι έξω και τη φωνάζουνε αλαφροϊσκιωτη από τότε.
Η Μαρία, ζει στο ίδιο σπίτι που ζούσε νέα. Δεν ταξίδεψε ποτέ. Περιμένει τον Χριστό να έρθει και τότε θα του πει «Πάρε με μαζί σου» και θα πάει κι αυτή όπου θέλει Εκείνος. «Είμαι σίγουρη πως θα ‘ρθει» λέει. Κανείς δε ξέρει ποιόν ακριβώς εννοεί. Νομίζουν κάποιοι πως έχει μπλέξει στο μυαλό της το Χριστό με τον Μανώλη τον αρραβωνιαστικό που είχε κάποτε.
Έφυγε μια μέρα ο Μανώλης, πήγε στην πολιτεία να βγάλει λεφτά. «Θα γυρίσω γρήγορα», της είπε κι αυτή περίμενε. Έμαθε τόσο καλά να περιμένει, τόσο εξασκήθηκε στην αναμονή της, που, όταν ήρθε επιτέλους ο Μανώλης, δεν θέλησε να τον αναγνωρίσει. Εκείνος θύμωσε, πικράθηκε, δε ξέρω. Του είπε «Φύγε, δεν είσαι εσύ αυτός που περιμένω. Φύγε γρήγορα πριν έρθει Εκείνος και σε βρει εδώ». Τότε καταλάβαμε όλοι πως είχε πια τρελαθεί η Μαρία.
Πέρασαν χρόνια, κακό δεν κάνει. Κάθεται στο μπαλκόνι της. Κατά το απόγευμα ακούς το τραγούδι της. Είναι πια μεγάλη κι οι ρυτίδες της σε ξαφνιάζουν αλλόκοτα. Έχει βλέμμα παιδιού. Έτσι που κοιτάζει με λαχτάρα τον ουρανό, λες όπου να ‘ναι θα αναληφθεί.
Περνάνε καμιά φορά τα παιδιά και γελάνε, της πετάνε χαρτάκια και βρισιές από εκείνες που εντυπωσιάζουν τα μικρά παιδιά. Γελάει κι εκείνη και τους ρίχνει καραμέλες. Θα ‘λεγε κανείς πως αγοράζει καραμέλες μόνο για αυτήν τη δουλειά. Να ‘χει να ρίχνει στα παιδιά όταν περνούν για τη συνηθισμένη κοροϊδία τους. Κανένας όμως δε χτυπάει την πόρτα της.
Βράδιασε κάπως απότομα και βγήκε ο Επιτάφιος. Η Μαρία ένιωσε μια μικρή ζαλάδα στο μπαλκόνι να στέκεται με τις ώρες να κοιτάζει. Δεν είναι πια νέα τα μάτια της πονούν. Μα είδε τα φώτα να έρχονται από μακριά και σταμάτησε, δε μπήκε μέσα όπως συνήθιζε όταν νύχτωνε. Την φόβιζε συνήθως το σκοτάδι, όμως αυτό δεν ήταν σκοτάδι.
Η νύχτα απόψε είχε κάτι παράξενο. Κοίταξε τις λαμπάδες, άκουσε τις ψαλμωδίες η Μαρία, κατάλαβε. «Ήρθε», σκέφτηκε. «Ήρθε» κι ήτανε τόση η χαρά της που σκαρφάλωσε στο κάγκελο του μπαλκονιού κι όλα της φάνηκαν σαν ένα, ουρανός και γη μπερδεύτηκαν. Άστρα και φλόγες ένα πράγμα.
Της φάνηκε λέει πως τα αστέρια κατεβήκανε στη γη, πως ήρθε ο ουρανός και ξάπλωσε στα πόδια μας να περπατήσουμε επάνω του. Έδωσε μια η Μαρία, πήρε φόρα και πήδηξε από το μπαλκόνι στο κενό. Το νυχτικό της, λευκό σχεδόν γαλάζιο, χρυσαφένιο στην ανταύγεια των κεριών, φούσκωνε στον αέρα σαν πανί αερόστατου και, αντί να πέσει, η Μαρία σηκωνότανε ψηλά, όλο και πιο ψηλά.
Ελαφρύ αεράκι φυσούσε, λεμονανθοί και πασχαλιά γλυκαίνανε τη γλώσσα μας, τα τελευταία άσπρα σύννεφα άνθιζαν στον ορίζοντα, ψηλά στον ουρανό μπηγμένη μια λεπίδα φεγγαριού, μάτωνε ο κόσμος κι εμείς δε το ξέραμε. «Πρόσεξε μη κοπείς Μαρία», έλεγε μια φωνή. Κανείς δε ξέρει ποιος, μα όλοι τ’ ακούγαμε.
Αφήσαμε καταμεσής του δρόμου τον Επιτάφιο κι όλοι κοιτάζαμε ψηλά, το λευκό νυχτικό της Μαρίας να ασπρίζει, ανάμεσα στ’ αστέρια και στη γη και να χάνεται. «Καλό Ταξίδι Μαρία», φώναζαν γελώντας τα παιδιά και πέταγαν χαρτάκια από τις τσέπες τους στον ουρανό, χιόνι που ερχότανε από τη γη, έπεφτε ύστερα ξανά στα μούτρα μας και μισοκλείναμε όλοι τα μάτια, κανείς δεν έλεγε κουβέντα κι ύστερα ξανά κοιτούσαμε ψηλά το σημάδι που άσπριζε ακόμη σα δεύτερο φεγγάρι.
Τα παιδιά ξετρελαμένα φώναζαν όλο και πιο δυνατά και ρίχνανε το χαρτοπόλεμο τους με μανία προς το άσπρο σημείο κοντά στο φεγγάρι, κι αυτό να μικραίνει ολοένα κι αχνότερο.
Τότε από ψηλά είδαμε όλοι, έκπληκτοι, να πέφτουν βροχή καραμέλες στη γη, τα παιδιά όλα γονάτιζαν και μάζευαν τις καραμέλες με τις χούφτες τους, από μακριά ερχότανε το γέλιο της Μαρίας καμπανιστό, κι εγώ, που η λαμπάδα μου πια είχε σβήσει κι έβλεπα μπρος μου πια το δρόμο καθαρά, αναρωτήθηκα αν η Μαρία από κει πάνω έβλεπε πουθενά ανάμεσα μας, επιτέλους, το Χριστό.
Πολύ καλό
Μου αρέσει!Αρέσει σε 1 άτομο