«Ολόκληρο το πλήρωμα των 28 ατόμων κείτονταν νεκροί από το ψύχος..»
– επιμέλεια, σύνθεση, Μαρία Λυδία Κυριακίδου
Η ναυτιλιακή ιστορία βρίθει ιστοριών πλοίων-φαντασμάτων, εκείνων τα πλοίων που αναχωρούν για τους ωκεανούς του κόσμου και που είναι επανδρωμένα από πληρώματα-φάντασμα. Από αυτά που δεν προορίζονται ποτέ να πιάσουν λιμάνι.
Η πιο γνωστή από αυτές τις ιστορίες είναι εκείνη της «Μαίρη Σελέστ». Ωστόσο, μία από τις μεγαλύτερες πρέπει να είναι εκείνη που περιπλέκει το μυστήριο του «Οκτάβιους».
Η ιστορία του ξεκινά το 1761 με το «Οκτάβιους» να αγκυροβολεί στο λιμάνι του Λονδίνου προκειμένου να προμηθευτεί φορτίο, το οποίο προοριζόταν για την Κίνα. Αυτό το μεγαλοπρεπές ιστιοπλοϊκό καράβι άφησε το λιμάνι του Λονδίνου με επιβαίνοντες ένα πλήρες πλήρωμα, τον πλοίαρχο, τη σύζυγό του και τον γιο τους.
Έφθασαν με ασφάλεια στην Κίνα και ξεφόρτωσαν το φορτίο τους. Επέστρεψαν στη θάλασσα μόλις φορτώθηκαν με προϊόντα που προορίζονταν για τις βρετανικές ακτές, αλλά καθώς ο καιρός ήταν ασυνήθιστα ζεστός, ο καπετάνιος αποφάσισε να ταξιδέψει στο σπίτι μέσω του Βορειοδυτικού Περάσματος, ένα ταξίδι που εκείνη την εποχή δεν είχε επιτευχθεί ακόμη από κανένα άλλο πλεούμενο.
Αυτό ήταν και το τελευταίο πράγμα που κάποιος άκουσε για το σκάφος, το πλήρωμά του ή το φορτίο του. Το «Οκτάβιους» κηρύχθηκε αγνοούμενο.
Ήταν 11 Οκτωβρίου 1775, όταν το φαλαινοθηρικό πλοίο «Χέραλντ» εκτελούσε εργασίες στα ψυχρά νερά της Γροιλανδίας και εντόπισε ένα ιστιοπλοϊκό σκάφος. Καθώς πλησίαζε το πλοίο, το πλήρωμα είδε ότι το πλοίο ήταν ταλαιπωρημένο από την κακοκαιρία – τα πανιά του κείτονταν διασκορπισμένα, σκισμένα και κρεμάμενα, σα κουρέλια πάνω στους ιστούς.
Ο καπετάνιος του «Χέραλντ» διέταξε ένα τμήμα του πληρώματος να ψάξει το σκάφος, για το οποίο στο μεταξύ είχαν διαπιστώσει ότι επρόκειτο για το «Οκτάβιους».
Το πλήρωμα έφτασε στο κατάστρωμα για να το βρει ερημωμένο. Έσπασαν την κουβέρτα του σκάφους και κατέρρευσαν κάτω από τη σκάλα στο άλλο μισό ημισφαίριο του σκάφους, όπου και αντίκρυσαν ένα τρομακτικό θέαμα. Ολόκληρο το πλήρωμα των 28 ατόμων κείτονταν νεκροί από το ψύχος.
Στην καμπίνα του καπετάνιου, βρήκαν τον καπετάνιο, που καθόταν στο γραφείο του, με το στυλό στο χέρι, με το ημερολόγιο του πλοίου ανοιχτό εμπρός στο γραφείο του. Το μελάνι καθώς και άλλα αντικείμενα της καθημερινότητας βρίσκονταν ακόμα στη θέση τους, στο γραφείο.Καθώς γύρισαν γύρω το βλέμμα, είδαν μια γυναίκα κι ένα αγόρι, αγκαλιασμένους και τυλιγμένους σε μια κουβέρτα. Κι οι δύο νεκροί από το ψύχος.
Οι ανιχνευτές του «Χέραλντ» απομακρύνθηκαν πανικόβλητοι από το πλοίο, αρπάζοντας όμως το ημερολόγιό του. Στην τρελή τους «πτήση» προς επιστροφή, έχασαν τις μεσαίες σελίδες του ημερολογίου, οι οποίες εξαιτίας του ότι ήταν παγωμένες και κολλημένες μεταξύ τους ξεκόλλησαν από τη βιβλιοδεσία.
Έφτασαν πίσω στο «Χέραλντ» μόνο με την πρώτη και τελευταία σελίδα του ημερολογίου, που ήταν όμως αρκετές για τον πλοίαρχο του «Χέραλντ», ώστε να προσδιορίσει τουλάχιστον ένα μέρος της ιστορίας του ταξιδιού.
Φαίνεται πως ο καπετάνιος του «Οκτάβιους» προσπάθησε να πλοηγηθεί στο βορειοδυτικό πέρασμα, αλλά το πλοίο του είχε εγκλωβιστεί στους πάγους της Αρκτικής με αποτέλεσμα να βρει τον θάνατο ολόκληρο το πλήρωμα . Η τελευταία θέση του πλοίου ήταν 75Ν 160W, η οποία τοποθετούσε το «Οκτάβιους» 250 μίλια βόρεια του Μπάροβ της Αλάσκας.
Δεδομένου, μάλιστα, ότι το «Οκτάβιους» βρέθηκε στα ανοικτά των ακτών της Γροιλανδίας θα πρέπει να είχε σπάσει από τον πάγο σε κάποια χρονική στιγμή και τελικά να ολοκλήρωσε το ταξίδι του μέσα από το πέρασμα για να βγει από την άλλη πλευρά, όπου και συναντήθηκε με το «Χέραλντ».
Το πλήρωμα του «Χέραλντ» τρομοκρατήθηκε από το «Οκτάβιους» και φοβήθηκε ότι ήταν καταραμένο, γι ‘αυτό και απλώς το εγκατέλειψε «αβοήθητο».
Μέχρι σήμερα το «Οκτάβιους» δεν έχει εντοπιστεί ποτέ ξανά…