«Εύα και Αδάμ»

Γνωρίστηκαν φοιτητές. Αρχιτεκτονική η Εύα, χημικός μηχανικός ο Αδάμ. Ήταν νέοι, ήταν ωραίοι, ήταν φερέλπιδες. Αγαπιούνταν. Θα παντρεύονταν. -Γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου.

Adam&EveΌταν η Εύα γνώρισε τον Αδάμ, όλοι είπαν ότι ήταν καρμικό, παραήταν σημαδιακό για να είναι απλή σύμπτωση. Η Εύα βέβαια είχε βαπτιστεί Ευανθία και ο Αδάμ Αδαμάντιος, αλλά εκτός από κάποιες γιαγιάδες, κανείς δεν τους φώναζε έτσι.

Γνωρίστηκαν φοιτητές. Αρχιτεκτονική η Εύα, χημικός μηχανικός ο Αδάμ. Ήταν νέοι, ήταν ωραίοι, ήταν φερέλπιδες. Αγαπιούνταν. Θα παντρεύονταν. Και τότε, χτύπησε η αρρώστια. Αμυοτροφική πλευρική σκλήρυνση. Και μόνο το όνομά της έφερνε τρόμο.
«Όπως και ο Στήβεν Χώκιν. Το ‘χετε, οι επιστήμονες», είπε η Εύα με μισό χαμόγελο.
Είχε ασπρίσει, τα χείλη της έτρεμαν, αλλά τα δάγκωνε να σταματήσουν.
«Φύγε!», απάντησε ο Αδάμ. «Μην θυσιάσεις την ζωή σου μαζί μου»
«Δεν θα ΄σαι καλά. Να επιστρέψω το νυφικό; Τόσα λεφτά πληρώσαμε!»

Ψέμματα έλεγε. Δεν το ‘χε πάρει ακόμα. Μετά από αυτό όμως, έσπευσε να ράψει ένα. Μίντι. Για να μην μπερδεύεται με τις ρόδες του αναπηρικού αμαξιδίου. Ακόμα μπορούσε να σταθεί όρθιος ο Αδάμ, αλλά είπαν να μην κουραστεί.

Ήταν γενναία κοπέλα. Κι αμετακίνητη.

Στους γάμους πάντα υπάρχουν γέλια αλλά και μερικά δάκρυα συγκινήσεως, κυρίως από τις μαμάδες. Στον δικό τους γάμο κανείς δεν έμεινε ασυγκίνητος. Την ώρα που το ζευγάρι άνοιγε τον χορό, η Εύα στα πόδια της, ο Αδάμ στο καροτσάκι, όλοι είχαν δάκρυα στα μάτια. Σχεδόν όλοι.
«Υπερβολή!», ακούστηκε ο θείος Γιάγκος, διότι πάντα υπάρχει ένας θείος Γιάγκος να χαλάει τα πάρτι.

Και άρχισε η κοινή τους ζωή. Συνυφασμένη με γιατρούς και νοσοκομεία. Η Εύα άντεχε. Ήταν η προσωποποίηση της γενναιότητας, όλοι το έλεγαν.
Δεν ήταν ρόδινη ζωή. Εκείνη προσπαθούσε να τα κάνει όλα να φαίνονται φυσιολογικά. Να βγαίνουν, να δέχονται φίλους, να εργάζονται. Ο ανάπηρος δεν μπορούσε να εργαστεί. Ακόμα δεν υπήρχε το διαδίκτυο στην χώρα μας. Οι οικογένειες, κυρίως του γαμπρού, ήταν εύπορες. Αλλά η Εύα ήθελε να εργαστεί. Όμως ο Αδάμ ζήλευε. Δεν το έλεγε φανερά, αλλά κατέβαζε μούτρα, μελαγχολούσε, είχε κρίσεις. Η Εύα παραιτήθηκε από την εταιρεία όπου είχε προσληφθεί. Όμως το μεταπτυχιακό το τελείωσε, το θηρίο!

Ήθελε και παιδί. Ο Αδάμ όχι. «Να μην του μεταφέρω τα γονίδια», έλεγε. Υποψιάζομαι ότι περισσότερο ήθελε την αποκλειστικότητα στην αγάπη της, αλλά πού ξέρω εγώ; Δεν βλεπόμασταν συχνά. Ξαδέρφες μεν, αλλά άλλη πόλη, δέκα χρόνια διαφορά, όσο να ‘ναι, μετράνε. Όμως είχα την τύχη, την μέγιστη τύχη, να παρευρεθώ στο πρωτοχρονιάτικο πάρτι τους. Δεν χρειάζεται να πω ποιο. Έκτοτε πάντα αναφερόμαστε σε αυτό ως ΤΟ πάρτι.

Ήταν όλα φροντισμένα, πλούσια τα εδέσματα και τα ποτά, ντι-τζέη για μουσική, τα πάντα. Η οικοδέσποινα, χάρμα οφθαλμών, ως συνήθως. Ο Αδάμ δεν παρευρισκόταν. Ήταν παρών, αλλά αποκλεισμένος στην κρεβατοκάμαρα, στο πάνω πάτωμα. Ο καθένας μας πήγαινε, τον χαιρετούσε, τον φιλούσε, του μιλούσε για λίγο, κι έφευγε.

«Να μην τον κουράζουμε» είχε ζητήσει ευγενικά, αλλά αποφασιστικά η Εύα. Κανείς δεν της πήγε κόντρα. Κανείς δεν είχε ξεχάσει πώς είχε αντιδράσει την πρώτη φορά στο νοσοκομείο, όταν είχαν έρθει κάτι γριές θείες από την επαρχία επίσκεψη, ντυμένες στα μαύρα και αρχίσανε τους θρήνους.

Μαινάδα η Εύα. Πώς ο Ιησούς, στον Ναό του Σολομώντος, έδιωξε τους εμπόρους; Έτσι κι εκείνη, τους έβαλε τις φωνές:
«Τι είναι αυτά; Φύγετε! Μαύρα; Πάτε να βάλετε τα καλά σας, να χτενιστείτε, να στολιστείτε, και μετά να έρθετε! Με γέλια! Τ’ ακούτε; Όχι κλάματα εδώ!»

Σκορπιστήκανε όπως τα κοτόπουλα. Τι φύλακας άγγελος φοβερός, με την ρομφαία!
Μερικοί την φοβόντουσαν λιγάκι. Προτιμούσαμε όλοι να πηγαίνουμε με τα νερά της.
Όλοι απορούσαμε όμως.
«Πώς αντέχεις;», την είχε ρωτήσει κάποτε μια κοινή μας φίλη.
Ανασήκωσε τους ώμους.
«Η μητέρα μου είχε σκλήρυνση κατά πλάκας», απάντησε.
Λες και η προπόνηση στον πόνο του άλλου σε χαλυβδώνει!
Κάτι ήθελε να αποδείξει, νομίζω. Το είχε βάλει πείσμα.

Πίσω στο πάρτι τώρα, όλα έγιναν κανονικά, και δωράκια συμβολικά ανταλλάξαμε (η Εύα είχε φροντίσει να πάρει ο καθένας μια εορταστική σακουλίτσα) και βασιλόπιτα κόψαμε, το φλουρί το κέρδισε ένας άσχετος, ο τότε γκόμενος μιας ξαδέρφης, δεν τον ξαναείδαμε έκτοτε, σβήσαμε τα φώτα στην αλλαγή του χρόνου, τραγουδήσαμε το «Πάει ο παλιός ο χρόνος» παραδοσιακά, γελώντας που υπακούαμε σε χαζές παραδόσεις, τραγουδούσαμε με χαρά παρόλα αυτά. Φιληθήκαμε, ευχηθήκαμε, και αρκετοί από τους πρεσβύτερους ή όσοι είχαν μικρά παιδιά, αποχώρησαν σιγά-σιγά. Η μουσική είχε γίνει σιγανή υπόκρουση. Κάποιοι είχαν στήσει τραπέζι με χαρτιά.

Η Εύα σηκώθηκε, μας καληνύχτισε, είπε ότι μπορούσαμε να μείνουμε όσο θέλαμε, αλλά να μην ξεχνούσαμε να κλείσουμε την πόρτα φεύγοντας. Εκείνη θα πήγαινε στον Αδάμ.

Τον Αδάμ, τον είχαμε ξεχάσει. Ναι μεν στην αλλαγή του χρόνου είχαμε πάει όλοι μπούγιο επάνω, αλλά δεν μείναμε πολύ, εξάλλου δεν έπρεπε να τον κουράζουμε, έτσι δεν είναι; Κάτω μετά, στο σαλόνι, με τις κουβέντες και τα σούρ’ τα – φέρ’ τα, τον ξεχάσαμε. Η Εύα όχι.

Εδώ που τα λέμε, από την στιγμή που έφυγε, κοντεύαμε να ξεχάσουμε και την ίδια. Η τρυφηλότητα της καλοπέρασης σε αμβλύνει. Όμως μετά από αυτό που συνέβη, αποκλείεται να ξεχάσουμε.

Εκεί που ψιλοκουβεντιάζαμε, με χαχανητά και βουτηγμένοι στην ραστώνη της χώνεψης, ξαφνικά ακούμε φωνές. Αναπηδήσαμε, μερικοί έκαναν να πάνε προς τα επάνω, κάποιοι άλλοι όμως τους συγκράτησαν εγκαίρως. Οι κραυγές δεν ήταν επίκληση για βοήθεια. Ήταν ηδονής.

Τώρα είχαμε μείνει όλοι ακίνητοι, σοκαρισμένοι. Κάποιος άντρας πήγε να βάλει τα γέλια. Κάποια γυναίκα τον κοίταξε αυστηρά και το κατάπιε αμέσως, γυρίζοντάς το σε ρέψιμο. Κάποιες γυναίκες ήταν εμφανώς σκανδαλισμένες, κάποιες όμως είχαν γλαρώσει. Η ηδονή είναι μεταδοτική. Εγώ και κάνα-δυο άλλοι είχαμε δάκρυα στα μάτια. Γενναίο, γενναίο κορίτσι!

«Καιρός να φεύγουμε», είπε μια γυναίκα εμφατικά. Οι περισσότεροι ήμασταν μάλλον απρόθυμοι, για να είμαστε ειλικρινείς, όμως κάναμε την ανάγκη φιλοτιμία και συμμορφωθήκαμε. Κοιταχτήκαμε, χαμογελάσαμε συνωμοτικά, και τους αδειάσαμε την γωνιά.

«Χρόνια πολλά, αγάπη μου!», ψιθύρισε η Εύα μετά.
«Πολλά δεν ξέρω αν θα είναι, μωρό μου. Καλά θα είναι, όμως», απάντησε ο Αδάμ.
Και ήταν, βρε παιδιά. Μέχρι που ήρθε το τέλος, ήταν.

31 Δεκεμβρίου 2019 – ©

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.