«Στη μέση της αγοράς»

Στα χέρια του ο ποιητής, κρατά έναν καθρέφτη. Αυτοποιημένα και συνειρμικά, γίνεται η κατάταξή του στους απόκληρους και στους απελπισμένους.
– γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης

720_d9eeae31beb28ca1ce86552c11b059ceΟ ποιητής στέκεται στη μέση της αγοράς, κοιτάζοντας τους όχλους και τις υποτιθέμενες κοινωνικές διεργασίες. Δεν ξεπερνιέται το γελοίο, στοιβάζεται σε πλατείες και καπηλειά. Κι ο ήλιος σπάει – συνεχώς – σε κομμάτια, αφήνοντας τούς ημεροδρόμους, δίχως ομιλία και αποστολή (η νοερά βασιλική οδός απέχει παρασάγγας, ουτοπικό κατασκεύασμα τραγωδών).

Είναι απαραίτητη η ακεραιότητα των άστρων για να ολοκληρωθεί ένας στόχος κι αυτή η επισήμανση δείχνει τη δυσκολία του όποιου εγχειρήματος ( μην ανασκαλεύεις τον ουρανό, δεν γράφεται η ιστορία μ’ αυτόν τον τρόπο ). Έτσι κάπως απροσμάχητα και αντι-ηθικά, ο ποιητής περιμένει να ‘ρθει η νύχτα για να ξεχάσει τη χαραυγή ( πάλι ) και να ξεκινήσει να προσεύχεται στις άκρες της θάλασσας (η ιερά κίνηση ενισχύει τον στοχασμό ).

Είναι το καθήκον του προς το ανώτερο, στο μεταφυσικά στοιχειωμένο. Όμως, το αόρατο χάνει την ισχύ του (κάθε μέρα), συμπαρασύροντας τό ασήμαντο και την έμπνευση στην αποδυνάμωση. Το μίσος εναντίον της ομορφιάς είναι παντοδύναμο κι ανατρέπει την παρηγορία και τη δημιουργία (οι άλλοι δεν αποδέχονται επουδενί τις κεκλεισμένες θύρες).

Στα χέρια του ο ποιητής, κρατά έναν καθρέφτη. Αυτοποιημένα και συνειρμικά, γίνεται η κατάταξή του στους απόκληρους και στους απελπισμένους. Μα τούτος ο δίαυλος επικοινωνίας άλλο δεν κάνει παρά να σπάει την ύπαρξη σε όστρακα. Μετά το καθένα, ως θνήσκον αγαλματίδιο ( η καλλιτεχνία δίνει μια μορφή στη θλίψη ), κυλάει στα λερά πεζοδρόμια για να πάρει την τιμή του, να γίνει μικροεμπόρευμα για τις πολλαπλές επαναλήψεις του γελοίου.

Ακέραιος χρόνος δεν υφίσταται στις πολιτείες. Ο καθένας εγγράφει το δικό του κόμματι στον τοίχο της ασθένειας και του τίποτα. Οι πιο τυχεροί περιμένουν τον ξεναγό να δείξει στους δικαστές της σωφρονιστικής αποικίας, τα διαπιστευτήριά τους : ένας μικρός ρόλος ή μια ζωή συνδεδεμένη με φθηνοηδονές ( μέγα κατόρθωμα για λίγα μέτρα χώμα ).

Για τον ποιητή ,ως αμοιβή, απομένει ένας άλλος τάφος στο πίσω μέρος μιας εκκλησίας, μ’ ένα λουλούδι αφημένο στη μισοσβησμένη επιγραφή (η τρυφερότητα κι η παρακμή περνάνε μέσα απ’ το άγιο βήμα και ενεδρεύουν σε μαραμένα λουλούδια).

Οι ήσυχες μέρες και νύχτες του Αυγούστου γεμίζουν (όπως πάντα) αδέσποτα σκυλιά και αδιάφορα θαλασσοπούλια. Και η επιστροφή των ιστοριών στο ίδιο τέλος και στην ίδια αρχή, πρωταγωνιστεί στα λειψά δρομάκια και στα γκρίζα κύματα. Ο ποιητής -αυτογνωσιακά και λογοτεχνικά – εντάσσεται στο πλαίσιο της μίμησης και της αδυναμίας, για λίγο ή για πάντα, δίχως νοσταλγίες κι απολογισμούς.

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.