«Έτσι πέρασε λίγος καιρός
ο καιρός μαζί σου, ήταν πάντα λίγος…»
– by Blaise Barten
Τα γέλια μας έγιναν μικρές πολύχρωμες χάντρες
μέσα σε υφασμάτινο πουγκί, με κόκκινο σχοινί δεμένο.
Τις δώσαμε στο μικρότερο παιδί στη γειτονιά
του είπαμε να παίξει με αυτές
μα να προσέξει μην τις χάσει.
Και καταλάβαμε ευθύς και οι δύο
πόσο δύσκολο ήταν αυτό να γίνει.
Δώσαμε χρόνο, θυμάμαι έφτιαξες μια κούπα τσάι
καθίσαμε στη βεράντα μας, και κοιτάγαμε.
Τι χαρά; το παιδί έπαιζε με τα γέλια μας
και κάθε βράδυ στο τέλος του παιχνιδιού προσεκτικά στο πουγγί που του είχαμε δώσει μέσα πάλι τις έβαζε.
Έτσι πέρασε λίγος καιρός
ο καιρός μαζί σου, ήταν πάντα λίγος.
Στη βεράντα χαζεύαμε τα γέλια μας
και το βράδυ σαν μαζεύονταν από την πλατεία
σφίγγαμε τα χείλη ο ένας του άλλου με τα δόντια.
Για μια στιγμή, το ομολογώ, φαντάστηκα έτσι να ζω μέχρι το τέλος.
Κι μ’ άρεσε αυτό το τέλος
Έκλεινα τα μάτια μου και αφαιρούσα τη ζωή μου από την ύπαρξη μου και δεν στεναχωριομουν.
Γιατί μέχρι το τέλος
ένα παιδί έπαιζε με τα γέλια μας,
και τι ζωή πιο φωτεινή, πιο λαμπερή,
πιο δίκαιη από αυτή να ζητήσω;
Εκείνη τη μέρα μου είπες να μην βγούμε στη βεράντα,
σαν να είχε κρύο, σαν να μην ένιωθες καλά.
Πήρα το τσάι και κάθισα δίπλα σου
ήθελα να σου πω παραμύθια
μα δεν με άφησες, κούρνιασες πάνω μου και αποκοιμήθηκες.
Κι έτσι όπως σου έριχνα κάτι πάνω σου, άκουσα ένα κλάμα.
Έτρεξα έξω με ένα φόβο μέσα μου αδικαιολόγητο.
Το παιδί, που τόσο καιρό είχε τα γέλια μας, πολύχρωμες χάντρες
και έπαιζε, καθισμένο ήταν και έκλαιγε γοερά.
Σαν να είχε σπάσει το πουγκί, να είχαν χαθεί οι χάντρες.
Η καρδιά μου σπάραξε, όχι για τις χάντρες,
για το παιδί, πίστευε και αυτό όπως εγώ ότι δεν θα χαθούν ποτέ.