«Στα μάτια»

«Δύο λευκά αδύνατα και πλαδαρά πόδια ξεπρόβαλαν τότε διστακτικά από τα ζεστά σκεπάσματα και βυθίστηκαν στις δύο μάλλινες παντόφλες που υπήρχαν στο κάτω μέρος του κρεβατιού»
– γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας

Ο Θωμάς είναι μηχανικός και παραμένει άνεργος τα τελευταία δύο χρόνια. Πριν μερικές μέρες έλαβε μήνυμα στον υπολογιστή σχετικά με μία αίτηση που είχε κάνει εδώ και καιρό για να τον προσλάβουν ως μηχανικό σε μία μεγάλη εργοληπτική εταιρεία. Του ζητούν να περάσει από συνέντευξη. Το ραντεβού είναι σήμερα στις 12 και η ώρα είναι 10. Ο Θωμάς βρίσκεται ακόμη στο κρεβάτι, δεν έχει ξυπνήσει, ενώ η γυναίκα του μπαινοβγαίνει στην κρεβατοκάμαρα και του φωνάζει συνεχώς σήκω επάνω.

«Είναι 10 και είσαι ακόμη στο κρεβάτι. Θωμά έχεις βαρύνει. Από καιρό έχω καταλάβει ότι δε θέλεις να δουλέψεις».
Ο Θωμάς ανοίγει τα μάτια.
«Ωχ! Είναι κι αυτή η συνέντευξη!».

Δύο λευκά αδύνατα και πλαδαρά πόδια ξεπρόβαλαν τότε διστακτικά από τα ζεστά σκεπάσματα και βυθίστηκαν στις δύο μάλλινες παντόφλες που υπήρχαν στο κάτω μέρος του κρεβατιού. Ο αδύνατος, επίσης πλαδαρός κορμός του, φορούσε μια φαρδιά μισοσκισμένη πιτζάμα και το χλωμό αξύριστο πρόσωπο του, που στο πάνω μέρος είχε έναν μικρό θάμνο από πυκνά μαύρα ανακατεμένα μαλλιά, ήταν όλη κι όλη η εικόνα του Θωμά. Η εικόνα του Θωμά τα τελευταία δύο χρόνια.

Στο σαλόνι η τηλεόραση στη διαπασών, η γυναίκα του να συγυρίζει με την ηλεκτρική σκούπα, και η κόρη του να πηδάει από καναπέ σε καναπέ. Μια συνεχής βουή και φασαρία. Τον Θωμά δεν τον ενοχλούσαν όμως αυτά – είχε πάψει να τον ενοχλεί το οτιδήποτε από καιρό. Ήταν στον κόσμο του. Πήγε στην κουζίνα, έφτιαξε καφέ και άναψε τσιγάρο.

«Σου έχω ανάψει το θερμοσίφωνα να ξυριστείς και να κάνεις μπάνιο. Σου έχω βγάλει από την ντουλάπα το λευκό πουκάμισο και το μαύρο τσόχινο παντελόνι».
«Ποιο παντελόνι; Έχω τσόχινο παντελόνι;».
«Έχεις ξεχάσει πως είναι να ντύνεσαι μου φαίνεται Θωμά».

Ο Θωμάς τελείωσε τον καφέ, ρούφηξε και την τελευταία τζούρα από το τσιγάρο και μπήκε στο μπάνιο να ξυριστεί και να ετοιμαστεί.

Πλησίασε στον καθρέφτη. Κοίταξε το πρόσωπό του. Θυμήθηκε τον εαυτό του. Μια ουλή στο μέτωπο. Τα μάτια του πρησμένα και τα ασπράδια θολά. Τα μαλλιά στους κροτάφους δεν τα θυμόταν τόσο ψαρά. Άνοιξε την βρύση να τρέξει για να ‘ρθει το καυτό νερό. Υδρατμοί αναδύθηκαν ανάμεσα σ’ αυτόν και το είδωλο του καθρέφτη. Ο γυάλινος εαυτός του χανόταν σιγά-σιγά πίσω από τους ζεστούς υδρατμούς. Ο χαρακτηριστικός ήχος της ροής του νερού στον νιπτήρα του έφερε στη μνήμη τον μπαμπά που ξυριζόταν κάθε πρωί και άφηνε την πόρτα ανοιχτή. Τότε ο μικρός Θωμάς πλάγιαζε το κεφαλάκι του στο κάσωμα της πόρτας και τον παρατηρούσε ευλαβικά.

«Όταν θα μεγαλώσεις θα ξυρίζεσαι και συ πριν πας στη δουλειά. Και να θυμάσαι: να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια».

Το νερό της βρύσης κυλούσε, και ο ήχος της συνεχόμενης ροής άρχισε να τον διαπερνά. Να διαπερνά όλο του το σώμα.

«Να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια. Μήπως εννοούσε να κοιτάζω την ίδια τη ζωή στα μάτια;»

Σάστισε. Σάστισε μπροστά στον εαυτό του. Και δεν ήταν η πρώτη φορά που του συμβαίνει. Του χρωστούσε εξηγήσεις. Καταλάβαινε ότι έχει παραμελήσει τον εαυτό του, τη δουλειά του, το σπίτι του. Ήταν άνεργος για ένα μεγάλο χρονικό διάστημα και είχε και το δικό του μερίδιο ευθύνης. Τώρα έπρεπε να βγει από όλο αυτό τον μοναχικό και καταθλιπτικό τρόπο που ζούσε και να νιώσει πάλι δυνατός. Δυνατός όπως και ο πατέρας του.

Ήταν και ο πατέρας του ψηλός με αραιά μαλλιά και λεπτή μύτη και θυμάται που μόρφαζε και τέντωνε το πρόσωπό του μπροστά στον καθρέφτη κάθε φορά που ξυριζόταν, δημιουργώντας έτσι άλλοτε αστείες άλλοτε τρομακτικές γκριμάτσες.

Μια φωνή από το σαλόνι που φώναξε «μπαμπά» τον έκανε να μεταφερθεί νοητά ακόμη πιο κοντά του. Στον πατέρα του. Δίπλα του, μαζί του, ένας προς έναν. Με τα ίδια βάρη και τις ίδιες υποχρεώσεις. Ο μικρός Θωμάς στο σώμα του άνδρα πατέρα του με την καρδιά του όμως που είχε μείνει ακόμη πίσω, παιδική και ευαίσθητη, και που πρέπει τώρα να γίνει σαν κι εκείνη του μπαμπά του. Διέκοψε τις σκέψεις του. Μπήκε για ντους. Στα επόμενα είκοσι λεπτά είχε ήδη ετοιμαστεί και μπει στο λεωφορείο με κατεύθυνση την εταιρία.

Ήταν αλλαγμένος, το ένιωθε. Το περπάτημα του αποφασιστικό. «Ένα κλικ είναι όλα. Θα τον κοιτάξω στα μάτια και θα του απαντήσω με ειλικρίνεια σε κάθε του ερώτηση».

Tzav1Ανέβηκε τις μαρμάρινες σκάλες του τεράστιου οικοδομήματος που στεγάζονταν τα γραφεία της εταιρίας. Πελάτες, μηχανικοί, άνδρες, γυναίκες, ντυμένοι με ακριβά ρούχα ανεβοκατέβαιναν. Μία όμορφη κυρία που φορούσε κόκκινο κραγιόν και ακριβή τσάντα πέρασε από δίπλα του και με την άκρη του αγκώνα του χτύπησε κατά λάθος την τσάντα της. Ζήτησαν ταυτόχρονα συγγνώμη. Του χαμογέλασε. Χαμογέλασε κι αυτός.

Ύστερα έφτασε μπροστά από την πόρτα. Την χτύπησε. Αργούσαν να ανοίξουν. Περίμενε. Σκέφτηκε να ξαναχτυπήσει. «Κι αν είχαν ακούσει και απλά δεν ήθελαν να ανοίξουν;» σκέφτηκε.

Άγγιξε πάλι με τα δάχτυλά του την πόρτα. Γλιστρώντας τα πάνω σε αυτήν, τελικά τα πήρε πάλι πίσω. Μετά από λίγο μια νεαρή, όμορφα βαμμένη, γραμματέας τον υποδέχτηκε και του έτεινε το λεπτό περιποιημένο της χέρι προς τον καναπέ να καθίσει.

Κάθισε σε ένα δερμάτινο φουσκωτό καναπέ. Μπροστά του βιβλία και περιοδικά. Έμοιαζε με αίθουσα αναμονής σε οδοντιατρείο. Απέναντί του μία παχουλή κυρία που ενέπνεε σεβασμό τον κοιτούσε επίμονα. Δίπλα του, αλλά και σε άλλες θέσεις, καθόντουσαν και άλλοι ενδιαφερόμενοι. Άφησε τον εαυτό του ελεύθερο να πέσει αναπαυτικά με την πλάτη στον καναπέ. Η ώρα περνούσε. Η κυρία συνέχισε να τον κοιτάζει επίμονα. Ο ίδιος άρχισε να νιώθει ένα σφίξιμο στο στομάχι. «Να κοιτάς τους ανθρώπους στα μάτια», άρθρωνε ψιθυριστά για να το ακούει.

Οι υπόλοιποι που περίμεναν κι αυτοί να περάσουν από συνέντευξη άλλαζαν συνεχώς θέση τα πόδια τους και έφτιαχναν τα ρούχα τους κοιτώντας τον περισσότερο χρόνο κάτω. Φαινόταν λες και είχαν συνεννοηθεί να μην μιλούν και ταυτόχρονα να κοιτούν όλοι μαζί τα πόδια του ξύλινου τραπεζιού που βρισκόταν στο κέντρο της αίθουσας και που είχε επάνω του τα περιοδικά και τα βιβλία. Κάποια στιγμή ο Θωμάς σήκωσε αποφασιστικά το βλέμμα του ανταποδίδοντας έτσι στο δικό της επίμονο βλέμμα. Η σιωπή έπαψε.

«Περιμένετε κι εσείς για τη συνέντευξη;» ρώτησε η παχουλή κυρία.
« Μάλιστα. Κι εσείς;»
«Ω! Εγώ! Ευχαριστώ για το κομπλιμέντο αλλά η θέση είναι για νέο».

Η νεαρή γραμματέας διέκοψε τη σύντομη συζήτηση τους και παρακάλεσε την παχουλή γυναίκα να περάσει στο γραφείο της. Ήταν όλα καθαρά και τακτοποιημένα, της είπε.
«Η συνέντευξη ξεκινά», είπε στους υπόλοιπους.
«Κύριε, θα ήθελα να περάσετε πρώτος. Ελάτε μαζί μου», είπε η παχουλή κυρία στον Θωμά.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.