Τα βήματα μου μ’ έφεραν πάλι κάτω από το σπίτι σου. Σήκωσα το κεφάλι και κοίταξα προς το διαμέρισμα. Παλιά συνήθεια, από τότε που ήμασταν ακόμα μαζί. Αδύνατο να περάσω κάτω απ’ την πόρτα σου χωρίς να σηκώσω τα μάτια για ένα γεια, ένα πεταχτό φιλί στο μάγουλο. Ακόμα και τότε, όταν έφευγα τα βράδια, πάντα σήκωνα το κεφάλι για μια τελευταία καληνύχτα, ένα τελευταίο νοερό χάδι.
Έχεις φως. Ασυναίσθητα κοίταξα το ρολόι, εφτάμισι το απόγευμα. «Τώρα θα μαγειρεύεις», σκέφτηκα, αλλά μετά θυμήθηκα πως ήταν Παρασκευή και τις Παρασκευές δεν έκανες καμία δουλειά. Σου άρεσε να ξαπλώνεις στον καναπέ και να τον αφήνεις «να ρουφήξει την κούραση όλης της εβδομάδας», όπως έλεγες. Άφηνες και μένα να σε ρουφήξω, να σε καταπιώ ολόκληρη, να σε στραγγίξω, πάνω στον ίδιο καναπέ που ξαπλώναμε παρέα και που ποτέ δεν φτούρησε σαν ανταγωνιστής.
Λάτρευα το δειλό σου χαμόγελο κι εκείνα τα γεμάτα απόγνωση μάτια με τα οποία με κοίταζες στην πρώτη δυσκολία. Εύκολα γινόμουν ο ήρωας σου, αυτός που αναλάμβανε να λύσει κάθε σου πρόβλημα, μόνο και μόνο για να βλέπω το λατρευτικό σου βλέμμα να μ’ αγκαλιάζει. Μ’ άρεσε να καταργώ τα στηρίγματα σου, όλα αυτά τα «πρέπει» και τα «μη», τον αυστηρό προγραμματισμό που είχες δομήσει για να ξορκίζεις τους φόβους. Μα εγώ είχα αφουγκραστεί τους χτύπους της καρδιάς σου, τη λαχτάρα να λύσεις τα δεσμά, ν’ απελευθερωθείς, να πετάξεις, και βήμα το βήμα σου μάθαινα πως να φτερουγίζεις, πως να απαλλαχτείς απ’ τα δεκανίκια, πώς να καλοδεχθείς το άγνωστο. Σ’ έβλεπα ν’ αλλάζεις και χαιρόμουν.
Μέχρι που το χαμόγελο μου πλάτυνε και στέριωσε καθώς, στη δική σου ματιά, δεν διέκρινα πια κανένα ίχνος απελπισίας. Πάτησες στα πόδια σου δυναμικά, τόσο που δεν είχες πλέον ανάγκη από κανέναν ήρωα, κι έτσι εγώ βρέθηκα χωρίς ρόλο και θέση στη ζωή σου. Να περνώ κάτω από το μπαλκόνι σου και να σταματώ για να ρίξω μια ματιά, να σε παίρνω μια τελευταία αγκαλιά, και να φεύγω με την τελευταία σκέψη πάντα σε σένα.
Δεν το ξέρεις, αλλά τώρα που βρέθηκα μακριά σου, ανακάλυψα πως τελικά ούτε τόσο γενναίος, ούτε τόσο ατρόμητος ήμουν. Ήταν η αγάπη μου για σένα που μ’ έκανε να ξεπερνώ τον εαυτό μου και τις αδυναμίες του. Ενώ τώρα, που αδυνατώ να δω την καλύτερη μου εκδοχή να καθρεφτίζεται στα μάτια σου, αισθάνομαι πως βυθίζομαι στα σκοτάδια κι έχω ανάγκη να βρίσκομαι κοντά σου, κάτω από το μπαλκόνι σου, για να σε φέρνω κοντά μου –αγάπη μου- και να θυμάμαι ποιος υπήρξα κάποτε.