Η φωνή έμοιαζε να μη σηκώνει αντίρρηση. Κάτι σαν αφηρημένη προστακτική. Ή μήπως επιθυμία. Κι ύστερα σιωπή…
«Να είσαι εκεί…», άκουσα μόνο.
«Κουρσάρος ή κατακτητής;» αναρωτήθηκα. Γέμισα με σκέψεις κι απορίες.
Συναντηθήκαμε στο λιμάνι, στο σκονισμένο τραπέζι ενός καφενείου. Σφίξαμε τα χέρια κάτω από ένα υπόστεγο αμφιβολίας. Στο βλέμμα του αντανακλούσε η αγωνία. Οι κινήσεις του μπερδεύονταν με την αμφισβήτηση. Μπροστά μας ένα φθαρμένο σταχτοδοχείο και η ξεθωριασμένη σκακιέρα· μόνο τα πιόνια της διατηρούσαν το χρώμα τους. Στο διπλανό τραπέζι δυο γέροι έπαιζαν ζάρια την ανία…
Τον αποπλανούσα εξιστορώντας τα αλλόκοτα της ζωής μου. Στο χωμάτινο δρόμο τα παιδιά σήκωναν σκόνη κλωτσώντας μια ξεφούσκωτη μπάλα.
Ο νους σχεδίαζε τον χρόνο και σαλπάριζε σ’ αβέβαιους προορισμούς.
Μιλούσε πολύ κι εγώ έκοβα βόλτες από τη μια κίνηση στην άλλη…
«Θα χάσεις τον πύργο σου…» είπα. Εκείνος προσπαθούσε να λαφυραγωγήσει το μυαλό μου.
«Να χαίρεσαι … ν’ απολαμβάνεις… να είσαι ελεύθερη…» μιλούσε κρατώντας τον αξιωματικό του, χωρίς να παίρνει τα μάτια από πάνω μου.
«Πολλές προμήθειες για τόσο μικρό ταξίδι…δεν βρίσκεις;», τον ρώτησα.
Ξανοιχτήκαμε πολύ κι άρχισε το παιχνίδι να γίνεται επικίνδυνο. Δύσκολος αντίπαλος…
«Θα κουρσέψω τη βασίλισσά σου…»απάντησε.
Η ώρα προχώραγε κι αυτός γητευτής, σταματούσε τους λεπτοδείκτες όπου και όσο ήθελε. Έριχνε τ’ αγκίστρια του και σαν δεινός αλιευτής πάντα έβγαζε στην επιφάνεια υλικό από τον βυθό μέσα μου…
Εκφράζαμε την άποψή μας, την καλή, για τον κόσμο. Μόνο κάποιες ρυτίδες στο μέτωπο είχαν αντίρρηση. Τόση συνομιλία, για το καλύτερο και το χειρότερο… πετούσε το χειρότερο. Προπορευόμαστε χωρίς να ακριβολογούμε συναισθηματικά. Παίζαμε κρυπτόλεξο, χαϊδεύαμε το παρόν και χανόμαστε στις κινήσεις μας. Γύρω μας το λιμάνι γέμιζε κι άδειαζε με ζωές μπερδεμένες που ξέφευγαν στον χρόνο.
Αναζητήσαμε τον ουρανό· είχε κατέβει χαμηλά. Παίξαμε με τ’αστέρια. Φύσηξε να τα σβήσει. Γελάσαμε… η νύχτα άγγιζε τους ώμους μας. Απλωθήκαμε στους δρόμους. Μας φάνηκαν στενοί… Οι σκιές μας μεγάλωναν κατά μήκος τους. Τις κυνηγήσαμε, κρυφτήκαμε πίσω τους.. Γελάσαμε ξανά… Τα φώτα έσβησαν τις σκιές μας κι ο θόρυβος έπνιξε τα λόγια μας. Χαθήκαμε στην περιήγηση… κι εξακολουθούσαμε να γελάμε. Έσκυψε επάνω μου ακουμπώντας ένα φιλί και μια υπόσχεση. «Θα σκέφτομαι τις ηδονές του μυαλού μας….»είπε και άπλωσε το χέρι· απαιτούσε; με καλούσε; υποδείκνυε; Όλα αυτά σε μια κίνηση. Καλός παίκτης… Αφήσαμε στη μέση την παρτίδα…