«Ο γυρισμός» – Ντούλσε Μαρία Καρντόζο

Με αυτήν την πρώτη βιβλιοκριτική, αρχίζει ένα μίνι αφιέρωμα, σε 5 φάσεις, για τη μυθιστοριογραφία με θέμα την Αγκόλα. Σε αυτά τα αφιερωματικά κείμενα, ο Αλέξανδρος Αντωνίου (BA, MA στην Κλασσική Φιλολογία), γράφει σύντομες κριτικές για βιβλία, σχετικά με λογοτεχνικές ιστορίες που εξελίσσονται στην Αγκόλα ή τουλάχιστον ένα κομμάτι τους πηγάζει από αυτήν.

CARDOZOΗ Πορτογαλόφωνη μετα-αποικιακή λογοτεχνία της Αφρικής εμπεριέχει εμφανή σημάδια μελαγχολίας και φόβου για την μελλοντική πορεία των εξελίξεων. Μέσω της ιστορίας του τέλους των Πορτογαλικών αποικιών, η συγγραφέας Ντούλσε Μαρία Καρντόζο παρουσιάζει μια κομβικής σημασίας στιγμή στην ιστορία της Πορτογαλίας, μιας από τις τελευταίες αποικιακές αυτοκρατορίες. Στο μυθιστόρημα «Ο γυρισμός», η αφήγηση παρουσιάζει τον διαχωρισμό μιας οικογένειας Πορτογάλων αποίκων μετά την ανεξαρτησία της Αγκόλας τη δεκαετία του 1970. Ο πατέρας συνελήφθη από τον στρατό της Αγκόλας υπό την ψευδή κατηγορία ότι ήταν εγκληματίας, ενώ η μητέρα και τα δύο έφηβα παιδιά τους αναγκάζονται να επιστρέψουν πίσω στη Λισαβόνα. Μαζί με αμέτρητους άλλους επαναπατριζόμενους, η οικογένεια στεγάζεται σε ένα ξενοδοχείο του Εστορίλ στην Πορτογαλία, όπου περιμένουν με αγωνία να επιστρέψει πίσω ο πατέρας τους.

Η πατρική φιγούρα στην οικογένεια δεν λειτουργεί απλώς ως ο συναισθηματικός της  πυλώνας, αλλά κυρίως συμβολίζει την άνετη προηγούμενη ζωή στην Αγκόλα, η οποία απότομα έρχεται σε αντίθεση με το θλιβερό παρόν τους, με το φόβο της φτώχειας και της αβεβαιότητας. Όπως και οι άλλοι επαναπατριζόμενοι που προσκολλώνται στο, ευχάριστο για εκείνους, αποικιακό παρελθόν της Αφρικής, η μητέρα και τα δύο παιδιά αρνούνται να πιστέψουν ότι ο πατέρας θα μπορούσε πια να είναι νεκρός. Η άφιξή τους στη Λισαβόνα κατά το τέλος του μυθιστορήματος, χάρη και στην αφηγηματική τεχνική ενός «από μηχανής θεού», επιτρέπει εν μέρει την κατασκευή ενός ευτυχισμένου τέλους που αποκλίνει από τη ζοφερή διάθεση απαισιοδοξίας που κυριαρχεί στην υπόλοιπη αφήγηση.

Το ρόλο του αφηγητή ενσαρκώνει το δεκαπεντάχρονο αγόρι της οικογένειας, ο Rui, καθώς το ευαίσθητο της ηλικίας του και η σταδιακή μετάβαση στην ενηλικίωση εξυπηρετεί διττά τη μυθιστορηματική πλοκή. Δεν είναι πλέον τόσο μικρός και ενώ μπορεί να κατανοεί συνειδητά ό,τι συμβαίνει γύρω του, έχει ακόμα την εσωτερική ελευθερία και τον αυθορμητισμό να λέει ό,τι σκέφτεται χωρίς πολλές δεύτερες σκέψεις. Η οικογένειά του είναι μία μεταξύ των περίπου τριακοσίων χιλιάδων Πορτογάλων που, το 1974, για να σωθούν, αναγκάστηκαν γρήγορα, να εγκαταλείψουν την Αγκόλα, αφήνοντας πίσω ό,τι είχαν αποκτήσει. Φθάνοντας πίσω στην πατρίδα κατάλαβαν ότι η Πορτογαλία, για αυτούς, δεν είναι το σπίτι τους, καθώς απορρίφθηκαν από τους ντόπιους ως πηγή προβλημάτων.

Μέσα από τα μάτια των ηρώων βλέπουμε την Αγκόλα, την οικονομία, τους ανθρώπους και την κοινωνική ανισότητα, ακόμη και την κοινωνική φυλετική διάκριση εναντίον των μαύρων. Δεν εξιδανικεύεται η εικόνα της αποικιακής ζωής, καθώς η οικογένεια της ιστορίας φαίνεται πως αποτελεί κομμάτι μιας ολόκληρης εθνικής νοοτροπίας ανωτερότητας των Ευρωπαίων η οποία αποδομείται πια, ως ξεπερασμένη, με βίαιο και απότομο τρόπο. Tο αφηγηματικό ύφος του βιβλίου παρουσιάζει την αδυναμία κοινωνικής ενσωμάτωσης αυτών των ανθρώπων που εκδιώχθηκαν από μια ζωή που προσπαθούσαν να οικοδομήσουν στην Αφρική και τώρα επέστρεφαν σε μια χώρα που τους επέκρινε και δεν τους κατάλαβαινε.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.