Η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας του δωματίου ήταν μαζεμένη στην άκρη και μπορούσες να διακρίνεις απέναντι στην μονοκατοικία τον κύριο Ανδρέα τον συνταξιούχο με την γυναίκα του και κάποιους φίλους να παίζουν χαρτιά. -γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας

Ακουγόταν μόνο ο ήχος τικ- τακ από το ρολόι που βρισκόταν πάνω στο κομοδίνο της . Όταν κοιμάμαι, του είπε, θέλω να το πάρω και να το χώσω μέσα στο συρτάρι- με ενοχλεί. Θα σου διαβάσω ένα διήγημα του Rilke, της είπε αυτός, και θα αποκοιμηθείς. Έγειρε στο δεξί πλευρό και άνοιξε το συρτάρι του κομοδίνου που βρισκόταν από την δική του πλευρά του κρεβατιού. Έβγαλε το βιβλίο. Πήγε στη σελίδα την τσακισμένη, τακτοποίησε λίγο την κουβέρτα και ανασηκώθηκε προς το κεφαλάρι του κρεβατιού. Ξεκίνησε αργά και καθαρά να διαβάζει.
Η κουρτίνα της μπαλκονόπορτας του δωματίου ήταν μαζεμένη στην άκρη και μπορούσες να διακρίνεις απέναντι στην μονοκατοικία τον κύριο Ανδρέα τον συνταξιούχο με την γυναίκα του και κάποιους φίλους να παίζουν χαρτιά. To έντονο φως πάνω από την πράσινη τσόχα τους, τα αμίλητα και ακίνητα πρόσωπα και η κλωστή καπνού από το τσιγάρο στο τασάκι που ανέβλυζε, πρόδιδαν ότι σε εκείνο το στρογγυλό τραπέζι, εκεί απέναντί, κάποιος παίκτης έπρεπε σύντομα να πάρει μια μεγάλη απόφαση για το παιχνίδι.
Άλλαξε σελίδα και συνέχισε να διαβάζει. Έπειτα σταμάτησε να καθαρίσει το λαιμό του. Διαβάζεις ωραία, του είπε, έχεις ταλέντο. Θέλω να μου απαγγείλεις ένα κείμενο για την παράσταση που θα σκηνοθετήσω. Θα το κάνεις; Εσύ θα διαβάζεις καθιστός σε μια ξύλινη καρέκλα στην άκρη της σκηνής. Οι χορευτές θα παίζουν κανονικά τον ρόλο τους αγνοώντας την ύπαρξη σου. Κάποιες φορές θα περνούν από δίπλα σου και θα σε σκουντάνε στον ώμο. Κάποιες άλλες θα σε υπερπηδούν πάνω από τα γόνατά σου. Και κάποιες ίσως χρειαστεί να καθίσουν επάνω σου. Εσύ θα συνεχίζεις να απαγγέλλεις το κείμενό σου. Όση ώρα θα μιλάς τόση ώρα θα χορεύουν. Θα είσαι το ρολόι που μιλά, μια κλεψύδρα που θα μετράει το χρόνο που κυλά. Οι λέξεις του κειμένου θα είναι η ψιλή άμμος της κλεψύδρας που σφηνώνεται και χάνεται. Όταν τελειώσει το κείμενο θα τελειώσουν όλα. Θα λήξει η παράσταση. Τι λες;
Κοίταξε έξω την πελώρια λεύκα στον κήπο. Κουνούσε τα φύλλα της και το φως της λάμπας από την κολώνα τρύπωνε ανάμεσα από κλαδιά και φύλλα.
Δεν το έχω ξανακάνει ποτέ, της απάντησε. Μου είναι
αδιανόητο να μιλάω μπροστά σε τόσο κόσμο. Φοβάμαι.
Αυτές τις μέρες σε βλέπω αρκετά ήρεμο και δυνατό, του είπε. Πιστεύω ότι θα τα καταφέρεις.
Έτσι δεν είναι Αλέξη; θα είναι ένα στοίχημα για σένα και θα σου κάνει καλό. Να
σκέφτεσαι ότι θα είσαι εσύ και το κείμενο και όλα θα πάνε καλά. Μπορούμε αν
θέλεις να κάνουμε πρόβες σε ένα βαγόνι του Μετρό. Δεν πρέπει να φοβάσαι τον
κόσμο. Θα το συνηθίσεις. Οι άνθρωποι θα σε ακούν και θα σε απολαμβάνουν όσο εσύ
θα συνεχίζεις να διαβάζεις. Το κείμενο θα είναι καλό και οι άνθρωποι που θα σε
παρακολουθούν θα αρχίσουν να αισθάνονται όμορφα πράγματα για σένα. Πρέπει να
μάθεις να ζεις με τους φόβους σου Αλέξη. Μην περιμένεις να φύγουν. Δεν θα
φύγουν.
Με τα μάτια του διάβαινε τις φράσεις του κειμένου κουνώντας τα χείλη του. Είχε σταματήσει να το λέει φωναχτά . Κάπου μέσα εκεί συνάντησε μια φράση που έλεγε : «θα ήθελα να κάνουμε έρωτα» . Τότε, έκλεισε το βιβλίο και στράφηκε προς το κομοδίνο να το τακτοποιήσει στο συρτάρι. Δεν θα συνεχίσεις την ανάγνωση; του είπε. Μου λείπει ύπνος, της είπε, καλό είναι να κοιμηθούμε. Δεν μας μένουν ούτε 3 ώρες ύπνου μέχρι να σηκωθούμε για τις δουλειές μιας.
Εκείνη τη στιγμή πρόσεξε το μεγάλο δάκτυλο του ποδιού της που εξείχε από τα σκεπάσματα. Ήταν βαμμένο κόκκινο βαθύ . Είχε αρκετά χρόνια να την δει να βάφει τα νύχια των ποδιών της. Βέβαια ίσως να τα έβαφε αρκετό καιρό και να μην το είχε προσέξει. Δεν ήταν σίγουρος. Όμως… αποκλείεται! Σκέφτηκε. Η Άννα δεν έβαφε ποτέ τα νύχια των ποδιών της. Θεέ μου! Η Άννα δεν έβαφε ποτέ, μα ποτέ, τα νύχια των ποδιών της. Κάποιος θα έπρεπε σύντομα να πάρει μια μεγάλη απόφαση, είπε μέσα του.