Μια λιγοστή ανάσα
ακουμπούσα τόσα χρόνια
πάνω στα τριζάτα τζάμια
– γράφει η Ευαγγελία Αγγελούση

Κράτησα την αναπνοή μου
και σύρθηκα
μες στα συντρίμμια μιας οικοδομής
που έχτιζαν για μένα και τους ομοίους μου
φιλάνθρωποι εργολάβοι της συμπόνιας.
Όσο σερνόμουν
σκεφτόμουν
πώς στην ευχή κατέρρευσε
τούτο το κτίριο
των αντισεισμικών προδιαγραφών.
Μια λιγοστή ανάσα
ακουμπούσα τόσα χρόνια
πάνω στα τριζάτα τζάμια
για να ζωγραφίσω
πάνω στη θολή γυαλάδα τους
τον ήλιο μου.
Το τελευταίο που θυμάμαι πριν το σεισμό
ήταν αυτή η ανάσα.
Και την ίδια ώρα
δεμένη πάνω στη γλώσσα μου
απ’ τη μια της άκρη
την απελευθερώνω
πάνω στα σκισμένα δοκάρια
που εμποδίζουν το σύρσιμό μου.
Την κολλώ σα βεντούζα
πάνω στα ξέφτια των τοίχων
που κλείνουν το δρόμο μου.
Τα παραμερίζω.
Βρίσκω το πέρασμά μου.
Ξάφνου αναβλύζει φως.
Ο ήλιος είναι.
Αυτός που σχημάτιζα στις φιλόδοξες ανάσες μου.
Αυτός είναι.
Αναγνωρίζω το όνειρό μου.
Και του στέλνω μια ανάσα μου.
Κι ο ήλιος μου σείεται.
Τρεμοπαίζει το φως της πλάσης μου.
Αυτό ήταν, λοιπόν.
Η ανάσα μου γκρέμισε το κτίριο.
Γιατί βαρέθηκε να εισπνέει σκοτάδια
και να εκπνέει ήλιους.
Η ανάσα μου
που θέριεψε.
Δεν άντεχε άλλο να ζει
μέσα σε πτωχοκομείο ονείρων.
Δεν είν’ φτωχή άλλωστε.
Για την ακρίβεια δεν ήταν ποτέ.
Δεν είχε προλάβει απλώς
ν’ ανοίξει τις διαθήκες της ψυχής της.
Αυτό έγινε.
Φούντωσε η ανάσα μου.
Και το γυαλί δεν άντεξε.
Ο καλοασβεστωμένος τοίχος δεν άντεξε.
Τα περήφανα δοκάρια δεν άντεξαν.
Μα κυρίως η ανάσα μου δεν άντεξε.
Τώρα, ανάσα μου
δε θα σκαρώνεις ήλιους
πάνω σε ψυχρά υλικά.
Τώρα
θα κάνεις τον ήλιο σου πινέλο
και θα ζωγραφίζεις στους ουρανούς σου
όπως ανασαίνεις εσύ…
Ανάσα μου…