– επιλογή κειμένου: Νίκος Σταϊκούλης
[ Ι ]
Όταν ένα πρωί ο Γκρέγκορ Σάμσα ξύπνησε από ταραγμένο ύπνο, βρέθηκε στο κρεβάτι του μεταμορφωμένος σε τεράστιο ζωύφιο. Ήταν ξαπλωμένος ανάσκελα, η πλάτη του ήταν σκληρή σαν πανοπλία, και όταν σήκωσε λιγάκι το κεφάλι του, είδε την τουρλωτή καφετιά κοιλιά του να είναι χωρισμένη σε φέτες, ενώ πάνω της ήταν αδύνατο να σταθούν τα σκεπάσματα˙ είχε μείνει σχεδόν ξεσκέπαστος. Τα αμέτρητα ποδαράκια του, αξιοθρήνητα λεπτά σε σύγκριση με το υπόλοιπο σώμα του, κουνιόντουσαν αβοήθητα μπροστά στα ίδια του τα μάτια.
«Τι μου συνέβη;» σκέφτηκε. Δεν ήταν όνειρο. Το δωμάτιό του, ένα συνηθισμένο ανθρώπινο δωμάτιο, αν και κάπως μικρό, στεκόταν βουβό ανάμεσα στους τέσσερις γνώριμους τοίχους. Πάνω απ το τραπέζι, όπου ήταν απλωμένη μια συλλογή από δείγματα υφασμάτων- ο Σάμσα ήταν πλασιέ-, κρεμόταν η εικόνα που είχε πρόσφατα κόψει από ένα εικονογραφημένο περιοδικό και την είχε τοποθετήσει σε μια όμορφη επιχρυσωμένη κορνίζα. Ήταν η φωτογραφία μιας γυναίκας που φορούσε γούνινο καπέλο και γούνινη εσάρπα και στεκόταν όρθια, προτείνοντας στον θεατή ένα μεγάλο γούνινο μανσόν, μέσα στο οποίο το χέρι της εξαφανιζόταν μέχρι τον αγκώνα.
Η ματιά του Γκρέγκορ στράφηκε προς το παράθυρο, και ο μουντός ουρανός- άκουγε κανείς τις στάλες της βροχής να πέφτουν πάνω στο περβάζι- τον έκανε μελαγχολικό. «Μήπως να κοιμηθώ λίγο ακόμα και να ξεχάσω όλες αυτές τις ανοησίες», σκέφτηκε, αλλά αυτό δεν γινόταν, γιατί είχε το συνήθειο να κοιμάται στο δεξί πλευρό, και στην τωρινή του κατάσταση ήταν αδύνατο να βολευτεί σ’ εκείνη τη θέση. Όση δύναμη κι αν έβαζε να στρίψει δεξιά, πάντα κατέληγε ανάσκελα. Το δοκίμασε τουλάχιστον εκατό φορές, έκλεινε τα μάτια του για να μη βλέπει τα πόδια του που σπαρταρούσαν, ώσπου τελικά παραιτήθηκε, όταν ένιωσε στο ένα του πλευρό μια μικρή ενόχληση, που όμοιά της δεν θυμόταν να έχει ξανανιώσει.
«Θεέ μου», σκέφτηκε, «τι εξαντλητική δουλειά πήγα και διάλεξα! Με φάγανε οι δρόμοι, μέρα μπαίνει, μέρα βγαίνει. Αυτό που κάνω είναι πιο κοπιαστικό απ’ ότι αν δούλευα σε ένα μαγαζί, χώρια ο μπελάς του ταξιδιού, το άγχος για τις ανταποκρίσεις των τρένων, τα ακανόνιστα, άθλια γεύματα, κι όλο νέες γνωριμίες όλη την ώρα, χωρίς διάρκεια, χωρίς συναίσθημα. Που να πάρει και να σηκώσει!». Τον έπιασε μια ελαφριά φαγούρα ψηλά στην κοιλιά του˙ σύρθηκε με την πλάτη του πιο κοντά στο κεφαλάρι του κρεβατιού, για να μπορέσει να σηκώσει το κεφάλι του ευκολότερα˙ εντόπισε το μέρος που τον φαγούριζε, ήταν γεμάτο λευκά εξανθήματα, ακατανόητο πώς βρέθηκαν εκεί˙ δοκίμασε να ψηλαφίσει το σημείο με ένα απ’ τα ποδαράκια του, αλλά το απομάκρυνε αμέσως, γιατί στο άγγιγμα τον έπιασε ανατριχίλα.
Γλίστρησε πίσω στην αρχική του θέση. «Αυτό το άγαρμπο πρωινό ξύπνημα», σκέφτηκε, «σε αποβλακώνει πέρα για πέρα. Ο άνθρωπος χρειάζεται ύπνο. Ξέρω άλλους πλασιέ που την περνούν ζωή και κότα. Να, ας πούμε, όταν εγώ γυρίζω στο ξενοδοχείο το μεσημέρι για να καθαρογράψω τις πρωινές παραγγελίες μου, αυτοί οι κύριοι μόλις έχουν καθίσει για να πάρουν πρωινό. Ήθελα να ‘ξερα τι θα έλεγε το αφεντικό μου, αν το έκανα κι εγώ μια φορά˙ θα ‘παιρνα πόδι στο άψε σβήσε. Δεν βαριέσαι, μπορεί και να μου έκανε καλό, ποιος ξέρει; Αν δεν χρειαζόταν να κάνω υπομονή για χάρη των γονιών μου, θα είχα παραιτηθεί εδώ και πολύ καιρό˙ θα είχα πάει στο αφεντικό μου και θα του είχα πει καθαρά και ξάστερα τη γνώμη μου. Θα έπεφτε ξερός! Κι έχει κι αυτή την ιδιοτροπία να κάθεται στο γραφείο του και να μιλάει στο προσωπικό αφ’ υψηλού, κι αυτοί να πρέπει να πλησιάζουν πιο κοντά γιατί δεν τους ακούει λόγω της βαρηκοΐας του. Εντάξει, δεν το βάζω κάτω, η ελπίδα πεθαίνει τελευταία˙ μόλις μαζέψω τα χρήματα που χρειάζονται για να του ξεπληρώσω τα χρέη των γονιών μου- άντε να μου πάρει πέντε-έξι χρόνια-, τότε θα το κάνω, το δίχως άλλο. Θα έρθουνε τα πάνω κάτω. Προς το παρόν, όμως, πρέπει να βιαστώ, γιατί το τρένο μου φεύγει στις πέντε».
Έριξε μια ματιά στο ξυπνητήρι που μετρούσε την ώρα πάνω στο κομοδίνο. «Θεέ και Κύριε!» σκέφτηκε. Ήταν έξι και μισή, οι δείκτες του ρολογιού προχωρούσαν ήρεμα˙ για την ακρίβεια, οι δείκτες είχαν ξεκολλήσει από το έξι, έμοιαζε μάλλον με εφτά παρά τέταρτο. Μα δεν χτύπησε το ξυπνητήρι; Απ’ το κρεβάτι φαινόταν ότι είχε ρυθμιστεί να χτυπήσει κανονικά στις τέσσερις˙ ασφαλώς και θα χτύπησε. Εντάξει, αλλά είναι δυνατός εκείνος να συνέχισε να κοιμάται ήσυχα με τέτοιο κουδούνισμα που τραντάζει ακόμα και τα έπιπλα; Εδώ που τα λέμε, μάλλον ανήσυχα κοιμήθηκε και ίσως γι’ αυτό το λόγο κοιμήθηκε τόσο βαθιά. Και τώρα τι θα κάνει; Το επόμενο τρένο ήταν να φύγει στις εφτά˙ για να το προλάβει θα έπρεπε να τρέξει σαν τρελός˙ όσο για τα δείγματα, δεν ήταν καν πακεταρισμένα και ο ίδιος δεν ένιωθε ιδιαίτερα φρέσκος και ζωηρός. Αλλά ακόμα κι αν πρόφταινε το τρένο, θα τον κατσάδιαζε το αφεντικό του, δεν θα τη γλίτωνε, γιατί ο επιστάτης τον περίμενε με το τρένο των πέντε και θα είχε αναφέρει από ώρα ότι ο Γκρέγκορ δεν φάνηκε. Ο εν λόγω επιστάτης ήταν δημιούργημα του αφεντικού, χωρίς τσαγανό και χωρίς μυαλό. Μήπως να ειδοποιούσε ότι ήταν άρρωστος; Αλλά αυτό θα τον έφερνε σε δύσκολη θέση και θα κινούσε υποψίες, γιατί δεν είχε αρρωστήσει ούτε μια φορά στα πέντε χρόνια που εργαζόταν εκεί. Στα σίγουρα το αφεντικό θα συναντιόταν με τον γιατρό του ασφαλιστικού ταμείου, θα έκανε παράπονα στους γονείς του Γκρέγκορ για τον τεμπέλη γιο τους και θα διέψευδε όλες τις δικαιολογίες επικαλούμενος τον γιατρό, για τον οποίο όλοι οι άνθρωποι είναι απολύτως υγιείς και απλώς φυγόπονοι. Και, μεταξύ μας, στην περίπτωση αυτή δεν θα έπεφτε έξω. Πέρα από μια νύστα που δεν δικαιολογούταν ύστερα από τόσο ύπνο, ο Γκρέγκορ ένιωθε αρκετά καλά και επιπλέον τον είχε πιάσει και μια πείνα ασυνήθιστη.
Καθώς αυτές οι σκέψεις περνούσαν απ’ το μυαλό του με ιλιγγιώδη ταχύτητα, χωρίς ωστόσο να το παίρνει απόφαση να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι- το ξυπνητήρι έδειχνε ακριβώς επτά παρά τέταρτο-, ακούστηκε ένα δειλό χτύπημα στην πόρτα δίπλα στο προσκέφαλό του. «Γκρέγκορ», ακούστηκε μια φωνή- ήταν η μητέρα του-, «είναι εφτά παρά τέταρτο. Δεν θα ’πρεπε ήδη να ‘χεις φύγει;». Τι ήρεμη φωνή. Και τρόμαξε ο Γκρέγκορ όταν άκουσε τη δική του φωνή να απαντά. Δεν έπαυε, βέβαια, να είναι η παλιά του φωνή, χωρίς αμφιβολία, αλλά με ένα επίμονο, φρικτό, νευρικό κοκοράκι να σέρνεται πίσω της σαν αδύναμο σιγόντο, που άφηνε τις λέξεις ατόφιες μόνο για λίγο στην αρχή της εκφοράς τους, για να ορμήσει μετά καταπάνω τους σαν ηχώ και να τις καταστρέψει, έτσι που να μην είναι κανείς σίγουρος τι ακριβώς είχε ακούσει. Ο Γκρέγκορ ήθελε να εξηγήσει με κάθε λεπτομέρεια το καθετί, αλλά κάτω απ’ αυτές τις συνθήκες αρκέστηκε να πει: «Ναι, ναι, ευχαριστώ, μητέρα, τώρα σηκώνομαι». Η αλλαγή στη φωνή του πρέπει να είχε φιλτραριστεί από την ξύλινη πόρτα που τους χώριζε και να μην έγινε αντιληπτή έξω, γιατί η μητέρα του πήρε την απάντηση που ήθελε και απομακρύνθηκε σέρνοντας τα βήματά της.
Ωστόσο, τα άλλα μέλη της οικογένειας αντιλήφθηκαν από τη σύντομη στιχομυθία ότι ο Γκρέγκορ ήταν ακόμα στο σπίτι, γεγονός που τους προκάλεσε έκπληξη, και να ‘τος ο πατέρας, βρισκόταν κιόλας στη διπλανή πόρτα και τη χτυπούσε διστακτικά με τη γροθιά του. «Γκρέγκορ, Γκρέγκορ», φώναξε, «τι έχεις πάθει;» Και σχεδόν αμέσως φώναξε με βαθύτερη φωνή: «Γκρέγκορ! Γκρέγκορ!». Από την άλλη πόρτα ακούστηκε η αδερφή του να παραπονιέται χαμηλόφωνα: «Γκρέγκορ; Δεν είσαι καλά; Χρειάζεσαι τίποτα;». Ο Γκρέγκορ απάντησε και στους δύο: «Έτοιμος είμαι», και έβαλε τα δυνατά του, προφέροντας τις λέξεις καθαρά και αφήνοντας μεγάλες παύσεις ανάμεσά τους, για να ξεφορτωθεί από τη φωνή του οτιδήποτε ύποπτο. Έτσι ο πατέρας του γύρισε να συνεχίσει το πρόγευμά του, η αδερφή του όμως ψιθύρισε: «Γκρέγκορ, σε παρακαλώ, άνοιξε την πόρτα». Όμως δεν είχε καμία πρόθεση να ανοίξει, ένιωθε μάλιστα ευγνώμων που είχε αποκτήσει στα ταξίδια τη συνήθεια να κλειδώνει όλες τις πόρτες τη νύχτα, ακόμη κι όταν ήταν στο σπίτι.
Άμεσος στόχος του ήταν να σηκωθεί αθόρυβα και αβίαστα, να ντυθεί και πάνω απ’ όλα να φάει το πρωινό του, και μόνο τότε να τον απασχολήσουν περαιτέρω, αφού στο κρεβάτι, το ήξερε καλά, καμιά σκέψη δεν θα τον οδηγούσε σε λογικό συμπέρασμα. Θυμήθηκε ότι αρκετά συχνά όταν ήταν ξαπλωμένος ένιωθε έναν ανεπαίσθητο πόνο, πιθανόν λόγω κακής στάσης του σώματος, και μόλις σηκωνόταν ο πόνο εξαφανιζόταν, λες και ήταν γέννημα της φαντασίας του˙ γι’ αυτό ανυπομονούσε να δει τις σημερινές του παραισθήσεις σιγά σιγά να διαλύονται. Η αλλαγής στη φωνή του δεν ήταν παρά προάγγελος ενός βαρβάτου κρυολογήματος, η μόνιμη αδιαθεσία των εμπορικών αντιπροσώπων- γι’ αυτό δεν αμφέβαλλε στο παραμικρό.
Να ξεφορτωθεί τα σκεπάσματα ήταν πανεύκολο˙ το μόνο που χρειάστηκε ήταν να ρουφήξει λίγο την κοιλιά του και η κουβέρτα έπεσε από μόνη της. Το επόμενο βήμα, όμως, ήταν το δύσκολο, κυρίως γιατί ήταν τόσο ασυνήθιστα φαρδύς. Κανονικά, χρειαζόταν να βάλει τα χέρια και τους αγκώνες του για να σηκωθεί˙ αντί γι’ αυτά, το μόνο που είχε ήταν αμέτρητα λεπτά ποδαράκια που βρίσκονταν σε ακατάπαυστη κίνηση και που δεν μπορούσε στιγμή να ελέγξει. Όταν προσπαθούσε να λυγίσει ένα από αυτά, ήταν το πρώτο που τεντωνόταν αμέσως˙ κι όταν τελικά κατάφερνε να το κάνει να υπακούσει, όλα τα υπόλοιπα έκαναν σαν αφηνιασμένα, εκδηλώνοντας τρομερά δυσάρεστη νευρικότητα. «Τι νόημα έχει να χασομεράει κανείς ξαπλωμένος στο κρεβάτι», μονολόγησε ο Γκρέγκορ.
Στην αρχή σκέφτηκε να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι ξεκινώντας πρώτα από το κάτω μέρος του σώματός του, αλλά αυτό το κάτω μέρος, που δεν είχε ακόμα καταφέρει να το δει και συνεπώς δεν είχε σχηματίσει σαφή άποψη για την εικόνα του, αποδείχτηκε πολύ δυσκίνητο˙ έτσι όπως πήγαινε, θα του ‘παιρνε ώρες˙ και όταν τελικά, σχεδόν πυρ και μανία, έδωσε μια σπρωξιά με όλη του τη δύναμη, δεν υπολόγισε καλά την απόσταση και χτύπησε στο τελείωμα του κρεβατιού˙ ο πόνος ήταν τόσο οξύς, ώστε κατάλαβε ότι ακριβώς αυτό το κάτω μέρος του σώματός του ήταν για την ώρα και το πιο ευαίσθητο.
Δοκίμασε, λοιπόν, να σηκώσει απ’ το κρεβάτι πρώτα το πάνω μέρος του σώματός του, γέρνοντας προσεκτικά το κεφάλι του προς την άκρη του κρεβατιού. Αυτό το κατάφερε εύκολα, και παρά το φάρδος και τον όγκο του, το υπόλοιπο σώμα ακολούθησε σιγά σιγά την κατεύθυνση του κεφαλιού. Μόλις, όμως, το κεφάλι του βρέθηκε έξω απ’ το κρεβάτι χωρίς να ακουμπάει πουθενά, φοβήθηκε να συνεχίσει περισσότερο, γιατί αν άφηνε τον εαυτό του να πέσει από εκεί που ήταν, μόνο ένα θαύμα θα γλίτωνε το κεφάλι του από σίγουρο τραυματισμό. Κι έπρεπε πάση θυσία να διατηρήσει τις αισθήσεις του˙ ας έμενε καλύτερα στο κρεβάτι.
Όταν όμως ύστερα από τόσες προσπάθειες επέστρεψε στην αρχική του θέση, φυσώντας και ξεφυσώντας, και είδε τα ποδαράκια του να παλεύουν μεταξύ τους πιο έντονα από ποτέ, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι δεν υπήρχε καμία πιθανότητα να επικρατήσει ησυχία και τάξη σε τούτο το χάος, και επανέλαβε από μέσα του ότι δεν γινόταν να μείνει ξαπλωμένος και ότι η πιο λογική λύση ήταν να τα ρισκάρει όλα αν υπήρχε έστω και η παραμικρή ελπίδα να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι. Παράλληλα, φρόντιζε να θυμάται ότι η διαύγεια και η ψυχραιμία είναι καλύτεροι σύμβουλοι από την απελπισία. Σε παρόμοιες περιπτώσεις στο παρελθόν, κάρφωνε το βλέμμα του στο παράθυρο, αλλά δυστυχώς η σημερινή ομίχλη ήταν τόσο παχιά που δεν μπορούσε να διακρίνει ούτε καν το απέναντι πεζοδρόμιο, κι αυτό ούτε παρήγορο ήταν ούτε ενθαρρυντικό. «Πήγε κιόλας εφτά ακριβώς», μονολόγησε, μόλις οι δείκτες του ρολογιού στάθηκαν στο επόμενο τέταρτο της ώρας, «εφτά ακριβώς κι έχει ακόμα τόσο πυκνή ομίχλη». Κι έμεινε ξαπλωμένος λίγο ακόμα, αδειάζοντας το στήθος του απαλά από αέρα, λες και περίμενε η απόλυτη ησυχία να επαναφέρει όλα τα πράγματα στην πραγματική, στην κανονική τους διάσταση.
Κι έπειτα σκέφτηκε: «Μέχρι τις εφτά και τέταρτο θα πρέπει οπωσδήποτε να έχω σηκωθεί από το κρεβάτι. Όπως και να ‘χει, όλο και κάποιος θα έρθει από τη δουλειά για να ρωτήσει πού είμαι, γιατί το μαγαζί ανοίγει πριν απ’ τις εφτά». Βάλθηκε τότε να κουνιέται ρυθμικά πέρα δώθε για να καταφέρει να ξεκολλήσει μονοκόμματα απ’ το στρώμα. Αν μ’ αυτό τον τρόπο έπεφτε απ’ το κρεβάτι, τότε θα σήκωνε το κεφάλι του απότομα την τελευταία στιγμή για να μην χτυπήσει. Η πλάτη του φαινόταν σκληρή˙ αν έπεφτε στο χαλί δεν θα πάθαινε τίποτα. Αυτό που τον απασχολούσε περισσότερο ήταν ο ενδεχόμενος θόρυβος από την πτώση του καθώς και η ταραχή, αν όχι ο τρόμος, που θα προκαλούσε πίσω απ’ τις κλειδωμένες πόρτες. Αλλά έπρεπε να το ρισκάρει.
Όταν βρισκόταν ήδη ο μισός έξω από το κρεβάτι- αυτή η τελευταία μέθοδος έμοιαζε περισσότερο με παιχνίδι παρά με σοβαρή προσπάθεια, μιας και το μόνο που έκανε ήταν να κυλιέται από το ένα πλευρό στο άλλο-, του πέρασε απ’ το μυαλό πως θα ήταν όλα πολύ πιο εύκολα αν είχε κάποιον να τον βοηθήσει. Δύο άνθρωποι δυνατοί- ο πατέρας του και η υπηρέτρια, που λέει ο λόγος- θα ήταν υπεραρκετοί˙ θα περνούσαν τα χέρια τους κάτω απ’ την καμπυλωτή πλάτη του για να τον ξεκολλήσουν απ’ το κρεβάτι, κι έτσι κρατώντας τον θα χαμήλωναν και θα τον γύριζαν προσεκτικά σε όρθια θέση στον πάτωμα˙ τότε τα ποδαράκια του ίσως κατάφερναν να λειτουργήσουν κανονικά. Αλλά και πάλι, ακόμα κι αν παρέβλεπε ότι οι πόρτες ήταν όλες κλειδωμένες, ήταν όντως καλή ιδέα να ζητήσει βοήθεια; Σ’ αυτή τη σκέψη, παρά τη δύσκολη θέση στην οποία βρισκόταν, του ‘ρθε να χαμογελάσει.
Είχε ήδη φτάσει στο σημείο όπου, όταν ταλαντευόταν με δύναμη, δύσκολα κρατούσε την ισορροπία του, και πολύ σύντομα θα έπρεπε να πάρει μια τελεσίδικη απόφαση, γιατί ήταν εφτά και δέκα- όταν χτύπησε το κουδούνι της εξώπορτας. «Θα ‘ναι κάποιος απ’ τη δουλειά», σκέφτηκε και σχεδόν κοκάλωσε, ενώ τα λεπτά ποδαράκια του χόρευαν ακόμα πιο έντονα. Για μια στιγμή επικράτησε σιωπή. «Δεν θα ανοίξουν την πόρτα», σκέφτηκε υπολογίζοντας σε μια παράλογη ελπίδα. Μετά όμως, όπως γινόταν πάντα, η υπηρέτρια έφτασε με σταθερά βήματα στην πόρτα και την άνοιξε. Από την πρώτη κιόλας λέξη που ξεστόμισε ο επισκέπτης, ο Γκρέγκορ κατάλαβε ποιος ήταν: ο επιστάτης αυτοπροσώπως. Μα γιατί να τύχει μόνο στον Γκρέγκορ η κατάρα να εργάζεται σε μια επιχείρηση όπου το παραμικρό σφάλμα αντιμετωπίζεται με τόση καχυποψία; Δηλαδή όλοι ανεξαιρέτως οι υπάλληλοι ήταν παλιάνθρωποι; Δεν υπήρχε ανάμεσά τους κανένας πιστός, κανένας αφοσιωμένος άνθρωπος, που να τρελαίνεται από τις τύψεις και να αδυνατεί να σηκωθεί απ’ το κρεβάτι, μόνο και μόνο επειδή είχε χάσει μια-δυο ωρίτσες από την πρωινή του δουλειά; Δεν τους έφτανε να στείλουν έναν βοηθό για να ρωτήσει;- αν όντως ήταν απαραίτητη οποιαδήποτε ερώτηση. Έπρεπε να έρθει ο ίδιος ο επιστάτης και να δείξει σε όλη την οικογένεια, που δεν φταίει και σε τίποτα, ότι αυτή την ύποπτη υπόθεση μπορεί να την ξεδιαλύνει μόνο αυτός, καθότι πεπειραμένος σε τέτοια θέματα; Κι όχι τόσο η θέληση όσο ο εκνευρισμός από όλες αυτές τις σκέψεις έκανε τον Γκρέγκορ να πεταχτεί απ’το κρεβάτι με όλη του τη δύναμη. Ακούστηκε ένας βαρύς γδούπος, αλλά τίποτα περισσότερο. Η δύναμη με την οποία έπεσε απορροφήθηκε σε μεγάλο βαθμό από το χαλί˙ η πλάτη του, επίσης, ήταν περισσότερο ελαστική απ’ όσο νόμιζε, κι έτσι ο θόρυβος που έκανε ήταν μάλλον υπόκωφος παρά τρομακτικός. Μόνο που δεν σήκωσε το κεφάλι του προσεκτικά και το χτύπησε˙ θυμωμένος γύρισε και σκούπισε το πονεμένο του κεφάλι στο χαλί.
«Κάτι έπεσε εκεί μέσα», είπε ο επιστάτης στον διάδρομο. Ο Γκρέγκορ προσπάθησε να φανταστεί εάν ο επιστάτης είχε ποτέ περάσει κάτι παρόμοιο μ’ αυτό που περνούσε ο ίδιος˙ κανείς δεν μπορούσε να το αποκλείσει. Και τότε, σαν ωμή απάντηση σ’ αυτή την ερώτηση, ακούστηκε το τρίξιμο από τις δερμάτινες μπότες του επισκέπτη, που προχωρούσε αποφασιστικά στην διπλανή πόρτα. Από το άλλο δωμάτιο η αδερφή του τον ενημέρωσε ψιθυριστά: «Γκρέγκορ, έχει έρθει ο επιστάτης». «Το ξέρω», απάντησε ο Γκρέγκορ από μέσα του˙ αλλά δεν τόλμησε να το πει δυνατά ώστε να τον ακούσει η αδερφή του.
«Γκρέγκορ», ακούστηκε ο πατέρας του από το δωμάτιο αριστερά, «έχει έρθει ο επιστάτης και θέλει να μάθει γιατί δεν πρόλαβες το τρένο. Δεν ξέρουμε τι να του πούμε. Και θέλει να σου μιλήσει ιδιαιτέρως. Γι’ αυτό σου λέω, άνοιξε την πόρτα, σε παρακαλώ. Είναι ευγενικός άνθρωπος, δεν θα παρεξηγήσει την ακαταστασία στο δωμάτιό σου».
«Καλημέρα, κύριε Σάμσα», διέκοψε ο επιστάτης με ζωηρή φωνή. «Δεν είναι καλά», είπε η μητέρα στον επισκέπτη, καθώς ο πατέρας συνέχισε να μιλάει έξω από την πόρτα. «Δεν είναι καλά, κύριε, πιστέψτε με. Τι άλλο θα τον έκανε να χάσει το τρένο; Αυτό το παιδί δεν έχει μυαλό για τίποτε άλλο πέρα από τη δουλειά του. Σταυροκοπιέμαι, που λέει ο λόγος, που δεν βγαίνει ποτέ μια βόλτα τα βράδια. Τις τελευταίες οχτώ μέρες που ήταν στην πόλη έμεινε κλεισμένο στο σπίτι το ένα βράδυ μετά το άλλο. Το μόνο που κάνει είναι να κάθεται στο τραπέζι και να διαβάζει σιωπηλός την εφημερίδα ή τα δρομολόγια των τρένων. Πού και πού καταπιάνεται με την ξυλοκοπτική: είναι τα μόνο του χόμπι. Να, για παράδειγμα, του πήρε δύο ή τρία βράδια να κόψει μια μικρή κορνίζα˙ δεν μπορείτε να φανταστείτε τι ωραία που την έκανε˙ την έχει κρεμάσει στο δωμάτιό του, θα τη δείτε μόλις ο Γκρέγκορ μάς ανοίξει. Δεν έχετε ιδέα πόσο χαίρομαι που ήρθατε, κύριε˙ δεν καταφέρναμε να τον πείσουμε να ξεκλειδώσει˙ τόσο ξεροκέφαλος είναι. Και είμαι σίγουρη ότι δεν αισθάνεται καλά, κι ας μας είπε το αντίθετο». «Έρχομαι αμέσως», είπε αργά και προσεκτικά ο Γκρέγκορ, από φόβο μην του ξεφύγει λέξη από τη συζήτηση. «Ούτε κι εγώ μπορώ να δώσω διαφορετική εξήγηση, κυρία μου», είπε ο επιστάτης. «Ελπίζω να μην είναι τίποτα σοβαρό. Αν και από την άλλη πλευρά πρέπει να παραδεχτώ ότι εμείς οι έμποροι – καλώς ή κακώς- πρέπει πολύ συχνά να βάζουμε στην άκρη τις μικροαδιαθεσίες, για χάρη της δουλειάς».
«Λοιπόν, μπορεί να περάσει τώρα ο επιστάτης;» ρώτησε ανυπόμονος ο πατέρας χτυπώντας ξανά την πόρτα. «Όχι», απάντησε ο Γκρέγκορ. Στο δωμάτιο αριστερά απλώθηκε αμήχανη σιωπή, ενώ στο δωμάτιο δεξιά η αδερφή του άρχισε να κλαίει με αναφιλητά.
Γιατί η αδερφή του δεν ήταν με τους άλλους; Φαίνεται θα είχε μόλις ξυπνήσει και δεν είχε προλάβει να ντυθεί. Και γιατί έκλαιγε; Μήπως επειδή ο αδερφός της δεν σηκωνόταν να ανοίξει στον επιστάτη; Επειδή κινδύνευε να χάσει τη δουλειά του, οπότε ο διευθυντής θα κυνηγούσε τους γονείς τους για κείνα τα παλιά χρέη; Εντάξει δεν χρειαζόταν να ανησυχούν για όλα αυτά προς το παρόν. Ο Γκρέγκορ βρισκόταν ακόμα στο σπίτι και ούτε κατά διάνοια δεν σκεφτόταν να εγκαταλείψει την οικογένειά του. Για την ώρα, είναι αλήθεια, βρισκόταν ξαπλωμένος στο χαλί, κι αν το ήξεραν αυτό δεν θα είχαν στα σοβαρά την απαίτηση να ανοίξει στον επιστάτη. Και, βέβαια, αργότερα θα έβρισκε πειστικές εξηγήσεις γι’ αυτή την ασήμαντη απρέπεια, η οποία δεν συνιστούσε σοβαρό λόγο για να απολυθεί αυτοστιγμεί. Εκτός αυτού, πιο λογικό του φαινόταν να αφήσει τον επιστάτη ήσυχο προς το παρόν, παρά να τον κουράσει με κλάματα και παρακάλια. Ωστόσο, αυτή ακριβώς η αβεβαιότητα τους μπέρδευε και δικαιολογούσε τη συμπεριφορά τους.
«Κύριε Σάμσα», ακούστηκε τώρα πιο δυνατή η φωνή του επιστάτη, «τι συμβαίνει επιτέλους; Κλειδαμπαρώνεστε στο δωμάτιό σας, απαντάτε μονολεκτικά, κάνετε τους γονείς σας να ανησυχούν αδικαιολόγητα και –μια που το έφερε η κουβέντα- παραμελείτε τις επαγγελματικές σας υποχρεώσεις κατά τρόπο εξωφρενικό. Σας μιλώ εξ ονόματος των γονιών και του αφεντικού σας και εκλιπαρώ πολύ σοβαρά για μια άμεση και σαφή εξήγηση. Μένω έκπληκτος, έκπληκτος. Σας θεωρούσα φιλήσυχο και λογικό άνθρωπο, και τώρα ξαφνικά φαίνεται πως έχετε όρεξη για ιδιοτροπίες. Σήμερα το πρωί, βέβαια, ο προϊστάμενος υπαινίχθηκε έναν πιθανό λόγο που μπορεί να χάσατε το τρένο –σχετικά με κάτι εισπράξεις που σας είχαν αναθέσει πρόσφατα- αλλά του έδωσα κυριολεκτικά το λόγο της τιμής μου ότι αυτή η εξήγηση αποκλείεται. Τώρα, όμως, μπροστά σε τόσο ακατανόητη ισχυρογνωμοσύνη, χάνω κάθε καλή διάθεση να σας υποστηρίξω. Και η θέση σας στην εταιρεία είναι κάθε άλλο παρά εξασφαλισμένη. Στην αρχή ήρθα με την πρόθεση να σας τα πω όλα αυτά ιδιαιτέρως, αλλά μια και χάνω το χρόνο μου μαζί σας άσκοπα, δεν βλέπω τον λόγο να μην τα ακούσουν όλα αυτά και οι γονείς σας. Εδώ και αρκετό καιρό, η απόδοσή σας δεν είναι καθόλου ικανοποιητική˙ οπωσδήποτε, δεν είναι η κατάλληλη εποχή για θεαματικές πωλήσεις, το γνωρίζουμε αυτό˙ ούτε όμως είναι εποχή για μηδενικές πωλήσεις˙ δεν υπάρχει κάτι τέτοιο, κύριε Σάμσα, και δεν πρέπει να υπάρχει».
«Μα, κύριε», φώναξε ο Γκρέγκορ έξω φρενών, ξεχνώντας μέσα στο θυμό του και όλα τα υπόλοιπα, «σας ανοίγω τώρα αμέσως. Μια μικρή αδιαθεσία, ένας ξαφνικός ίλιγγος με κράτησε στο κρεβάτι. Και είμαι ακόμα ξαπλωμένος. Αλλά νιώθω και πάλι μια χαρά. Να, τώρα σηκώνομαι. Μια στιγμούλα, μόνο, κάντε υπομονή! Απ’ ό,τι βλέπω δεν είμαι και τόσο καλά όσο νόμιζα. Αλλά είμαι εντάξει, αλήθεια. Για δες τι μπορεί να πάθει κανείς στα καλά καθούμενα! Μόλις χθες βράδυ ήμουν περδίκι, οι γονείς μου μπορούν να σας διαβεβαιώσουν, ή μάλλον είχα ένα αδιευκρίνιστο προαίσθημα. Θα πρέπει να φαινόμουν. Πώς και δεν το σκέφτηκα να ενημερώσω στη δουλειά; Φταίει που πάντα πιστεύουμε ότι θα γίνουμε καλά χωρίς να χρειαστεί να ζητήσουμε άδεια. Κύριε επιστάτη! Μην μπλέκετε τους γονείς μου! Όλα αυτά τα παράπονα εναντίον μου, είναι όλα αβάσιμα! Πρώτη φορά τα ακούω. Ίσως ακόμα δεν έχει έρθει η τελευταία φουρνιά με τις παραγγελίες που έστειλα. Κι επί τη ευκαιρία, σκοπεύω ακόμα να πάρω το τρένο των οκτώ- αυτές οι δύο ωρίτσες που ξεκουράστηκα μου έκαναν απίστευτο καλό. Κύριε επιστάτη, ας μη σας κρατάμε άσκοπα˙ θα έρθω στη δουλειά εντός ολίγου. Αν έχετε την καλοσύνη, ενημερώστε τους και διαβιβάστε στον προϊστάμενο την ειλικρινή συγγνώμη μου!».
Κι ενώ ο Γκρέγκορ ξεστόμιζε ολόκληρο κατεβατό, χωρίς να καταλαβαίνει ακριβώς τι λέει, κατάφερε να φτάσει μέχρι το κομοδίνο με αρκετή ευκολία, έπειτα από τόση εξάσκηση στο κρεβάτι, και τώρα στηριζόταν πάνω του και δοκίμαζε να σηκωθεί όρθιος. Ήθελε πραγματικά να ανοίξει την πόρτα, να εμφανιστεί και να μιλήσει με τον επιστάτη˙ ήταν περίεργος να μάθει τι θα έλεγαν οι υπόλοιποι, που είχαν φαγωθεί να τον δουν, μόλις θα τους φανερωνόταν. Αν τρόμαζαν, δεν θα ήταν αυτός υπεύθυνος και θα μπορούσε να μείνει σιωπηλός. Από την άλλη πλευρά, αν αντιδρούσαν ψύχραιμα, τότε δεν είχε λόγο να αναστατωθεί, κι αν βιαζόταν μπορεί να προλάβαινε ακόμα να φτάσει στο σταθμό για το τρένο των οκτώ. Στην αρχή γλίστρησε καναδυό φορές πάνω στη γυαλισμένη επιφάνεια του κομοδίνου, αλλά με μια τελευταία ώθηση κατάφερε να σταθεί όρθιος˙ δεν έδωσε σημασία στον πόνο χαμηλά στην κοιλιά του, μολονότι τον έκαιγε τρομερά. Κατόπιν αφέθηκε να πέσει ακουμπώντας στην πλάτη της διπλανής καρέκλας, και γραπώθηκε πάνω της με τα λεπτά του ποδαράκια. Αυτό του έδωσε ξανά την αίσθηση του ελέγχου και σταμάτησε να μιλάει, γιατί τώρα μπορούσε να ακούσει αυτά που έλεγε ο επιστάτης.
«Καταλάβατε έστω και μια λέξη απ’ όσα είπε;» ρωτούσε ο επιστάτης˙ «σίγουρα δεν μας δουλεύει όλους κανονικά;». «Για όνομα του Θεού», φώναξε η μητέρα ξεσπώντας σε κλάματα, « ίσως είναι τρομερά άρρωστος κι εμείς τον βασανίζουμε. Γκρέτε! Γκρέτε!» φώναξε. «Ναι, μητέρα;» απάντησε η κόρη από την άλλη πλευρά. Οι φωνές τους περνούσαν μέσα από το δωμάτιο του Γκρέγκορ. «Πρέπει να πας αμέσως να φωνάξεις τον γιατρό. Ο Γκρέγκορ είναι άρρωστος. Τρέχα για τον γιατρό, γρήγορα. Τον ακούσατε πώς μιλούσε;». «Αυτή δεν ήταν ανθρώπινη φωνή», είπε ο επιστάτης σαφώς πιο χαμηλόφωνα από τις στριγκλιές της μητέρας. «Άννα, Άννα», φώναξε ο πατέρας μέσα από τον διάδρομο προς την κουζίνα χτυπώντας τα χέρια, «φώναξε αμέσως έναν κλειδαρά». Και οι δυο γυναίκες έτρεχαν ήδη από τη μια άκρη του διαδρόμου ως την άλλη με τις φούστες τους να θροΐζουν –μα καλά, πότε πρόλαβε να ντυθεί τόσο γρήγορα η αδερφή του;- και άνοιξαν διάπλατα την εξώπορτα. Δεν ακούστηκε να κλείνει˙ προφανώς την είχαν αφήσει ανοιχτή, όπως γίνεται στα σπίτια όταν τα βρίσκει μεγάλη συμφορά.
Στο μεταξύ, ο Γκρέγκορ είχε ηρεμήσει αρκετά. Οι λέξεις που έβγαιναν απ’το στόμα του ήταν ακαταλαβίστικες, προφανώς, κι ας φαίνονταν καθαρές στον ίδιο, καθαρότερες από πριν, ίσως επειδή τα αυτιά του είχαν συνηθίσει τον ήχο τους. Πάντως, η οικογένειά του πίστευε ότι κάτι σοβαρό έχει πάθει και ήταν όλοι έτοιμοι να τον βοηθήσουν. Τα πρώτα μέτρα λήφθηκαν με σιγουριά και αποφασιστικότητα, γεγονός που τον ενθάρρυνε. Ένιωθε ότι ξαναγινόταν δεκτός στον κύκλο των ανθρώπων και ήλπιζε σε σπουδαία και θεαματικά αποτελέσματα με τη συνδρομή και του γιατρού και του κλειδαρά, χωρίς στην πραγματικότητα να μπορεί να τους διαχωρίσει με ακρίβεια. Έπρεπε να καθαρίσει κάπως τη φωνή του για την κρίσιμη συνομιλία που επρόκειτο να ακολουθήσει κι έτσι έβηξε λίγο, όσο μπορούσε πιο μαλακά δηλαδή, αφού ακόμα κι αυτός ο ήχος κινδύνευε να μην ακουστεί σαν ανθρώπινος βήχας, αλλά και πάλι δεν ήταν σε θέση να το κρίνει αυτό. Την ίδια ώρα, στο διπλανό δωμάτιο επικρατούσε απόλυτη ησυχία. Ίσως οι γονείς του κάθονταν στο τραπέζι με τον επιστάτη και μιλούσαν ψιθυριστά, ίσως πάλι είχαν στήσει αυτί στην πόρτα του και αφουγκράζονταν.
Ο Γκρέγκορ σύρθηκε αργά με την καρέκλα του προς την πόρτα και μετά σταμάτησε, πιάστηκε από την πόρτα για να στηριχτεί –τα πέλματα στα λεπτά του ποδαράκια έβγαζαν μια κολλώδη ουσία- και ύστερα από τόση προσπάθεια σταμάτησε για λίγο να πάρει μια ανάσα. Μετά βάλθηκε να γυρίσει το κλειδί στην κλειδαριά με το στόμα του. Διαπίστωσε ότι, δυστυχώς, δεν είχε καθόλου δόντια –και τότε με τι θα έπιανε το κλειδί;-, αλλά από την άλλη πλευρά τα σαγόνια του αποδείχτηκαν πολύ δυνατά˙ χάρη σ’ αυτά κατάφερε να στρίψει το κλειδί, παραβλέποντας το γεγονός ότι τους έκανε ζημιά, αφού άρχισε να βγαίνει απ’ το στόμα του ένα καφετί υγρό που κυλούσε πάνω στο κλειδί και έσταζε στο πάτωμα. «Για ακούστε!» είπε ο επιστάτης στη διπλανή πόρτα˙ «γυρίζει το κλειδί». Αυτά τα λόγια τόνωσαν το ηθικό του Γκρέγκορ˙ αλλά θα ήθελε όλοι τους, και ο πατέρας του και η μητέρα του, να τον ενθαρρύνουν φωνάζοντας: «Αυτός είσαι, Γκρέγκορ», έπρεπε να λένε, «βάστα γερά, δώσ’ της να καταλάβει της παλιοκλειδαριάς!». Φανταζόταν ότι όλοι παρακολουθούσαν με αγωνία τις προσπάθειές του και στη σκέψη αυτή έσφιξε με τα σαγόνια του το κλειδί βάζοντας όλη του τη δύναμη. Όσο γύριζε το κλειδί στην πόρτα, τόσο αυτός χοροπηδούσε γύρω από την κλειδαριά˙ έφτασε να κρατιέται όρθιος μόνο με το στόμα, κι ανάλογα με τη στάση άλλοτε κρεμιόταν από το κλειδί κι άλλοτε ριχνόταν πάνω του με όλο του το βάρος. Το κλικ της κλειδαριάς επανέφερε τον Γκρέγκορ στην πραγματικότητα. Αναστέναξε ανακουφισμένος και συλλογίστηκε: «Τελικά, δεν χρειαζόμουν κλειδαρά», και γέρνοντας το κεφάλι του στο πόμολο της πόρτας την άνοιξε.
Επειδή όμως η δίφυλλη πόρτα άνοιγε προς τα μέσα, ακόμα κι όταν την άνοιξε διάπλατα, ο Γκρέγκορ εξακολουθούσε να μη φαίνεται. Έπρεπε πρώτα να συρθεί αργά γύρω απ’ το ένα φύλλο της πόρτας, και μάλιστα να το κάνει προσεκτικά, αν δεν ήθελε να σκάσει με την πλάτη μπροστά στην είσοδο του δωματίου. Όση ώρα εκτελούσε αυτό το δύσκολο εγχείρημα δεν σήκωσε κεφάλι, όταν ξαφνικά άκουσε τον επιστάτη να ξεφωνίζει ένα «Ω!» δυνατό σαν ριπή ανέμου, και τότε τον είδε, στεκόταν κι εκείνος μπροστά στην πόρτα, έκλεινε με το χέρι το ανοιχτό στόμα του και αποτραβιόταν αργά προς τα πίσω σαν να τον έσπρωχνε μια αόρατη, σταθερή δύναμη. Η μητέρα, που παρά την παρουσία του επιστάτη δεν είχε σουλουπώσει τ’ ανακατεμένα απ’τον ύπνο μαλλιά της, κοίταξε πρώτα τον πατέρα με τα χέρια σταυρωμένα, έκανε δυο βήματα προς το μέρος του Γκρέγκορ κι έπειτα κατέρρευσε στο πάτωμα, με τα φουστάνια της να την πλαισιώνουν ολόγυρα, το πρόσωπό της κρυμμένο στο στήθος της. Ο πατέρας έσφιξε την γροθιά του με ύφος επιθετικό, σαν να ‘θελε να σπρώξει τον Γκρέγκορ πίσω στο δωμάτιό του, έπειτα κοίταξε χαμένος τριγύρω στο σαλόνι, έκρυψε με τα χέρια του το πρόσωπό του και ξέσπασε σε κλάματα, ενώ το δυνατό του στήθος έβραζε απ’ τα αναφιλητά.
Ο Γκρέγκορ ούτε καν πάτησε το πόδι του στο καθιστικό, αντιθέτως έμεινε στο δωμάτιό του και ακούμπησε στο κλειστό φύλλο της πόρτας. Από εκεί φαινόταν μόνο το μισό του σώμα, και το κεφάλι του έγερνε στο πλάι ρίχνοντας εξεταστικές ματιές στους άλλους. Στο μεταξύ, είχε ξημερώσει για τα καλά˙ στην άλλη πλευρά του δρόμου φαινόταν καθαρά ένα κομμάτι απ’ το απέναντι πανύψηλο μολυβί κτήριο –νοσοκομείο ήταν- με μια σειρά πανομοιότυπα παράθυρα να διακόπτουν την πρόσοψή του˙ η βροχή συνέχιζε να πέφτει, με τη διαφορά ότι τώρα οι σταγόνες ήταν χοντρές και ευκρινείς, με ιδιότροπο σχήμα και πτώση ορμητική. Τα σερβίτσια του πρωινού ήταν στρωμένα με κάθε μεγαλοπρέπεια στο τραπέζι, γιατί το πρωινό ήταν το σημαντικότερο γεύμα της ημέρας για τον πατέρα, που το λιβάνιζε για ώρες διαβάζοντας διάφορες εφημερίδες. Ακριβώς στον απέναντι τοίχο κρεμόταν μια φωτογραφία του Γκρέγκορ απ’ τον καιρό της στρατιωτικής του θητείας, όταν ήταν υπολοχαγός το ξίφος ανά χείρας, το ξέγνοιαστο χαμόγελο στο πρόσωπό του και όλη του η παρουσία, η στολή και η κορμοστασιά του, ενέπνεαν σεβασμό. Η πόρτα που έβγαζε στο διάδρομο ήταν ανοιχτή και, καθώς ήταν ανοιχτή και η εξώπορτα, φαινόταν εύκολα το πλατύσκαλο και η αρχή της σκάλας που οδηγούσε έξω στον δρόμο.
«Λοιπόν», είπε ο Γκρέγκορ, που αντιλαμβανόταν πλήρως ότι ήταν ο μόνος που είχε διατηρήσει την ψυχραιμία του, «θα ντυθώ αμέσως, θα μαζέψω τα δείγματα και θα ξεκινήσω. Θέλετε να μου επιτρέψετε να φύγω, θέλετε; Βλέπετε, κύριε; Δεν είμαι ισχυρογνώμων και μου αρέσει η δουλειά μου˙ τα ταξίδια είναι κουραστικά, αλλά χωρίς αυτά πώς θα βγάλω τον επιούσιο; Πού πηγαίνετε, κύριε επιστάτη; Στο γραφείο; Ναι; Θα τους μεταφέρετε επακριβώς το περιστατικό; Ότι μπορεί να τύχει σε έναν άνθρωπο προσωρινά να μην μπορεί να εργαστεί, αλλά αυτή ακριβώς είναι η στιγμή που πρέπει κανείς να ανατρέξει στα περασμένα κατορθώματά του και να θυμηθεί πως, μόλις ξεπεράσει τις δυσκολίες, θα συνεχίσει το έργο του με μεγαλύτερη προσήλωση και εργατικότητα. Γνωρίζετε όλοι πολύ καλά ότι έχω ανειλημμένες υποχρεώσεις απέναντι στον κύριο διευθυντή. Εκτός αυτού, έχω ευθύνη απέναντι στους γονείς και στην αδερφή μου. Και να που βρίσκομαι σε θέση δύσκολα, αλλά θα τα καταφέρω. Το μόνο που σας ζητώ είναι να μην κάνετε τα πράγματα ακόμα πιο δύσκολα απ’ ό,τι είναι! Υποστηρίξτε με στο κατάστημα! Ξέρω πως εκεί πέρα δεν έχουν σε εκτίμηση τους πλασιέ. Ο κόσμος νομίζει ότι βγάζουμε ένα σωρό λεφτά και ότι περνάμε ζωή χαρισάμενη. Τόσοι κι άλλοι τόσοι μύθοι γύρω απ’ αυτό το επάγγελμα, χωρίς ποτέ κανείς να μπει στον κόπο να δει αν αληθεύουν. Εσείς όμως, κύριε επιστάτη, ξέρετε καλύτερα πώς έχουν τα πράγματα, καλύτερα απ’ όλο το προσωπικό και, εντελώς εμπιστευτικά, επιτρέψτε μου, καλύτερα κι απ’τον ίδιο τον διευθυντή, ο οποίος, ως επιχειρηματίας, παρασύρεται πιο εύκολα σε λανθασμένες εντυπώσεις εις βάρος ενός υπαλλήλου. Ξέρετε πολύ καλά ότι ένας πλασιέ λείπει εκτός καταστήματος σχεδόν όλο το χρόνο, και είναι εύκολο να πέσει θύμα κουτσομπολιού, άτυχων στιγμών και αβάσιμων παραπόνων, απέναντι στα οποία δεν έχει τρόπο να αμυνθεί, πολλές φορές μάλιστα δεν φτάνουν καν στ’ αυτιά του. Μόνο όταν γυρίζει στο σπίτι πτώμα από το ταξίδι φτάνει να πλήττεται η ίδια του η υγεία από τις επιπτώσεις τόσης κακεντρέχειας˙ και πια του είναι αδύνατο να βρει τι φταίει για όλα αυτά. Κύριε επιστάτη, μη φεύγετε χωρίς μια λέξη, χωρίς να μου αναγνωρίσετε μια στάλα δίκιο!».
Αλλά ο επιστάτης είχε γυρίσει την πλάτη του στα πρώτα κιόλας λόγια του Γκρέγκορ˙ και μόνο πάνω απ’ τον ώμο του γύρισε να τον κοιτάξει με το στόμα ανοιχτό. Όση ώρα μιλούσε ο Γκρέγκορ, υποχωρούσε προς την εξώπορτα πόντο πόντο, σαν να υποτασσόταν σε μια μυστική διαταγή να εγκαταλείψει το δωμάτιο. Βρισκόταν κιόλας στον διάδρομο, όταν στο τελευταίο του βήμα τράβηξε τόσο απότομα το πόδι του απ’ το καθιστικό, σαν να πήρε φωτιά η πατούσα του. Τότε άπλωσε το δεξί του χέρι προς τις σκάλες, για να πιαστεί, θαρρείς, από μια υπερφυσική δύναμη που θα του έσωζε τη ζωή.
Ο Γκρέγκορ κατάλαβε ότι δεν έπρεπε επ’ ουδενί να αφήσει τον επιστάτη να φύγει με τόσο άσχημη εντύπωση, εάν δεν ήθελε η θέση του στη δουλειά να κινδυνεύσει στο έπακρο. Οι γονείς του δεν έδειχναν να καταλαβαίνουν και πολλά˙ όσο περνούσαν τα χρόνια, πίστευαν ότι ο Γκρέγκορ ήταν τακτοποιημένος μια και καλή σ’ αυτή την εταιρεία˙ εκτός αυτού, ήταν τόσο θολωμένοι με τα τωρινά τους προβλήματα, ώστε κάθε ικανότητα να δουν καθαρά τους είχε εγκαταλείψει. Ο Γκρέγκορ, όμως, έβλεπε καθαρά. Έπρεπε να σταματήσει τον επιστάτη, να τον ηρεμήσει, να τον μεταπείσει και να τον πάρει με το μέρος του˙ σ΄αυτόν στηριζόταν το μέλλον το δικό του και της οικογένειάς του. Μακάρι να είχε γυρίσει η αδερφή του! Να ένας άνθρωπος πανέξυπνος˙ το είχε ρίξει στα κλάματα ήδη από την ώρα που ο Γκρέγκορ βρισκόταν ξαπλωμένος ανάσκελα. Και είναι σίγουρο πως θα έσερνε από τη μύτη έναν γυναικά σαν τον επιστάτη. Θα του έκλεινε την εξώπορτα και θα του έπιανε την κουβέντα εκεί, στον διάδρομο, για να τον καλμάρει. Η αδερφή του όμως έλειπε. Ο Γκρέγκορ έπρεπε να δράσει μόνος του. Και χωρίς να συνειδητοποιεί τι κινητικές δυνατότητες διέθετε, χωρίς καν να θυμάται ότι η ομιλία του κατά πάσα πιθανότητα θα ήταν και πάλι ακατάληπτη, ξεκόλλησε απ’το πορτόφυλλο και πέρασε στριμωχτά απ’ το άνοιγμα της πόρτας για να βγει στο διάδρομο. Ήθελε να προλάβει τον επιστάτη, ο οποίος βαστιόταν κατά γελοίο τρόπο και με τα δύο του χέρια από την κουπαστή της σκάλας. Όμως στην προσπάθειά του να πιαστεί από κάπου, ο Γκρέγκορ έχασε την ισορροπία του και βγάζοντας μια κοφτή κραυγή προσγειώθηκε στα αμέτρητα ποδαράκια του. Εκείνο το πρωί ήταν η πρώτη φορά που ένιωσε μια κάποια σωματική ευεξία˙ τα λεπτά του ποδαράκια στέκονταν σε στέρεο έδαφος˙ υπάκουσαν απόλυτα, όπως παρατήρησε με μεγάλη χαρά, μέχρι που ήταν πρόθυμα να το μεταφέρουν όπου ήθελε να πάει˙ ο Γκρέγκορ πίστεψε ότι από ώρα σε ώρα θα επέλθει οριστική βελτίωση στην κατάστασή του. Όμως, την ίδια ακριβώς στιγμή που ακόμα ταλαντευόταν από την κεκτημένη ταχύτητα που είχε αναπτύξει, έτσι όπως βρισκόταν πεσμένος στο έδαφος όχι πολύ μακριά απ’ τη μητέρα του, εκείνη, φανερά βυθισμένη στις σκέψεις της, πετάχτηκε ξαφνικά με τα χέρια ανοιχτά και τα δάχτυλα τεντωμένα και φώναξε: «Βοήθα με σε παρακαλώ, Θεέ μου, βοήθα με!»˙ είχε σκύψει το κεφάλι, σαν να ήθελε να δει καλύτερα τον Γκρέγκορ, αλλά αντί γι’ αυτό έτρεξε μακριά του εντελώς αψυχολόγητα˙ ίχε ξεχάσει ότι το στρωμένο τραπέζι ήταν πίσω της και όπως βιαζόταν να το φτάσει, μέσα στην αλλοφροσύνη της, κάθισε πάνω του, χωρίς να συναισθάνεται ότι η μεγάλη κανάτα άδειασε όλο της το περιεχόμενο απ’ άκρη σ’ άκρη πάνω στο χαλί.
«Μητέρα, μητέρα», είπε σιγανά ο Γκρέγκορ και σήκωσε το βλέμμα του για να την κοιτάξει. Προς στιγμήν, ο επιστάτης είχε βγει εντελώς απ’ το μυαλό του˙ απεναντίας, στη θέα του καφέ που χυνόταν, δεν μπορούσε να κάνει τα σαγόνια του να σταματήσουν να χτυπάνε σαν να μασάνε αέρα. Αυτό έκανε την μητέρα του να ουρλιάξει ξανά, να πηδήξει απ’ το τραπέζι και να πέσει στην αγκαλιά του πατέρα, που έτρεχε προς το μέρος της. Ο Γκρέγκορ όμως δεν είχε χρόνο να ασχοληθεί με τους γονείς του˙ ο επιστάτης βρισκόταν ήδη στα σκαλιά˙ το πιγούνι του ξεπρόβαλλε στα κάγκελα της σκάλας, όταν γύρισε να κοιτάξει πίσω του για τελευταία φορά. Ο Γκρέγκορ έδωσε ένα σάλτο μήπως και τον προφτάσει˙ καταπώς φαίνεται, ο επιστάτης μάντεψε τις προθέσεις του Γκρέγκορ, γιατί πήδηξε μερικά σκαλοπάτια κι εξαφανίστηκε˙ συνέχιζε όμως να φωνάζει «Ααα!», οι φωνές του αντηχούσαν σε όλο το κλιμακοστάσιο. Δυστυχώς, η απότομη φυγή του επιστάτη τάραξε τον πατέρα, ο οποίος μέχρι εκείνη τη στιγμή είχε διατηρήσει σχετικά ήρεμη στάση. Κι αντί να πάρει ο ίδιος τον επιστάτη στο κατόπι ή τουλάχιστο να μην εμποδίσει τον γιο του που έτρεχε ξοπίσω του, ο πατέρας άρπαξε με το δεξί του χέρι το μπαστούνι που είχε ξεχάσει ο επιστάτης σε μια καρέκλα μαζί με ένα καπέλο κι ένα πανωφόρι, βούτηξε με το αριστερό μια μεγάλη εφημερίδα απ’ το τραπέζι και βάλθηκε να χτυπάει τα πόδια του στον πάτωμα και να κραδαίνει το μπαστούνι και την εφημερίδα, για να κάνει τον Γκρέγκορ να γυρίσει στο δωμάτιό του. Τα παρακάλια του Γκρέγκορ δεν έπιασαν τόπο, για την ακρίβεια δεν έβγαζαν καν νόημα. Όσο κι αν έσκυβε ταπεινά το κεφάλι, ο πατέρας του χτυπούσε πιο δυνατά τα πόδια του στο πάτωμα. Στην άλλη άκρη του δωματίου, παρ’ όλη την ψύχρα, η μητέρα είχε ανοίξει ένα παράθυρο και σκυμμένη προς τα έξω είχε χώσει το πρόσωπό της στα χέρια της. Στο πέρασμα ανάμεσα στον δρόμο και τη σκάλα σχηματίστηκε έντονο ρεύμα, που έκανε τις κουρτίνες να ανεμίζουν, γύριζε τις σελίδες των εφημερίδων στο τραπέζι και σκόρπισε μερικά φύλλα στο πάτωμα. Ο πατέρας έσπρωχνε τον Γκρέγκορ να γυρίσει μέσα στο σπίτι και έβγαζε συριστικούς ήχους σαν αγριάνθρωπος. Ο Γκρέγκορ, όμως, που δεν ήξερε να κινείται με την όπισθεν, περπατούσε, είναι γεγονός, εξαιρετικά αργά. Αν είχε χρόνο να στρίψει, θα γύριζε στο δωμάτιό του σε χρόνο μηδέν. Φοβόταν, όμως, πως ο πατέρας θα έχανε την υπομονή του αν καθυστερούσε πασχίζοντας να πετύχει την στροφή. Ανά πάσα στιγμή το μπαστούνι στα χέρια του πατέρα φαινόταν να τον απειλεί με ένα θανάσιμο χτύπημα στην πλάτη ή στο κεφάλι. Στο τέλος, δεν του απέμενε εναλλακτική λύση. Μέσα στην τρομάρα του αντιλήφθηκε ότι προχωρώντας με την όπισθεν δεν μπορούσε ούτε καν να κρατήσει σταθερή πορεία. Έτσι, ελέγχοντας συνέχεια τον πατέρα με την άκρη του ματιού του, άρχισε να στρίβει όσο πιο γρήγορα μπορούσε. Στην πράξη, βέβαια, αυτό σήμαινε τρομερά αργές κινήσεις. Ίσως ο πατέρας του να πρόσεξε τις καλές προθέσεις του Γκρέγκορ, γιατί δεν τον εμπόδισε, μόνο πού και πού διηύθυνε τις μανούβρες του από μακριά, με τη μύτη του μπαστουνιού. Τουλάχιστον να σταματούσαν εκείνες οι ανυπόφορες φωνές που τόσο τον εκνεύριζαν. Είχε σχεδόν καταφέρει να στρίψει, όταν ένα ακόμα «ξσσς» τον έκανε να τα χάσει και να λοξοδρομήσει. Όταν, όμως, πέρασε το κεφάλι του απ’ το άνοιγμα της πόρτας, ήταν προφανές ότι ο κορμός του ήταν πολύ φαρδύς για να χωρέσει. Ο πατέρας, φυσικά, στην κατάσταση που βρισκόταν, ούτε καν μπορούσε να σκεφτεί το πιο απλό πράγμα, να ανοίξει το άλλο μισό της πόρτας για να κάνει χώρο στον Γκρέγκορ. Αντιθέτως, του είχε κολλήσει η ιδέα να οδηγήσει τον Γκρέγκορ πίσω στο δωμάτιό του το ταχύτερο δυνατόν. Δεν υπήρχε περίπτωση να του επιτρέψει ξανά όλη εκείνη την κουραστική διαδικασία που χρειαζόταν για να σηκωθεί στα πόδια του και να περάσει την πόρτα. Ίσως τώρα έκανε περισσότερη φασαρία από προηγουμένως για να πιέσει τον Γκρέγκορ να προχωρήσει, σαν να μην τον εμπόδιζε τίποτα˙ πάντως, ο Γκρέγκορ δεν είχε πια την αίσθηση ότι οι φωνές πίσω του ήταν οι φωνές ενός πατέρα˙ δεν ήταν πια αστείο˙ ο Γκρέγκορ στριμώχτηκε στην πόρτα- κι ο Θεός βοηθός. Η μια πλευρά του σώματός του ανασηκώθηκε, είχε μπει λοξά στο άνοιγμα της πόρτας, το πλευρό του ξεπετσιάστηκε, η άσπρη πόρτα λερώθηκε με αηδιαστικές κηλίδες˙ ο Γκρέγκορ σφήνωσε και δεν μπορούσε να πάει ούτε μπρος ούτε πίσω, τα ποδαράκια του από τη μια πλευρά πάλευαν νευρικά στον αέρα, ενώ από την άλλη είχαν στραπατσαριστεί στο πάτωμα και πονούσαν- και τότε ο πατέρας τού έδωσε μια γερή σπρωξιά από πίσω, πραγματικά αποτελεσματική, και ο Γκρέγκορ προσγειώθηκε στο βάθος του δωματίου αιμορραγώντας σε κακό χάλι. Ο πατέρας τράβηξε την πόρτα με το μπαστούνι κι αυτή έκλεισε με δύναμη.
Και τότε, επιτέλους, απλώθηκε σιωπή.
(Το κείμενο προέρχεται από τις εκδόσεις Οξύ | Απόδοση: Χρυσάνθη Μιχαλοπούλου)