-γράφει ο SideliK_2
Βαρετό απόγευμα. Στο μπαλκόνι, παρέα με τον ξεραμένο στιγμιαίο καφέ στο ποτήρι. Λίγο τρίμμα από τον Van Nelle και λίγο χόρτο. Τίποτα καινούριο. Βαριέμαι και να στρίψω. Χαζεύω τους περαστικούς με τα σκυλιά τους, τους νοικοκυραίους με τις φουσκωμένες κοιλιές, που φοράνε τις φόρμες για να πάνε στα σουπερμάρκετ και τους μετανάστες ψαράδες που μαζεύονται σιγά σιγά. Κι όμως, όχι πιο κουρασμένοι από εμένα. Βλέπεις αυτοί έχουν κίνητρο. Δεν θα πετάξω στα σκουπίδια άλλο ένα απόγευμα. Η ανεργία με ‘χει χτυπήσει κατακέφαλα θαρρώ και βουτάω στον κυκεώνα του άγχους. Προπομπός της κατάθλιψης η απλά συσσωρευμένη ενέργεια; Όπως και να ‘χει μια τζούρα τη χρειάζομαι.
Δυο τρεις στάσεις μετά και το λεωφορείο έχει αρχίσει να γεμίζει επικίνδυνα. Νιώθω κάθε φρενάρισμα να τραντάζει τα σωθικά μου, κάθε βλέμμα στα μάτια μου τα κάνει να δακρύζουν λες και μπήκε η άνοιξη. Το πάτωμα δονείται γαργαλώντας μου τα πέλματα, όσο η ανάσα βαραίνει από την ιδρωτίλα που ανακυκλώνει ο εξαερισμός της κακιάς ώρας. Δεν το περίμενα έτσι το φεστιβάλ. Δε γαμιέται, θα περπατήσω.
Ο πεζόδρομος γλιστράει από τη σκόνη ή εγώ σέρνω τα πόδια μου; Τουλάχιστον το βλέμμα χάνεται σαν αντίλαλος σε φαράγγι. Ένα μικρό διάλειμμα απ’ το τσιμέντο, μερικά δέντρα και λίγο χώμα. Οι διάσπαρτοι περαστικοί δεν μοιάζουν καθόλου με σερβιτόρους ακριβού εστιατορίου που στέκουν σαν τα κοράκια πάνω απ΄ το κεφάλι σου. Σκατά. Τίποτα δεν έχει αλλάξει. Κάθε τρία – τέσσερα καρέ και μια αλλαγή ψυχολογίας, σε βαθμό που θα προτιμούσα να ξαπλώσω χάμω, με κλειστά τα μάτια. Τι σου είναι ο χρόνος. Ορισμένος για να διευκολύνει και απίστευτα αόριστος όταν πραγματικά τον χρειάζεσαι. Προτιμώ το χρήμα.. κι ένα χάδι καλό θα ‘ταν. Είπα να πλάσω ένα μικρόκοσμο, να ξεχαστώ για λίγες ώρες μα δε μου βγαίνει. Καλύτερα να ‘γραφα καμιά πρόζα.
Έξοδος – Είσοδος.
“- Καλησπέρα φιλαράκι, θα ανοίξεις λίγο την τσάντα σου;”
“- Βεβαίως! Σε καταλαβαίνω, η δουλειά σου είναι.”
Ωραίο πράγμα η εργασία. Η τέλεια δικαιολογία για να γκρινιάζω. Άσε που με κρατάει μακριά από τη μαστούρα. Το βαρύ μπάσο μου χτυπάει το στήθος μα δεν είναι σαν τη βαβούρα του λεωφορείου. Εδώ όλοι χαμογελάνε και η κάπνα θυμίζει αρωματικό χώρου. Ανάσανα. Στο βάθος, κάτω από τις σκάλες, διακρίνω την ξύλινη μπάρα. Ανάμεσα σε αυτή και τον τοίχο με τα δηλητήρια, μια σκοτεινή φιγούρα ξεπροβάλει. Το γεμάτο νέον φώτα ψυγείο τονίζει ηδονικά το καρέ μαλλί της. Σαν σε ταινία.
“-Γεια, τι να σου φέρω;”
“-Ένα χάδι..”