άμα δεν την έφτιαχνες, πως θα προχωρούσες;
Δεν ήταν όλα τα κομμάτια, αλλά ήταν αρκετά
υπολόγιζες• ήταν αρκετά για να συνεχίσεις.»
– γράφει η Νεφέλη Γκογκώτση
Μάζευες την καρδιά σου
από το πάτωμα ένα γύρω.
Ένα κομμάτι εδώ,
τ’ άλλο λίγο πιο πέρα,
ένα κάτω από το κρεβάτι,
ένα μέσα στην μπανιέρα,
κάποια τα κατάπιε το σιφώνι, χάθηκαν για πάντα.
Τα πιο πολλά σκόρπισαν γύρω του.
Εκείνου που τα πάτησε.
Βοήθησέ με, ικέτευσες.
Τα κομμάτια, να, ‘πεσαν, βοήθησέ με.
Πως να την φτιάξω, δεν μπορώ.
Βοήθησέ με, σε παρακαλώ.
Ζητούσες έλεος
στο πάτωμα πεσμένη.
Όμως έλεος δεν δόθηκε.
Σύρθηκες και τα μάζεψες μόνη
και τα κράτησες σφιχτά στο στήθος σου.
Γιατί ήταν η καρδιά σου, μίαν είχες
άμα δεν την έφτιαχνες, πως θα προχωρούσες;
Δεν ήταν όλα τα κομμάτια, αλλά ήταν αρκετά
υπολόγιζες• ήταν αρκετά για να συνεχίσεις.
Σηκώθηκες και τα πήρες μαζί σου
βγήκες από την πόρτα, μόνο αυτά κρατούσες.
Μόνο αυτά χρειαζόσουν,
για να βγεις από την πόρτα.
Το βράδυ στο παγκάκι την κράτησες ξανά, σφιχτά, αγκαλιά
και είπες προσευχές και ευχές και ξόρκια.
Για να την θεραπεύσεις
και το ‘κανες και την ημέρα που ακολούθησε και την επόμενη
κάθε βράδυ, μια τελετή, για την καρδιά σου.
Ό,τι απέμεινε δηλαδή
για να την νοιώσεις ξανά.