Παγωτά σαν μάτια παιδικά

«Φορούσαν σαγιονάρες με δάχτυλο τα κορίτσια, που τις έσερναν στην καυτή άσφαλτο και σορτσάκια ή αεράτα φορεματάκια και ψιθύριζαν μικρά μυστικά όση ώρα χρειαζόταν για να φτάσουν. Στην επιστροφή είχε μόνο τρεχάλα.»
– γράφει η Έλενα Γιασεμάκη


509e5602d53e10ed6e0754c33c10d425

Τα καλοκαίρια η γειτονιά ήταν γεμάτη. Έρχονταν παιδιά μέχρι κι από τον πάνω δρόμο, είχαν βλέπεις, το «παρκάκι».
Τ’ αγόρια έπαιζαν συχνά ποδόσφαιρο, μονότερμα, και τη διάλεγαν για τερματοφύλακα. Τους δικαίωνε κάθε φορά. Δε δίσταζε να βουτήξει για να πιάσει τη μπάλα, να σκονιστεί, ακόμα και να ματώσει.
Εκεί έγδερνε τα γόνατα και τους αγκώνες της, εκεί στραμπούληξε και το μικρό δάχτυλο του χεριού, που από τότε ήταν ελαφρά εκτός θέσης, νοσταλγικό τρόπαιο της παιδικής ηλικίας.
Κάποια στιγμή έπεφτε η αναπόφευκτη ερώτηση:
– Ποιος θα πάει για παγωτά;
Εύκολο να το λες, δύσκολο να το κάνεις.
Γιατί το κοντινότερο περίπτερο, ο Πασχάλης, ήταν στο τέρμα μιας απότομης κατηφοριάς που την κουτρουβαλούσες πηγαίνοντας με μια ανάσα. Αλλά έπρεπε και να γυρίσεις, τρέχοντας, όσο πιο γρήγορα μπορούσες, για να μη λιώσουν τα παγωτά. Και φυσικά πού να πάρεις ποδήλατο, θα σου ‘βγαινε η γλώσσα στην ανηφόρα.
Υπήρχε κι άλλος τρόπος να πας και το ‘ξεραν όλοι, από τον πίσω δρόμο, μέσα από τα πλατάνια, αλλά κανείς δεν τολμούσε. Θα περνούσες μπροστά από της κυρά-Φανής που έβρισκε πολύ δροσιστικό το σπορ να πετροβολά τους περαστικούς.
Δεν έμενε παρά μόνο η κατηφόρα της Παναγίας.
Οι μεγαλύτερες παρίσταναν τις αδιάφορες, είχαν κατέβει κι ο Ντίνος με το Νίκο από την πάνω γειτονιά, πού να κουνήσουν, οπότε ο κλήρος έπεφτε στις μικρότερες, τη Βάσω, τη Μαρία και κείνη. Συνήθως, το πήγαιναν εναλλάξ, αλλά
«Να έρθει και μία ακόμα για παρέα, βρε παιδιά».
Έπαιρναν παραγγελίες απ’ όλη τη γειτονιά, ξυλάκια, βανίλια ή κακάο κι όταν τους είχαν δώσει και κάτι παραπάνω, Κοκτέιλ, από κείνο με τις στρώσεις τα σιρόπια. Αργότερα, βγήκε και το Σικάγο.
Ο Πασχάλης είχε ΔΕΛΤΑ, η κοντινότερη ΕΒΓΑ ήταν ακόμα πιο μακρυά, μόνο τ’ αγόρια αφήναν οι μανάδες, όσο ήταν υπό την επίβλεψη τους βέβαια, γιατί τις άλλες ώρες έκαναν τα δικά τους.
Φορούσαν σαγιονάρες με δάχτυλο τα κορίτσια, που τις έσερναν στην καυτή άσφαλτο και σορτσάκια ή αεράτα φορεματάκια και ψιθύριζαν μικρά μυστικά όση ώρα χρειαζόταν για να φτάσουν. Στην επιστροφή είχε μόνο τρεχάλα.
Ο Πασχάλης δεν έβγαινε καν από το καμαράκι, όπου δροσιζόταν με έναν ασθμαίνοντα ανεμιστήρα. Το τυπικό ήταν γνωστό, γνωστοί κι εκείνοι μεταξύ τους, ψυγείο, διάλεγμα (μην κρατάτε πολύ ώρα το ψυγείο ανοιχτό!), σακούλα, πληρωμή, τέλος.
Τα παγωτά έφταναν σχεδόν άθικτα, με τον ιδρώτα να τρέχει στο λαιμό τους και την ανάσα κομμένη απ’ την προσπάθεια.
……………………………………………………………
Το τελευταίο καλοκαίρι κόπηκε απότομα στα δυο, η είδηση θρυμμάτισε θαρρείς ένα μικρό πολύτιμο επεισόδιο στο βιβλίο της ζωής της.
«Πέθανε ο Πασχάλης….!»
(το περίπτερο έμεινε λίγο καιρό κλειστό κι ύστερα το πήρε η αδερφή του με την περίεργη την κόρη της… αλλά, δεν ήταν το ίδιο… την άλλη χρονιά τις άφηναν πια να πάνε και στην ΕΒΓΑ με τα ποδήλατα κι όλα πήραν το δρόμο τους…)

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.