«Η Ωραία Ελένη της Κύθνου»

Είχα κάνει ήδη την γνωριμία με την κυρία Ελένη. Το σπίτι της ήταν πιο πάνω από την πανσιόν όπου είχα νοικιάσει δωμάτιο. -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

Ωραία Ελένη– Η κυρά Λένη είχε πολλούς αγαπητικούς, μου είπε εμπιστευτικά ο κυρ Θοδωρής, ο καφετζής.
– Στα νιάτα της; ρώτησα
– Μόνο στα νιάτα της; Και στα μεσοκοπήματά της σφάζονταν καραβιές στην ποδιά της. Ο καπετάν Ανδρέας πούλησε τη σκούνα του για χάρη της. Ο Μπαστιάνος της Παγώνας άφησε την γυναίκα του και το μωρό τους, μόλις είχε χρονίσει τότε.
– Και τι έγινε; Κλεφτήκανε;
– Όχι. Επέστρεψε λίγο μετά στην Ποθητή, την γυναίκα του.
– Ε, εντάξει τότε.
– Ναι, αλλά και ο Νικήτας της Μαρίας και ο Πιπέρης της Καλλιόπης παραλίγο να τινάξουν τα μυαλά τους στον αέρα για πάρτη της.
Με συνάρπαζε το γεγονός ότι στο νησί διευκρίνιζαν τίνος παιδί ήταν κάποιος με το όνομα της μάνας, αντίθετα με την ηπειρωτική χώρα.
Ήμουν όμως δύσπιστη στα κουτσομπολιά, από θέση.
– Αλλά δεν τα τίναξαν τελικά, έτσι; Κυρ Θοδωρή, θαρρώ πως είσαι κομματάκι υπερβολικός, του χαμογέλασα.
– Καλά., μου μούτρωσε αυτός κι έστριψε μέσα στην κουζίνα του.

Είχα κάνει ήδη την γνωριμία με την κυρία Ελένη. Το σπίτι της ήταν πιο πάνω από την πανσιόν όπου είχα νοικιάσει δωμάτιο. Κάθε πρωί, μέχρι τις οκτώ απαραιτήτως, έπαιρνε το μπαστουνάκι της και κούτσα-κούτσα ερχόταν στην παραλία, που συνήθως ήταν άδεια εκείνη την ώρα. Έμπαινε στην θάλασσα, κολυμπούσε λίγο στα ρηχά (Δεν κολυμπάω παιδί μου, τσαλαβουτάω, η γοργόνα!» έλεγε), επέστρεφε, φορούσε ένα μπουρνούζι να ψευτοστεγνώσει, μετά έβαζε πάνω από το μαγιό ένα φορεματάκι -το ίδιο πάντα, ήταν ειδικά για τα μπάνια, καπέλο, μπαστουνάκι, και πάλι πίσω.
Την θαύμαζα για το κουράγιο της, ηλικιωμένη γυναίκα.
– Πόσο με κάνεις;, με ρώτησε με νάζι, όταν κατάλαβε ότι ήθελα να ρωτήσω την ηλικία της, αλλά δίσταζα.
– Εεε… εβδομήντα;
– Ογδόντα δύο πατημένα!, θριαμβολόγησε κλείνοντάς μου το μάτι.

Η κυρία Ελένη ήταν πολύ πρόσχαρος άνθρωπος, με χιούμορ και καλοσύνη. Κάναμε παρέα όπου την έβρισκα, στα μπάνια, όπου πήρα κι εγώ την συνήθεια να πηγαίνω νωρίς, πριν πλακώσει ο κόσμος και αρχίζει να βράζει ο τόπος από τη ζέστη, στην αγορά, στην προκυμαία, όπου πηγαίναμε να αγοράσουμε φρέσκα ψάρια και αναλάμβανε τα παζάρια και μου έδινε πάντα και δύο παραπάνω «για τα παιδιά», όπως έλεγε. Θαύμαζα και απορούσα με την ενεργητικότητά της, τόση κίνηση, με τόσα πονίδια.
– Τι να κάνω παιδί μου, έχω την αδερφή μου στο κρεβάτι, πρέπει να τρέχω για όλα εγώ.
Αποδείχθηκε ότι η αδερφή της, η κυρία Νίτσα, οκτώ χρόνια νεώτερη και με πολύ καλύτερη υγεία κατά τα φαινόμενα από την κυρία Ελένη, έμενε στο κρεβάτι διότι ήταν υποχόνδρια και αφόρητα γκρινιάρα. Όσες φορές πήγαινα να την δω, γκρίνιαζε συνεχώς, όλα της έφταιγαν, όλο παράπονα. Κανείς δεν την άντεχε πάνω από πέντε λεπτά, κι όλοι απέφευγαν να μένουν στο δωμάτιό της.
Κανείς δεν απέφευγε την κυρία Ελένη, που ήταν χάρμα Θεού, πάντα με το χαμόγελό, πάντα με το κερασματάκι της, ό,τι υπήρχε, έστω κι ένα ποτήρι κρύο νερό, και κυρίως με το αστείο στο στόμα. Της άρεσε να πειράζει τον κόσμο, χωρίς να προσβάλει, και αυτοσαρκαζόταν αφειδώς.
Είχε θεσπίσει κι ένα σωρό καλαμπούρια και συνθηματικά. Ένα από αυτά ήταν το ανεμολόγιο. Ερχόμουν ας πούμε, και στην πόρτα, μου έκανε νόημα με κεφάλι προς το δωμάτιο της αδερφής, κουνούσε το χέρι λες και καιγόταν, και μου έλεγε ψιθυριστά:
– Η Νίτσα σήμερα… Τραμουντάνα!
Αν τα πράγματα ήταν πιο ήπια, έκανε το χέρι της σαν να τρέμει κι έλεγε:
– Ε! Σιρόκος!
Στον ιδιοκτήτη του σουπερμάρκετ, έναν γρουσούζη βλοσυρό τύπο, του φώναζε:
– Τι γίνεται Διαμαντή; Πάλι δηνάρια έχασες;
Επρόκειτο για ένα αρχαίο ανέκδοτο που η αρχή του είχε χαθεί στα βάθη του χρόνου, αλλά που έκανε πάντα τον κόσμο να γελάει βροντερά. Κάποιος τουρίστας κάποτε… κάποια συναλλαγή που πήγε στραβά, μια παρεξήγηση. Μέχρι και ο Διαμαντής χαμογελούσε στην κυρία Ελένη.

Ήμασταν στην κουζίνα της και καθαρίζαμε φασολάκια, μια πολύ ευχάριστη απασχόληση. Προτιμούσα να είμαι κοντά της, παρά να πίνω καφέ στις καφετέριες.
– Παιδιά έχεις, κυρά Λένη;
– Έχω. Πέντε γέννες έκανα, τα τρία μου ζήσανε, δόξα να ‘χει ο Θεός!
– Πού είναι τώρα;
– Ξενιτιά. Ο ένας χρόνια στην Αμερική, η κόρη παντρεμένη στην Γερμανία, ο μικρός στα καράβια, τον βλέπω κάθε έξι με οκτώ μήνες.
– Κρίμα που δεν τους έχεις κοντά σου.
– Έχουν την ζωή τους., μου απάντησε μετρημένα. Ήταν περήφανη η κυρία Ελένη, δεν παραπονιόταν ούτε για την μοίρα της, ούτε για τους πόνους της, που μάντευα πως ήταν έντονοι, έτσι όπως κούτσαινε και τσακιζόταν το γέρικο κορμί της στα δύο, σε κάθε βήμα.
Αντιθέτως η κυρία Νίτσα όλο παραπονιόταν για τον μοναχογιό της που πήρε την τρισκατάρατη την γυναίκα του, που τον κάνει ό,τι θέλει, και δεν καταδέχεται να έρθει στο νησί να δει τη μάνα του…
– Εδώ γεννηθήκατε, κυρία Ελένη;
– Όχι καλέ! Εμείς είμαστε Γκάγκαροι, γνήσιοι Αθηναίοι, ξέρεις, από τους παλιούς.
– Εδώ πώς βρεθήκατε; Έχετε συγγενείς;
– Ο τρίτος μου άντρας ήταν Θερμιώτης. Μου έχει μείνει το σπιτάκι εδώ, να μένω και να φιλοξενώ και την αδερφή μου που είναι μόνη.
Μόνη, σκέφθηκα, αλλά η κυρά Ελένη είναι πιο μόνη, τα δικά της παιδιά είναι στο εξωτερικό, όχι ο γιος της Νίτσας. Δεν το είπα, ωστόσο. Κάτι άλλο μου κέντρισε την προσοχή: Τρεις γάμοι! Να είναι αυτό που προξένησε την φήμη για τους αγαπητικούς; Η κοινή γνώμη είναι συνήθως σκληρή και αδηφάγα. Και μακράν από δίκαιη.

Πρόθυμα μετά από αυτό μου εξιστόρησε τους τρεις γάμους της. Ο πρώτος ήταν με έναν νεαρό της ηλικίας της, δεκαοκτώ η Ελένη, είκοσι ο Μηνάς, πρώτος έρωτας και για τους δυο. Νέα παιδιά, οι γονείς δεν ενέκριναν, αλλά αυτοί δεν άκουγαν κανέναν. Λίγο μετά ξέσπασε ο πόλεμος, ο άντρας της σκοτώθηκε στο μέτωπο, η ίδια έχασε το παιδάκι της στην πρώτη εγκυμοσύνη, μετά ήρθε η κατοχή, πείνα και δυστυχία, η Ελένη στα μαύρα, μέσα στην θλίψη, δεν ήθελε την ζωή της. Αλλά η ζωή απαιτεί τα δικαιώματά της. Η Ελένη εγγράφηκε στον Ερυθρό Σταυρό και πολέμησε τον δικό της πόλεμο.
Κάτι πρέπει να έγινε τότε, που δεν μου το είπε, αλλά έμεινε να κοιτάει με μάτια αχνισμένα στο παρελθόν. Τι να ήταν; Μυστικές υπηρεσίες; Κάποιος έρωτας; Δεν ρώτησα, δεν είπε.
Τελειώνοντας ο πόλεμος άρχισε ο εμφύλιος. Κι όταν τελείωσε κι αυτός, η Ελένη πια θεωρούνταν μεγάλη, χήρα, αλλά «καλοστεκούμενη». Καλοστεκούμενη! Ήμουν σίγουρη ότι ήταν κάτι παραπάνω από αυτό. Οι γονείς της έκαναν προξενιό έναν δέκα χρόνια μεγαλύτερό της, τον δέχτηκε, έκανε μαζί του τρία παιδιά. Αυτός πέθανε από καλοζωία.
– Έτρωγε πολύ, ήταν λιχούδης, δεν πρόσεχε. Και μια μέρα, έσκασε.
Τόσο απλά! Απλοϊκή, αλλά καίρια ιατρική γνωμάτευση.
Τώρα η Ελένη ήταν μια ζουμερή σαραντάρα, που δεν καθόταν ήσυχη. Μετά τον Τάσο θα έπρεπε να γνώρισε πολλούς. Ένας από αυτούς ο Νίνος, που τον παντρεύτηκε.
– Αυτός ήταν μουσικός. Έπαιζε λαούτο. Είχε παίξει και με τον Μόσχο. Τον ξέρεις τον Μόσχο;
Τον ήξερα, ακουστά τον είχα.
Κι ο Νίνος (από το Ανανίας!) πέθανε κι αυτός, μάλλον από τις καταχρήσεις της άστατης ζωής του. Κι από τότε μόνη, με την αδερφή της, μισούς μήνες εδώ και μισούς στην Αθήνα, στο Κουκάκι.

– Κυρία Ελένη, πόσες φορές ερωτευθήκατε; Εκτός από τον πρώτο σας, εννοώ. Από την αμηχανία μου το γύρισα ξανά στον πληθυντικό.
– Ε, έκανα κι εγώ την θητεία μου, κοριτσάκι μου.
Δαγκώθηκα να μην της πω για τον κυρ Θοδωρή, αλλά με κατάλαβε.
– Από όσα βλέπεις τα μισά, απ’ όσα ακούς ντιπ, λέει μια λαρισαίικη παροιμία.
– Έχετε κάνει και στην Λάρισα, κυρία Ελένη;
– Όχι εγώ. Αλλά ο ανιψιός μου έχει παντρευτεί εκεί.
Αναμφισβήτητα πολίτις του κόσμου.

Ο Όμηρος, σοφά ποιώντας, δεν μας έδωσε περιγραφή της Ωραίας Ελένης της Σπάρτης και της Τροίας μετά, κι έτσι ο καθένας μπορεί να την φανταστεί όπως θέλει, αψεγάδιαστα, απόλυτα ωραία, επιτομή του κάλλους.
Η Ελένη της Κύθνου και τώρα, στα γεράματά της, ήταν όμορφη γυναίκα. Είχε ένα πολύ γλυκό και φωτεινό πρόσωπο, μεγάλα γαλάζια μάτια, λευκά μαλλάκια με μπούκλες κομμένα καρέ. Το χαμόγελό της ήταν σαν μια ηλιόλουστη ημέρα, και πολύ μεταδοτικό. Δεν ήταν αποκλειστικά δική μου εντύπωση, έβλεπα την επίδραση στο θυμικό όλων. Εκτός από την Νίτσα. Γιατί άραγε; Ζήλεια; Ή απλώς αδιόρθωτη κατάσταση μιζέριας;

Δεν μου ήταν δύσκολο να την φανταστώ νέα, ξανθούλα μάλλον, ανοιχτά χρώματα, ρόδινα μαγουλάκια όπως και τώρα, ζωηρή και παιχνιδιάρα. Σίγουρα θα την συμπαθούσα και αν ήμουν άντρας, θα ήμουν σίγουρα αν όχι ερωτευμένος, τσιμπημένος μαζί της.
– Έχουν γραφτεί τραγούδια για σας; Ποιήματα;
– Έλα καλέ! μου είπε και κοκκίνισε ελαφρά. Πήρα την απάντησή μου.
– Πώς ήταν με τους άντρες;
– Τι πώς ήταν; με ρώτησε πειραγμένη. Άνθρωποι είναι και οι άντρες
Πώς να της το πω;
– Άνθρωποι είναι., συμφώνησα. Και τα παιδιά είναι άνθρωποι. Αλλά δεν είναι όλα τα παιδιά το ίδιο, και δεν τα πηγαίνουν όλοι καλά με τα παιδιά. Εσείς πώς τα καταφέρνατε με τους άντρες;
– Δεν έκανα κάτι ιδιαίτερο. Κανονικά φερόμουν., είπε μάλλον ενοχλημένη τώρα.
Πήρα μια βαθιά ανάσα. Θα το ρισκάριζα.

– Κυρία Ελένη, θα σας πω δυο πράγματα. Το ένα είναι για τον Δον Ζουάν, τον Καζανόβα. Τον ξέρετε;
Τον ήξερε.
– Ξέρετε ποιο ήταν το μυστικό του, για την μεγάλη του επιτυχία στις γυναίκες;
– Η πείρα του;
– Το ότι σε κάθε γυναίκα που συναντούσε, φερόταν σαν να ήταν η μοναδική στον κόσμο. Αυτό τις κατακτούσε, τις έκανε να παραδίδονται αμαχητί.
– Μα σίγουρα ήξεραν ότι υπήρχαν πολλές στην ζωή του.
– Αυτό δεν ήταν αρνητικό, ίσα-ίσα. Πρόσθετε στην γοητεία του! Ξέρεις τι είναι να είναι ο αγαπημένος των γυναικών, να έχει άπειρες κατακτήσεις ο ίδιος, κι όμως να έχει διαλέξει εσένα; Τρομερά κολακευτικό, πολύ ανεβαστικό!
– Ναι, καταλαβαίνω, μουρμούρισε ελαφρά συνοφρυωμένη.
Την κοιτούσα τώρα έντονα. Έκανε άραγε το ίδιο; Έκανε τον εκάστοτε άντρα να νιώθει μοναδικός; Τι μεθύσι! Ποιος να αντιστεκόταν;
Μια ερωτευμένη γυναίκα το κάνει αυτομάτως, δίχως να το σκεφθεί. Μια καλόβολη, δοτική, ευγενική γυναίκα, μήπως δεν θα έκανε ένα βηματάκι παραπάνω; Το θεωρούσα πολύ πιθανόν.
– Ποιο είναι το δεύτερο;

– Το δεύτερο είναι μια ιστορία που είχα διαβάσει παλιά, σε ένα διήγημα επιστημονικής φαντασίας.
– Επιστημονικής φαντασίας;
– Ναι, είναι ένα είδος λογοτεχνίας…
– Ξέρω τι είναι, με διέκοψε. Κι επειδή την κοιτούσα έκπληκτη, διευκρίνισε: Ο μικρότερος γιος του Νίνου -από προηγούμενο γάμο- διάβαζε τέτοια και είχα ρίξει κι εγώ μια ματιά.
– Κυρία Ελένη!! Πώς τόλμησα να την υποτιμήσω;
– Μου άρεσαν αυτά με … τα φρικτά, ξέρεις., μου είπα συνωμοτικά, χαμηλόφωνα. Και νόμιζα ότι εγώ θα την αιφνιδίαζα!
– Ναι. Τέλος πάντων, είναι ένας που φθάνει σε ένα άγνωστο μέρος, έναν πλανήτη, όπου δεν υπάρχει ψυχή ζώσα στην αρχή. Μετά εμφανίζεται μια γυναίκα, που είναι σαν φάντασμα, αλλά σιγά-σιγά αποκτά πιο συμπαγή υφή. Του αρέσει, κάνουν σχέση, αλλά όσο είναι μαζί, αλλάζει σταδιακά μορφή, ας πούμε ήταν κάπως κοντή και παχουλούλα, αλλά με τον καιρό γίνεται πιο ψηλή και πιο λεπτή και στα χρώματα που του αρέσουν.
– Έρχεται στα γούστα του, δηλαδή
– Ναι, ακριβώς. Μετατρέπεται στην ιδανική γι’ αυτόν γυναίκα.
– Και τι γίνεται μετά;
– Κυρία Ελένη! Πώς να θυμάμαι μετά από τόσα χρόνια; Άλλο είναι το ζήτημα!
Ή ήταν πολύ αφελής, σαν παιδάκι που θέλει το παραμύθι του, ή πολύ πονηρούλα και ήθελε να αποπροσανατολίσει την συζήτηση.
Αναστέναξε.
– Τι να σου πω…, έκανε συλλογισμένη. Μερικές φορές μου το έχουν πει αυτό.
– Ποιο δηλαδή;
– Ότι είμαι η μοναδική γυναίκα στον κόσμο… Είχε κοκκινίσει τώρα. Ξέρεις πώς είναι αυτά. Λόγια του αέρα.
– Αλλά δεν το κάνατε επίτηδες. Σας έβγαινε φυσιολογικά.
– Δεν… Μα αν κάποιος αγαπά τον μουσακά, γιατί να μην του κάνω μουσακά; Θα μου πέσει η μέση;, με ρώτησε αμυνόμενη.
– Μάλιστα… Μουσακάς λοιπόν.
– Για σένα, φασολάκια., μου είπε αποφασιστικά. Και γύρισε στην κατσαρόλα της.

Έλεγα να ξαναπάω, αλλά με τούτο και με κείνο έκανα πέντε χρόνια να ξανάρθω στο νησί. Η κυρία Νίτσα είχε πεθάνει, μου είπαν, και όσο για την κυρία Ελένη, ήταν πια πολύ δυσκίνητη. Με το μυαλό ξυράφι όμως, όπως με διαβεβαίωσαν. Ώσπου ήρθε η κόρη της και την πήρε μαζί της στην Γερμανία. Δεν είχαν νέα της έκτοτε.
Ο κυρ Θοδωρής, πολύ σκυφτός πια, δεν εργαζόταν αλλά καθόταν σε μια καρέκλα στο καφενείο να βλέπει τα τεκταινόμενα και να εποπτεύει την κόρη και τον εγγονό, που είχαν πάρει το μαγαζί και το δούλευαν. Με διαβεβαίωσε ότι τουλάχιστον πέντε πελάτες του είχαν πέσει σε κατάθλιψη αφότου έφυγε η Ελένη. Νομίζω πως ήταν ο έκτος.


© Σταυρούλα Αντζουλάκου, 30 Αυγούστου 2019

Σημείωμα: Η ιστορία είναι εντελώς φανταστική, δεν έχει καμμία σχέση με το νησί, απλώς μου άρεσαν τα τοπικά ονόματα

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.