«Βγάζει τα ακουστικά του για να νιώθει πως έχει τον έλεγχο, έστω σε αυτό το επίπεδο. Το αμήχανο βλέμμα του πέφτει επάνω της. Το ξανακατεβάζει γρήγορα κι ας μη τον έχει δει. Δεν κρατιέται για πολύ.»
-γράφει ο SideliK_2
Το λεωφορείο ήταν μισογεμάτο απ’ όσο θυμάμαι. Εκείνη στεκόταν κοντά στο μηχάνημα επικύρωσης, σκυφτή, με μια ελαφριά δυσφορία σχηματισμένη στο πρόσωπό της. Τα σανδάλια της, απαραίτητα τέτοια εποχή, σκέπαζε ένα διάφανο λευκό παντελόνι που οδηγούσε σε μια αμάνικη μαύρη μπλούζα. Η άνεση φάνταζε για εκείνη πιο επιτακτική από την εμφάνιση. Τέτοια ώρα συνήθως ο κόσμος γυρνάει από την βαρβαρότητα του μεροκάματου πίσω στο σπίτι, μα η πορεία της φυσαρμόνικας προς το κέντρο υπονοεί το αντίθετο. Ποιος θέλει να βρίσκεται εκεί καλοκαιριάτικα; Το κολατσιό στην χάρτινη σακούλα προδίδει εξίσου πως μάλλον πηγαίνει στη δουλειά. Η κούραση που ακτινοβολεί το κορμί της μπερδεύει περισσότερο την πρόβλεψη. Το βλέμμα της χαμένο, δεν σκέφτεται καν.
Η στάση μπροστά από την παιδική χαρά δεν γλυκαίνει την κατάσταση. Η αφόρητη ζέστη κάνει ακόμη και τα βλέφαρά του να ιδρώνουν. Φοιτητής θα ναι, περιμένει στωικά το λεωφορείο χαζεύοντας κάθε τρεις και λίγο την εφαρμογή του Ο.Α.Σ.Α. Βράζουν τα τσιμέντα και η ρομαντική μουσική που δονεί τα ακουστικά του δεν βοηθά και πολύ σε αυτό που αποζητά : Να κλάψει, ή έστω να βουρκώσει. Άλλωστε τα δάκρυα δύσκολα διακρίνονται απ’ τον ιδρώτα. Πρέπει να μιλήσουν σήμερα, έχει την κρυφή ελπίδα να τα ξαναβρούν. Να και κάτι που χρησιμεύει το αστικό κέντρο μέσα στον καύσωνα. Τα μίζερα ραντεβού αγωνίας και γκρεμισμένων προσδοκιών πάντα δένουν οργασμικά με το σκηνικό κόλασης και τσιμέντου. Τη σκέφτεται γαμημένα συνέχεια. Έχει κάνει τα πάντα.
Πόσο διεκδικούμε άραγε αυτό που θέλουμε; Τι θέλουμε, θα αναρωτηθείς. Πολλά μα όλα τους, χείμαρροι και ποτάμια καταλήγουν στο δέλτα της δίψας για ζωή. Περαστικοί, άγνωστοι μεταξύ τους κι όμως, τόσο ίδιοι. Τους χαζεύεις και βλέπεις στα μάτια όλων το ίδιο κενό· τη λάμψη που έσβησε από την εφηβεία. Μια λάμψη που επαγωγικά μεταφέρεται όταν οι άνθρωποι πλησιάσουν σε απόσταση περίπου δυο εκατοστών. Λίγο πριν την επαφή. Δεν υπάρχει καύσιμο, μονάχα μια ισχνή φλόγα από το προσάναμμα: τη δράση.
Επιτέλους έφτασε. «Είσοδος μόνο από την μπροστά πόρτα.» Βγάζει τα ακουστικά του για να νιώθει πως έχει τον έλεγχο, έστω σε αυτό το επίπεδο. Το αμήχανο βλέμμα του πέφτει επάνω της. Το ξανακατεβάζει γρήγορα κι ας μη τον έχει δει. Δεν κρατιέται για πολύ. Γρήγορα ξανακοιτάει τα χέρια της, παρατηρεί μέχρι και τα σημάδια του χρόνου επάνω τους. Ταξιδεύει ενοχικά λίγο πάνω από το στήθος της, ακολουθεί τον ιδρώτα που κατηφορίζει από τον αυχένα στην πλάτη. Χάνεται μαζί του μέσα από τα ρούχα της. «Γιατί δεν κάθεται διάολε, τόσα πράγματα κουβαλάει!». Βγήκε από το γυάλινο κλουβί της. Η κάρτα απεριορίστων διαδρομών προδίδει το όνομα της. Αγχωτικό και λυτρωτικό συνάμα. «Κατερίνα, μου αρέσουν τα δάχτυλά σου.. εμμ είμαι ο Αλέξανδρος!»