-γράφει ο SideliK_2
Απογευματινή σιέστα. Η ίδια playlist στο repeat, το ίδιο χάζεμα στο κινητό, το ίδιο κορμί στο κρεβάτι. Μονάχα το διαμέρισμα διαφέρει. Ο ιδρώτας απ’ τους κολλημένους της μηρούς έχει μουσκέψει τα σεντόνια. Θυμίζει ετοιμόγεννη έτσι όπως τρέμει. Τα μισόκλειστα μάτια ασχημαίνουν το φρέσκο της πρόσωπο, κάτι η συνοφρύωση, κάτι ο ήλιος από το παράθυρο.
«-Πού ‘σαι ρε γαμώτο;»
Το γρατζούνισμα στην πόρτα την ταράζει αντί να την ανακουφίσει.
«-Επιτέλους.»
Ο Γιώργος αφήνει τα κλειδιά στο κομοδίνο και με βαριά βήματα περνά το χολ. Μοιάζουν με αντίστροφη μέτρηση για εκείνη. Κάνει να σηκωθεί μα έχει «κλειδώσει». Η πόρτα ανοίγει και αντικρίζει το μπλαβισμένο του πρόσωπο, το κενό του βλέμμα.
«-Με χτύπησε.. Βγήκε απ’ το πάρκο και χίμηξε επάνω μου σα ζώο! 6 μήνες μετά..»
«-Δε φταίω εγώ όμως.»
«-Δε φταις εσύ..»
«-Εννοώ, είσαι καλά;»
Το αίμα τρέχει ακόμα απ’ τα χείλη του. Μα είναι εκεί για αυτόν, καμιά γροθιά δε θα στερήσει το άλλο του μισό. Ξαπλώνει πλάι της, τη φιλάει. Η μεταλλική γεύση που μοιράζονται θα λύγιζε τον καθένα. Τα μάτια της καίνε.
«-Σε αγαπώ πολύ.. όσο τίποτα και το ξέρεις!»
Με το χτυπημένο δεξί του χέρι σκουπίζει τα δάκρυα από τα μάγουλά της.
«-Είναι τρελός, του ‘χω πει πως τελείωσε, του είπα να μείνει μακριά σου!»
«-Δεν αρκεί μάλλον.. Είσαι δική μου. Θα πληρώσει!»
«-Όχι. Αχ.. άσε να του μιλήσω πρώτη.»
«-Δε χρειάζομαι υπεράσπιση!»
Η διαδρομή της ως το μπάνιο φαντάζει πορεία στην έρημο. Ζεσταίνεται απ’ το άγχος, όχι τον καύσωνα. Μερικές γάζες, λίγο ιώδιο και μια λεκάνη με νερό. Για το ξέπλυμα.
Οι πατούσες της Ηρούς είναι μούσκεμα τώρα. Μετά τον κρότο, δροσιά. Ο Γιώργος είχε πεταχτεί άξαφνα ξεφορτώνοντας τα χέρια της. Τα δικά του, τη σφίγγουν με δύναμη επάνω στο στέρνο του όσο γλιστράνε προς το κρεβάτι. Κατεβάζει το φερμουάρ απ’ το σορτσάκι της. Ζορίζεται λίγο. Τη ρίχνει μπρούμυτα.
«-Σε θέλω.»
Οι ρώγες της είναι πιο σκληρές από ποτέ. Η ανάσα του στη ράχη της καίει σα λάβα. Εγωισμός, φόβος κι ενοχές, τα καύσιμα του έρωτα. Εξατμίζονται με μια κραυγή.
«-Είδες το παντελόνι μου;»
«-Έλα να το..»
«-Είχε χαθεί το τελευταίο τρίμηνο πάντως. Νόμιζα πως τον είχαμε ξεφορτωθεί το μαλάκα.»
«-Xθες πέρασα απ’ το σπίτι του.»