Φορώ την απουσία σου κατάσαρκα.
Μαύρο πουκάμισο από ύφασμα τραχύ
που γδέρνει τη σάρκα.»
– γράφει η Αιμιλία Πανταζή
Βαθιές οι ανάσες του φθινοπώρου
μεταμορφώνουν τα φύλλα σε χρωματιστά πουλιά,
φτερουγίζουν γύρω μου,
μαζεύονται στα πόδια μου.
Αλλόφρονες σπουργίτες
τρυγούν τα τελευταία σταφύλια.
Ντύνεται σύννεφα ο ουρανός,
χάνεται στο γκρίζο το γαλάζιο.
Οι σκέψεις μου σε ελεύθερη πτώση,
κομμάτια η καρδιά.
Υπαίτιος ένας έρωτας
μοιραίος, αδυσώπητος.
Ένας έρωτας θάνατος,
αθάνατος.
Τα λάθη τα βιώσαμε όλα
ένα προς ένα.
Μόνο στα πάθη δώσαμε αναβολή.
Το σούρουπο πάντα μου λείπεις.
Φορώ την απουσία σου κατάσαρκα.
Μαύρο πουκάμισο από ύφασμα τραχύ
που γδέρνει τη σάρκα.
Με μπαρούτι θα ανατινάξω τις ενοχές και τις άμυνες,
να εκραγούν τα αισθήματα,
να εκφραστούν,
να φανερωθούν οι κρυμμένοι πόθοι,
να γίνω χρωματιστό πουλί
να φτερουγίσω,
να κουρνιάσω πλάι σου μαζί με τις ανάσες του φθινοπώρου.