«Ένα πρόσωπο»

«Είπε φωναχτά στον εαυτό του: η φυγή είναι μια κάποια λύση. Αλλά αναρωτήθηκε σχεδόν αμέσως, προς τα πού. Η απάντηση ήρθε στιγμιαία (κι ολίγον βίαια), εκεί που θα έβρισκε έναν έρωτα,  έναν μεγάλο έρωτα. Ένα πρόσωπο.»
– γράφει ο Χριστόφορος Τριάντης


cdc51351a606f4b36e211a288309a80d

Στην πατρίδα του ήταν ιδιαίτερα αγαπητός. Το συγγραφικό του έργο αναγνωριζόταν από τους ακαδημαϊκούς κύκλους και τον απλό κόσμο. Η φήμη του είχε ξεπεράσει τα σύνορα της χώρας. Ήταν γνωστός και στο εξωτερικό (αυτό κι να είναι ένα αλάνθαστο κριτήριο συγγραφικής επιτυχίας). Τα βιβλία του, ήταν από τα πιο ευπώλητα.  Ήταν ένας διάσημος συγγραφέας, χωρίς αντίρρηση θα μπορούσε να ειπωθεί και να γραφεί κάτι τέτοιο (από πολλούς και διάφορους, μέσα κι έξω από τα λογοτεχνικά πράγματα).

Ο χρόνος όμως περνούσε (όπως περνάει αιώνες τώρα για όλους τους ανθρώπους) και παρατηρούσε με κάποια μελαγχολία είναι η αληθής επισήμανση, ότι καθώς μεγάλωνε -είχε περάσει τα πενήντα- η έμπνευση και η φαντασία τον εγκατέλειπαν. Οι ζωτικές και πνευματικές του δυνάμεις ασθενούσαν, ήθελαν κάποιου είδους ανορθωτική υποστήριξη, προτού η αδυναμία μεταμορφωθεί σε κατάθλιψη κι ανημπόρια.

Όταν έγραφε, έγραφε  φορμαλιστικά, δίχως νεύρο και ζωντάνια. Έλειπε ο έρωτας (με την ειδική και τη γενική έννοια) για τα γραφόμενα. Καταλάβαινε ότι η χαρά που του έδινε το γράψιμο, έσβηνε σιωπηλά. Οι παραγωγικές δυνάμεις του εξαντλούνταν από την επανάληψη και την απουσία αγάπης.

Έπρεπε  να ‘ναι χαρούμενος, δημιουργικά ευτυχισμένος, για να μπορεί να ακολουθεί τους στοχασμούς της καρδιάς  και να τους μεταμορφώνει –επιτυχημένα- σε μεγάλα έργα. Κάτι τέτοιο όμως δεν συνέβαινε. Έπρεπε να παραδεχθεί τη μικρή – μεγάλη απελπισία που τον κατάτρυχε και τον καθήλωνε. Ήταν ένα βήμα πριν την ιατρική και ψυχολογική υποστήριξη (η δεύτερη είναι πολύ της μόδας στις δυτικές κοινωνίες).

Κάτι έπρεπε να κάνει. Ένα ταξίδι μακριά,  στη νότια Αμερική ή στον Ειρηνικό ωκεανό σαν άλλος Στήβενσον, θα το αναζωογονούσε, θα τον βοηθούσε. Του ήρθε η  εικόνα να τον περιτριγυρίζουν η γυναίκα του, τα παιδιά του, οι γραμματείς και οι φαρισαίοι, σερβίροντας τσάι και συμπάθεια. Το ταξίδι αυτό δεν ήταν η λύση. Είπε φωναχτά στον εαυτό του: η φυγή είναι μια κάποια λύση. Αλλά αναρωτήθηκε σχεδόν αμέσως, προς τα πού. Η απάντηση ήρθε στιγμιαία (κι ολίγον βίαια), εκεί που θα έβρισκε έναν έρωτα,  έναν μεγάλο έρωτα. Ένα πρόσωπο. Το θέαμά του, το άγγιγμα του, τα φιλιά του, θα ήταν το αντίδοτο στην απελπισία του. Θα του χάριζε τις στιγμές αθανασίας που τις είχε –ακόμα- ανάγκη για να γράφει και να ζει.

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.