«Το φαντασματάκι με τις κοντές πυτζάμες»

«Κουνιόταν μπρος πίσω ανεμίζοντας τη ρόμπα του. Η καρδιά του άρχισε να αλαφρώνει. Μακάριο το κούνημα σκέφτηκε. Σαν τις μάνες που βλέπει όταν λικνίζουν τα παιδιά τους…»

– γράφει η Μαρίζα Τσαμίδα


«Το φαντασματάκι με τις κοντές πυτζάμες»

ghost.jpg

Το φαντασματάκι κόλλησε το μέτωπό του στο τζάμι. Χάζευε το δέντρο στον απέναντι δρόμο, ντυμένο στα φθινωπορινά του χρώματα όπως ήταν. ‘Αλλα φύλλα πορτοκαλί, άλλα κόκκινα και κάτι λίγα πράσινα που έδιναν μάχη με τον χρόνο. Το σκηνικό αυτό του θύμησε τους ανθρώπους. Πόσοι άνθρωποι διαφορετικοί από το ίδιο δέντρο δίνουν μάχη με τον χρόνο που ξεθωριάζει τα πάντα.

Οι πυτζάμες κόνταιναν αλλά αυτό εκεί πεισματικά. Να χαζεύει το δέντρο που θυμίζει τους ανθρώπους. Να μπορούσε να διαιρεθεί μόνο…Οι άνθρωποι είχαν πάντα ένα κοινό μεταξύ τους…αν τους διαιρούσε κάτι έβρισκες τα κομμάτια τους σε όλους τους άλλους. Όπως τα φύλλα του δέντρου. Όλα είχαν την ίδια υφή άσχετως αν είχαν άλλο χρώμα. Και όταν φυσούσε ο Μπάτης έπεφταν μαζί αγκαλιασμένα από το δέντρο.
Ξεκόλλησε από το τζάμι που δεν του πρόσφερε απαντήσεις και έσυρε τα γυμνά του πόδια ως το ταβάνι. Ανάποδα όπως οι νυχτερίδες και με το παντελόνι να κοντένει πιο πολύ, άρχισε να αιωρείται. Η σκόνη που καθόταν βαριεστημένη ταρακουνήθηκε και κάτω από το λεπτό φως της ηλιαχτίδας χόρεψε δίπλα του. Κουνιόταν μπρος πίσω ανεμίζοντας τη ρόμπα του. Η καρδιά του άρχισε να αλαφρώνει. Μακάριο το κούνημα σκέφτηκε. Σαν τις μάνες που βλέπει όταν λικνίζουν τα παιδιά τους. Τα τελευταία μπορούσαν να τον δουν και να παίξουν μαζί του. Μεγαλώνοντας όμως τον ξεχνούσαν και ο μύθος του έσβηνε. Τα μάτια του άρχισαν να κλείνουν και μια ζέστη τύλιξε το σώμα του.

Ένας άντρας φάντασμα μπήκε στο εγκατελειμένο σπίτι. Αδύνατος με το σακάκι του ένα νούμερο μεγαλύτερο από αυτόν, να κρέμεται άτσαλα πάνω του σαν καλόγερος σε άδειο χολ. Η καμπούρα του φάνταζε βαριά για τα λεπτά του άκρα και τα χέρια του αδύνατα σαν κλαδιά κρέμονταν άψυχα. Με τα πόδια του έσπρωξε τα σκουπίδια από το πάτωμα, αράδιασε τα χαρτόνια που κρατούσε και ξάπλωσε. Άδεια μπουκάλια κροτάλισαν στον χώρο παραμερίζοντάς τα. Τα γένια του κάλυπταν το σκελετωμένο του πρόσωπο και σκέπασαν την όποια μαρτυρία υπήρχε για αλλοτινή ομορφιά. Άρχισε να τρέμει.
Αγκάλιασε το κορμί του και φαντάστηκε κάποιον άλλο να το κάνει για αυτόν. Κουνιόταν μπρος πίσω στην αρχή, ψυχαναγκαστικά, μέχρι που ξέχασε, μαλάκωσε και αφέθηκε…

Το φαντασματάκι τον ήξερε. Μιλούσαν τα βράδια όταν αυτός χανόταν στην ομίχλη. Μες την παραζάλη του έλεγε για κατορθώματα που είχε κάνει στο παρελθόν. Τότε τα μάτια του μεγάλωναν και το χαμόγελό του άνοιγε. Αυτός όπως και οι άλλοι πριν από αυτόν, τον έβλεπαν μέσα στην θολούρα τους αλλά μετά τον ξεχνούσαν. Κανείς δεν μπορούσε να τον κρατήσει ζωντανό για πολύ καιρό. Μα και το αντίθετο. Κανέναν δεν μπορούσε να βοηθήσει όσο κι αν ήθελε. Έμενε μαζί τους μέχρι τα στερνά να τους κρατάει συντροφιά. Οι δυνάμεις του όμως ήταν περιορισμένες. Όταν ερχόταν η ώρα τους, τους συνόδευε στο μονοπάτι μέσα από το σκοτάδι μέχρι να δουν το φως και να συνεχίσουν μόνοι τους. Πιο πέρα δεν μπορούσε να πάει και το ίδιο. Πάντα μέχρι την γραμμή ανάμεσα στο φως και το σκοτάδι. Δεν είχε το κλειδί για παρακάτω. Αυτή ήταν και η μοναξιά του. Ανάμεσα σε δυο κόσμους και να μη μπορεί να διαιρεθεί.

Η σκιά του άντρα άρχισε να μικραίνει. Το φαντασματάκι περπάτησε από το ταβάνι και κάθισε στα γόνατα κοντά του. Κανείς δεν θα με θυμάται ψιθύρισε με δυσκολία ο άντρας. Θα σε θυμάμαι εγώ του είπε. Και θα σε βλέπω σε όλους τους ανθρώπους…ακόμα και στον πιο μακρινό. Όταν στέρεψε και η τελευταία του ανάσα, το φαντασματάκι έβγαλε από την τσέπη του εφτά φύλλα. Εφτά φύλλα διαφορετικού χρώματος το καθένα από το ίδιο δέντρο. Τα ακούμπησε με ευλάβεια στο σώμα του και περίμενε. Σε λίγο φάνηκε η σταγόνα από τα μάτια του άντρα. Αυτή η πλατινένια σταγόνα, η τόσο πολύτιμη και βαριά. Την πήρε στοργικά στην χούφτα του και την περιεργάστηκε. Πόσο ζωηρά κουνιόταν ανήσυχη στο χέρι του! Αδημονούσε και έτρεμε να φτάσει στην πηγή. Το φαντασματάκι την έβαλε με με προσοχή στην εσωτερική τσέπη της ρόμπας του και άρχισε να περπατάει τον ουρανό.

Μια μέρα του Νοέμβρη έγραψαν στις εφημερίδες : Βρέθηκε νεκρός, αγνώστου ταυτότητας, σε εγκαταλελειμμένο κτήριο στο κέντρο. Μυστήριο προκαλεί το γεγονός ότι πάνω στο σώμα του είχε αραδιασμένα φύλλα δέντρου, εφτά στον αριθμό. Όλα τα φύλλα είχαν διαφορετικό χρώμα και κανένα δεν έμοιαζε μεταξύ τους. Η αστυνομία αναζητεί τους ένοχους. Οι περαστικοί κοντοστέκονταν για λίγο να διαβάσουν τους τίτλους στα περίπτερα και μετά να συνεχίσουν βιαστικότεροι για τις δουλειές τους. Κάπου εκεί ήταν κι ένα φαντασματάκι με κοντές πυτζάμες που τους κοίταζε και ήθελε να τους βοηθήσει αλλά ήταν μικρό και συνεπώς αόρατο για τους περισσότερους. Μια σταγόνα ακούμπησε το μάγουλό του. Μια πολύ περίεργη σταγόνα που τα χέρια του δεν μπορούσαν να την σηκώσουν…

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.