«Χαπάκι εντ»

Πλήρωσα το εισιτήριό μου στο αυτόματο μηχάνημα με τις οδηγίες για ηλίθιους, που σε κάνουν να αισθάνεσαι ακριβώς αυτό: Ηλίθιος. -γράφει η Σταυρούλα Αντζουλάκου

StAntzΤο κτίριο απέπνεε μια μεγαλοπρέπεια παλαιάς εποχής, αλλά και την εγκατάλειψη της παρούσης. Δίστασα λιγάκι να μπω. Αλλά μπαίνοντας, μια μυρωδιά απολυμαντικού με καθησύχασε. Δεν μυρίζουν ωραία τα απολυμαντικά, αλλά τουλάχιστον κάποιος φροντίζει τον χώρο.

Πλήρωσα το εισιτήριό μου στο αυτόματο μηχάνημα με τις οδηγίες για ηλίθιους, που σε κάνουν να αισθάνεσαι ακριβώς αυτό: Ηλίθιος.

Πάτησα το κουμπάκι με την ένδειξη «Αίθουσα Μυστηρίων», που ήταν το πιο φθαρμένο, άρα και το πιο χιλιοπατημένο.

«Ποιον κοροϊδεύουν;», αναρωτήθηκα. Η Αίθουσα Μυστηρίων ποτέ δεν ήταν ανοιχτή για το κοινό, ούτε στην αρχαία εποχή, ούτε μετά. Και μετά ανασήκωσα τους ώμους και κάγχασα. Ποιον κοροϊδεύω;

Η αίθουσα όπου οδηγήθηκα, δεν ήταν αίθουσα. Ένα κομματάκι της νοτίου κλιτύος ίσως, αν και δεν είμαι καλή στον προσανατολισμό. Ένας χώρος ολίγων τετραγωνικών, σκοτεινός, αλλά πανύψηλος, η οροφή δεν φαινόταν καν. Σαν πηγάδι, αλλά παραδόξως όχι κλειστοφοβικό. Μου έκανε. Θα μπορούσα να παραμείνω ώρες και να διαλογίζομαι, ή μάλλον να ρεμβάζω, διότι ποτέ δεν εξασκήθηκα αρκετά για διαλογισμό. Εν πάση περιπτώσει, θα ήταν μια ανακούφιση για την ταλαιπωρημένη μου ψυχή.

Όμως δεν ήταν γραφτό. Σε λίγα λεπτά μπήκε μέσα ο μάντης υπηρεσίας και η ατμόσφαιρα της όποιας μέθεξης διαλύθηκε. Ήταν στην τρίτη ηλικία, αλλά πολύ νευρικός για γέρος. Δεν με πείραζε αυτό, ούτε τα σχεδόν κουρελιασμένα ρούχα του, αλλά δυστυχώς βρωμούσε. Από πότε είχε να κάνει μπάνιο;
Έβγαλα από την τσέπη μου το κομμάτι τεχνητού χρυσού που είχα αγοράσει για την περίσταση, και του το έτεινα.
– Ω, Μεγάλε Μύστη, φώτισέ με, με την σοφία σου, την δυστυχή!, εκφώνησα με τον τυποποιημένο προσήκοντα σεβασμό. Την ίδια στιγμή μετάνιωνα που δεν είχα διαλέξει λιβάνι ή σμύρνα για προσφορά. Τουλάχιστον θα κάλυπτε την βρωμερή αποφορά του.

Ο μάντης δεν ήταν στα κέφια του. Είχε κακοκοιμηθεί και ήταν ήδη πολύ τσατίλας. «Μεγάλος Μύστης και βλακείες!», είπε από μέσα του. Τόσα χρόνια και είχε μείνει στάσιμος στον βαθμό Γ, και ήταν υποχρεωμένος να δέχεται και ν’ ακούει τα αιτήματα του κάθε ηλιθίου που ερχόταν στο Ίδρυμα.
Έτσι, την στιγμή που έπαιρνε από το χέρι μου τον τεχνητό χρυσό, είχαμε και οι δύο το ίδιο ύφος, με τις μύτες μας ζαρωμένες.

– Αμοιβαία τα αισθήματα!, ακούστηκε μια ευχάριστη φωνή.
Αναπηδήσαμε και οι δύο από έκπληξη, αλλά η δική μου ήταν πολύ μικρότερη από την δική του. Κάποιο τέχνασμα, προφανώς. Κρυμμένη κάμερα; Όλα να τα περιμένει κανείς από το μάρκετινγκ του Ιδρύματος.

Αλλά ο μάντης είχε αναταραχτεί ολόκληρος, είχε κιτρινίσει κι έτρεμε. Σε όλη του την ζωή, σε ολόκληρη της θητεία του, ποτέ δεν είχε ακούσει την φωνή Του. Είναι δυνατόν η Αποκάλυψη να έρχεται σε τόσο άκυρες στιγμές;
– Ω, Θείε Διόνυσε, εσύ;
Η απάντηση ήταν ένα γελάκι. Κάποιος εμφανώς διασκέδαζε.

Ίσως να μην ήταν ο Διόνυσος, τελικά. Ίσως και να ήταν και να τον ενέπαιζε. Γνωστός φαρσέρ, ο θείος. Μήπως έπρεπε να τον αποκαλέσει Ίακχο, όπως το προσωνύμιό του όταν ασχολούνταν με τα Μυστήρια; Δάγκωσε τα χείλη του. «Κι εγώ ο ασεβής έφτασα σχεδόν να Σε αμφισβητήσω!», σκεφτόταν. Και την ίδια στιγμή αναρωτήθηκε αν έφταναν εκατό βουρδουλιές για εξιλέωση.

Έβηξα διακριτικά. «Τι θα γίνει με την περίπτωσή μου;», ρώτησα σιωπηλά και μάλλον φάνηκε στο πρόσωπό μου, διότι το κατάλαβε κι ανασκουμπώθηκε.
– Λοιπόν, τι σε φέρνει εδώ, τέκνον μου;, με ρώτησε επαγγελματικά.
Δίστασα. Μου φάνηκε τόσο γελοίο το αίτημά μου! Αλλά στο κάτω-κάτω βρισκόμουν εδώ, είχα πληρώσει, και μπροστά μου ήταν ο γέρος που έζεχνε. Έπρεπε να τελειώνω.
– Ω Μύστη, βαριά η καρδιά μου. Με γλυκόλογα και υποσχέσεις με εκμαύλισε, στον ουρανό της ευτυχίας με ανέβασε, για να με παρατήσει στο έρεβος των Ταρτάρων λίγο καιρό μετά.

Δεν πίστευα στ’ αυτιά μου. Τόσο κλισέ; Ήταν αυτή η φωνή μου, η δική μου φωνή; Τόσες νύχτες πένθους, τόση ερημιά, τόσο άπελπις έρως και να μιλάω με αυτήν την ξύλινη γλώσσα;
Αλλά ο μύστης δεν ξενίστηκε διόλου. Τα αυτιά του κι αν δεν είχαν ακούσει τόσα χρόνια! Όσο για την γλώσσα, προφανώς ήταν η αρμόζουσα κατά την άποψή του.

– Λυπηρό τέκνον μου, αλλά αυτά συμβαίνουν. Τι θέλεις να γίνει τώρα; Τι αιτείσαι;
«Τι θα αιτηθεί η γυναίκα; Να τον φέρει πίσω με ξόρκια και μαντζούνια;», αναρωτήθηκε ο γέρος με ένα υπομειδίαμα. Οι γυναίκες είναι τόσο χαζές!
Τι αιτούμαι;
– Να τον ξεχάσω, Μύστη. Να μην με βασανίζει η ανάμνησή του
«Χμ, η γυναίκα δεν είναι και πόσο βλαξ. Τι παυσίπονα να της συνταγογραφήσω;»
Πήγε προς το ερμάριο κι άρχισε να ψαχουλεύει διάφορα μπουκαλάκια και κουτάκια με φάρμακα.
Την ίδια στιγμή ακούστηκε μια χορωδία από παιδικές φωνές:
– Να πάρεις χαπάκια, πέντε-έξι ασπιρίνες, κι αν δεν σου περάσει, ξανάλα από ‘δω! Ξανάλα από ‘δω!
Τώρα είχαμε πετρώσει κι οι δυο.
– Τι ήταν αυτό;, ρώτησε ξέπνοα ο μάντης. Όχι και τόσο καλός μάντης τελικά, τίποτε δεν μαντεύει.
– Ένα σκετς από παράσταση του νηπιαγωγείου του αδερφού μου, απάντησα.
Δια στόματος νηπίων, η απάντηση!

Συνήλθα πρώτη. «Ω, πόσο καλά έκανα που ήρθα εδώ! Η λύση είναι μέσα μας! Αυτό δεν ήθελες να πεις Ίακχε; Σ’ ευχαριστώ! Δεν βλάπτει βέβαια να πεις και στον άπλυτο Υπηρέτη σου να νιφτεί!»
Έβγαλα από την τσέπη μου το τυποποιημένο ρεγάλο για τον μύστη που είχα αγοράσει από το περίπτερο της εισόδου, και χάρηκα που είχα διαλέξει άρωμα, έστω κι από τα φθηνά, κάτι θα έκανε για την περίπτωσή του.

– Χαπάκι-εντ!, του χαμογέλασα γλυκά. Είχε μείνει να ξύνει την κεφάλα του.

Όμως εγώ ήμουν χαρούμενη. Είχα χάσει στον έρωτα πάλι, αλλά είχα ξανακερδίσει τον αυτοσεβασμό μου. Ένα μέρος του, τουλάχιστον.


© Σταυρούλα Αντζουλάκου,
21 Δεκεμβρίου 2019

_______________
Σημείωση:
1. Ίακχος, όνομα του Βάκχου, δηλαδή του Διονύσου.
Από το ρήμα ιάχω = φωνάζω. Ιά = κραυγή

2. Η φωτογραφία είναι από την ταινία «Η αιώνια λιακάδα ενός καθαρού μυαλού»

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.