Ο παλαιός θεός (μέρος α’)

«Η λίμνη ήταν πολύ βαθιά, το φως του φεγγαριού αν και έντονο δεν έφτανε μέχρι τον πάτο της ή τουλάχιστον εκείνος δεν την έβλεπε, οπότε με όσο οξυγόνο του έμενε προσπάθησε για το καλύτερο. Ένιωθε όμως πως όσο αυτό λιγόστευε τόσο λιγόστευαν και οι ελπίδες του. Όμως να, εκεί κάτω από το κορμί του άρχισαν να εμφανίζονται μαύρες σκιές.»
-γράφει ο Κωνσταντίνος Λιάχης


ea0337a8e8d43fd4669f2c2f892a7c5a

Δύσκολη μέρα, δεν την έπιαναν τα φάρμακα σήμερα. Θα υπάρξουν τέτοιες στιγμές, είχε πει του Κώστα ο γιατρός που την παρακολουθούσε. Η μητέρα του είχε σκλήρυνση κατά πλάκας τα τελευταία 7 χρόνια, με την κατάστασή της το τελευταίο διάστημα να έχει χειροτερέψει. Αναγκάστηκε να παρακαλέσει τον Διευθυντή του λυκείου να του δώσει δέκα ημέρες για να τελειώσει κάποιες εργασίες που απαιτούνταν στο πατρικό του. Δεν υπήρχαν χρήματα λόγω του κόστους των φαρμάκων, οπότε έπρεπε πολλά πράγματα να τα κάνει μόνος του. Ευτυχώς έπιαναν τα χέρια του και είχε και βοήθεια από το σκύλο του.

Ένα υπέροχο Λαμπραντόρ, το είχε πάρει πριν πέντε χρόνια από ένα καταφύγιο ζώων. Βλέποντας διάφορα βίντεο στο ίντερνετ, τον εκπαίδευσε όσο μπορούσε ώστε να γίνει σκύλος βοηθός. Μέχρι να ολοκληρωθεί, όμως, η εκπαίδευσή του δεν τον είχε φέρει στο δωμάτιο της μητέρας του για να μην την ταλαιπωρεί. Μόλις, όμως, θεώρησε πως η εκπαίδευση είχε ολοκληρωθεί αποφάσισε να τους γνωρίσει. Σύντομα κατάλαβε πως η μητέρα του είχε αλλεργία στις τρίχες του σκύλου, αφού η κακομοίρα φτερνιζόταν κάθε φορά που βρισκόντουσαν παραπάνω από μισή ώρα στον ίδιο χώρο. Έτσι, του είχε μείνει αμανάτι ένα άρτια εκπαιδευμένο σκυλί με τέλειο χαρακτήρα.

Οι δύο τους, λοιπόν, έβαλαν μπάρες σε κάθε τοίχο του σπιτιού για να κρατιέται η μητέρα του. Το μεγάλο πρόβλημα, όμως, καθώς έμεναν σε μονοκατοικία, ήταν πως τα υπνοδωμάτια βρίσκονταν στον πάνω όροφο και υπήρχαν οκτώ σκαλοπάτια που οδηγούσαν στο σαλόνι και στην κουζίνα. Στην ουσία ό,τι είχε φτιάξει μέχρι τώρα ήταν άχρηστο αν δεν έβαζε και ένα αναβατόριο σκάλας με ηλεκτροκίνητη καρέκλα.

Είχε λύση και για αυτό. Δεν ήταν ένα συνηθισμένο δεκαεξάχρονο παιδί που πηγαίνει φροντιστήριο μετά το σχολείο ή στην Ακαδημία ποδοσφαίρου της περιοχής. Ο Κώστας ήταν ένας περιθωριακός «ροκάς» με κύρια ασχολία του την διακίνηση κάνναβης. Ήταν όμως προσεκτικός, μόνο διακίνηση και ποτέ πώληση, από την παραγωγή στους πωλητές. Μπορεί το μέρισμα να ήταν μικρό, αλλά υπήρχαν μικρές πιθανότητες να τον συλλάβουν. Είχε έρθει η ώρα να ζητήσει την πρώτη του χάρη από τον Λεωνίδα, εκείνον που είχε τις σοδειές και πολλά άλλα.

e248c1a89a82e5d5961e4e85565bf661

Την επόμενη κιόλας μέρα καβάλησε το ποδήλατο του και πήγε να τον δει. Ήταν απίστευτα δύσκολο να βρει κανείς την φυτεία, ακόμη κι ο Κώστας που είχε κάνει την διαδρομή παραπάνω από πενήντα φορές, υπήρχαν σημεία που τον δυσκόλευαν, αφού τα σημάδια του για την διαδρομή ήταν τα ίδια τα δέντρα. Αν την προηγούμενη ημέρα, είχε βρέξει ή υπήρχε δυνατός άνεμος κι είχαν πέσει αρκετά φύλλα, έχανε τον προσανατολισμό του.

Έφτασε στους πυκνούς θάμνους και κατέβηκε από το ποδήλατο. Το καμουφλάζ ήταν απίστευτα καλό, αφού κανείς δεν θα τολμούσε να χωθεί μέσα στην πυκνή πρασινάδα. Ο Κώστας όμως γνώριζε, οπότε έπιασε στα χέρια το ποδήλατο και χώθηκε με δύναμη μέσα στους θάμνους, οι οποίοι έγδαραν κάθε σημείο της σάρκας του που ήταν εκτεθειμένο στην φύση. Με μία κίνηση καθάρισε το πρόσωπο του και κατέβασε το ποδήλατο ξανά στο έδαφος.

«Ποδηλατάκια; Εσύ είσαι;» ρώτησε ένας τύπος που το χαρακτηριστικό του ήταν πως είχε ένα μάτι. Δεν γνώριζε το όνομα του, αφού όλοι μέσα στην οργάνωση τον έλεγαν Μονόφθαλμο.

«Ναι εγώ είμαι. Ήρθα να δω τον Λεωνίδα και να πάρω την φέτα» του απάντησε, ενώ σκεφτόταν για μία ακόμη φορά πόσο ηλίθια ήταν η κωδική ονομασία «φέτα».

«Πέρνα μέσα στο σπίτι και πρόσεχε τις λάσπες σε παρακαλώ».

Τα παπούτσια του, όντως, είχαν γεμίσει κόκκινη λάσπη, όπως κι οι ρόδες του ποδηλάτου του. Πλησίασε το κοντό ξύλινο σπιτάκι κι αποφάσισε να βγάλει τα παπούτσια για να είναι σίγουρος πως δεν θα λερώσει το εσωτερικό. Μπαίνοντας μέσα, είδε τον Λεωνίδα να κάθεται σε ένα μικρό σκαλιστό τραπέζι και να διαβάζει κάτι στο τάμπλετ του.

«Καλημέρα Λεωνίδα, ήρθα για την φέτα και να σας ζητήσω μια χάρη» του είπε χωρίς να κάνει βήμα πιο μέσα.

«Επιτέλους, κι έλεγα ότι δεν θα ζητήσεις ποτέ τίποτα. Τι χρειάζεσαι; Χρήματα;»

«Όχι, θα είμαι ξεκάθαρος Λεωνίδα. Δεν θέλω χρήματα, αλλά ένα αναβατόριο σκάλας με ηλεκτροκίνητη καρέκλα για την μάνα μου. Όπως ξέρετε είναι άρρωστη κι έχει χειροτερέψει. Δεν μπορεί, πλέον, να κατέβει τις σκάλες του σπιτιού» του απάντησε με το κεφάλι κατεβασμένο.

«Ποδηλατάκια. Είσαι ξύπνιος. Θυμάσαι τι σου είχα ζητήσει για να σε προσλάβω;»

«Ναι, να βρω εγώ τρόπο για να κρύβω την φέτα κατά την μεταφορά. Μετά να σας πω αυτό τον τρόπο κι αν τον βρίσκατε έξυπνο τότε θα με προσλαμβάνατε.»

«Πολύ σωστά. Κι επέστρεψες την επόμενη, κιόλας, ημέρα με τα χέρια σου ματωμένα και σχισμένα δείχνοντας μου την ιδέα σου. Είχες τρυπήσει τον σκελετό του ποδηλάτου σου σε τρία σημεία κι από εκεί το γέμιζες με ράβδους από χόρτο δεμένες μεταξύ τους με νήμα, ώστε να μπορείς να τις τραβήξεις με την μία και να τις δώσεις στους διακινητές.»

«Λεωνίδα, συγνώμη δεν καταλαβαίνω που το πας. Αν δεν μπορείς να με βοηθήσεις απλά πες το μου, δεν υπάρχει πρόβλημα…»

«Δεν με κατάλαβες, η ιδέα σου με βοήθησε, ώστε να έχω τώρα άλλους πέντε ποδηλατάδες σαν και του λόγου σου. Είναι ο πιο ασφαλής τρόπος για να μεταφέρω τα ναρκωτικά μου, ακόμη και τα χρήματα που κερδίζω. Οπότε θα σου κάνω την χάρη χωρίς να ζητήσω κάτι άλλο από εσένα. Το βράδυ πήγαινε στην μεγάλη συκιά. Ξέρεις ποια λέω;»

«Ναι, την έχω για σημάδι κάθε φορά που έρχομαι σε εσένα. Στρίβω αριστερά μόλις την δω.»

«Τέλεια, τώρα δεν θα στρίψεις παρά θα κάτσεις από κάτω της και θα σκάψεις. Δεν ξέρω πόσο, αλλά θα σκάψεις μέχρι να βρεις το πακέτο με τα χρήματα. Οκ;»

«Σε ευχαριστώ Λεωνίδα, με έσωσες.»

«Κι εσύ μικρέ. Πήγαινε τώρα κι όπως είπαμε θα σκάψεις μέχρι να βρεις το δώρο σου!» του απάντησε κάνοντάς του νόημα να αποχωρήσει.

582b4733d65dea605bc0935abadd2fce

Μέχρι τις δύο είχε επιστρέψει σπίτι κι είχε μαγειρέψει κάτι πρόχειρο, ανεβάζοντας την μερίδα της μητέρας του στο δωμάτιο της.

«Αν είσαι καλύτερα, ίσως, αύριο φάμε κανονικά στην κουζίνα» της είπε με τα βλέμματα και των δύο να είναι στενάχωρα, καθώς ήξεραν πως οι καλές ημέρες λιγοστεύουν.

Έφαγε, έπλυνε τα πιάτα και μαζί με τον σκύλο του ξαπλώσανε στο δωμάτιο του. Όταν άνοιξε τα μάτια του η ώρα ήταν περασμένες έξι το απόγευμα. Από το πολύ ποδήλατο τον πονούσαν τα πόδια του. Δεν είχε κουράγιο να βγάλει τον σκύλο βόλτα και να πάει και στην μεγάλη συκιά στο δάσος, οπότε επέλεξε να συνδυάσει τις δύο βόλτες και να πάρει στο δάσος τον Γλύκα. Έτσι, αφού καθάρισε το σπίτι κι ετοίμασε το βραδινό, με το ρολόι να λέει 09.00 μ.μ., του φόρεσε τον οδηγό και μαζί κατευθύνθηκαν στο δάσος με το λουρί δεμένο στο ποδήλατο και τον ίδιο να βογκάει σε κάθε πετάλι, γιατί ο βλάκας ο σκύλος δεν ήθελε να ακολουθήσει το δίκυκλο.

Φτάνοντας στο σημείο άφησε ελεύθερο τον Γλύκα να παίξει, γνώριζε πως δεν υπήρχε περίπτωση να απομακρυνθεί κι έβγαλε από την τσάντα του ένα κοντό ξύλινο φτυαράκι. Τότε ήταν που ένιωσε έναν δυνατό αέρα να χτυπάει τα φύλλα της συκιάς και την στιγμή που πήγαινε να χώσει το φτυάρι στο φρέσκο ανακατεμένο χώμα άκουσε τον σκύλο να βγάζει μια πολύ δυνατή κραυγή πόνου. Γύρισε το κεφάλι και μέσα στο λιγοστό ασημένιο φως που έφτανε στην δροσερή γη, είδε ένα μικρό φίδι, όχι μεγαλύτερο από δεκαπέντε εκατοστά, να έχει γραπωθεί πάνω στο αριστερό πίσω πόδι του Γλύκα. Χωρίς σκέψη άπλωσε το χέρι του και τράβηξε το φίδι από την ουρά, πετάγοντάς το όσο πιο μακριά.

Αυτό, όμως, έκανε την κατάσταση του Γλύκα ακόμη χειρότερη, αφού λόγω του πόνου από το βίαιο τράβηγμα άρχισε να τρέχει γρυλίζοντας. Τότε ο Κώστας τα παράτησε όλα και πήρε στο κατόπι τον φίλο του για να τον σώσει. Έπρεπε να τον ακινητοποιήσει όσο πιο άμεσα και να τον πάει στον κτηνίατρο. Αυτό, όμως, ήταν τρομερά δύσκολο, γιατί το ελάχιστο φως δεν του επέτρεπε να βλέπει τις πολύ γρήγορες δρασκελιές του. Πάλι καλά που έκλαιγε όσο έτρεχε κι από τις φωνές ήξερε τουλάχιστον σε ποια μεριά έπρεπε να τρέξει. Φορούσε μακρύ παντελόνι, αλλά αυτό δεν τον βοήθησε ιδιαίτερα. Τα πόδια του, ήδη είχαν αρχίσει να τσούζουν από τα γδαρσίματα. Δεν μπορούσε να σταματήσει, όμως, όχι όσο άκουγε το κλάμα του φίλου του. Είχε πραγματικά χαθεί, σκεφτόταν ότι ακόμη και να τον έπιανε, μπορεί να μην έβρισκε σύντομα το δρόμο της επιστροφής.

Ξαφνικά, μόλις για μια στιγμή είδε κάποιο μέρος του σώματος του, αλλά δύο δευτερόλεπτα αργότερα άκουσε ένα παφλασμό και τότε ήταν που κατάλαβε πως ο μικρός είχε βουτήξει σε νερό. Δεν είχε χρόνο για σκέψη, επιτάχυνε το βήμα του και στις επόμενες τέσσερις δρασκελιές, αφού έσπρωξε με τα χέρια του μια συστάδα φύλλων, εμφανίστηκε μπροστά του μια μεγάλη λίμνη. Για μια στιγμή πάγωσε, όμως η αγάπη του για τον Γλύκα τον έκανε να βουτήξει γεμίζοντας γρήγορα τα πνευμόνια του με όσο οξυγόνο μπορούσε, αφού είχε ήδη κουραστεί από το κυνήγι που προηγήθηκε.

Η λίμνη ήταν πολύ βαθιά, το φως του φεγγαριού αν και έντονο δεν έφτανε μέχρι τον πάτο της ή τουλάχιστον εκείνος δεν την έβλεπε, οπότε με όσο οξυγόνο του έμενε προσπάθησε για το καλύτερο. Ένιωθε όμως πως όσο αυτό λιγόστευε τόσο λιγόστευαν και οι ελπίδες του. Όμως να, εκεί κάτω από το κορμί του άρχισαν να εμφανίζονται μαύρες σκιές. Νομίζοντας ότι είναι τα πόδια του σκύλου του, βύθισε κι άλλο το σώμα του. Θα έπρεπε οι μαύρες σκιές να ξεκαθάριζαν, αλλά, αντιθέτως, απέκτησαν πιο γεμάτο σχήμα. Δεν ήταν το σκυλί του, αλλά κάτι σαν πλοκάμια, ή παχιά φύκια. Ένιωσε ένα από αυτά να αγγίζει το πόδι του και τότε ξέχασε τα πάντα, με τον φόβο να τον κατακλύζει, έβγαλε μια κραυγή χάνοντας όλο τον εναπομείναντα αέρα και με βίαιες κινήσεις ξεκίνησε να ανεβαίνει στην επιφάνεια.

Καταβάλλοντας μεγάλη προσπάθεια κατάφερε να βγει παίρνοντας μία γερή ανάσα τόσο δυνατή που του πάγωσε τα πνευμόνια. Τότε, κλωτσώντας χέρια πόδια επέστρεψε εκεί από όπου ξεκίνησε την κατάδυση και σκαρφαλώνοντας με τα χέρια βρέθηκε ξανά στην στεριά. Κάθισε στο χώμα με τα χέρια στο κεφάλι και έκλαιγε κοιτώντας το ήρεμο νερό της λίμνης.

«Είναι ψέμα, δεν γίνεται! Θεέ μου σε παρακαλώ, πες μου πως είναι ψέμα! Ο φίλος μου, ο Γλύκας μου… Φέρτον πίσω σε παρακαλώ…» μονολόγησε με τα δάκρυα να μην σταματούν.

Έμεινε έτσι, πότε να μονολογεί και πότε να κλαίει. Ήλπιζε ότι από κάπου θα ακουστεί το γαύγισμα ή έστω το κλάμα του. Αδίκως όμως, ο φίλος του δεν εμφανίστηκε ποτέ ξανά κι εκείνος επέστρεψε στην μεγάλη συκιά. Αφού ξέθαψε το ποσό που του είχε κρύψει ο Λεωνίδας καβάλησε το ποδήλατο του και γύρισε σπίτι. Δεν είχε την δύναμη να πλυθεί, οπότε έβγαλε όλα του τα ρούχα και έπεσε γυμνός στο κρεβάτι με το νου του να είναι συνεχώς γύρω από τον χαμένο του φίλο.

3af2617797b635e25b326a7433e0b340

Με τον ήλιο να ανατέλλει, το φως από το παράθυρο του δωματίου του χτύπησε τα κλειστά μάτια του Κώστα αναγκάζοντας τον να ξυπνήσει. Στην κατάσταση, αυτή, μεταξύ ύπνου και ξύπνιου ένιωσε τις πατούσες του βρεγμένες σαν να είχε βουτήξει στο νερό. Την ίδια στιγμή κι ενώ έβγαινε από τον λήθαργο του ύπνου, ένιωσε μια ελαφριά πίεση μία στην μία πατούσα, μία στην άλλη. Γνώριμη αίσθηση, πρόλαβε να σκεφτεί και τότε ήταν που ανοίγοντας τα μάτια του είδε αυτό που θα του άλλαζε την ζωή. Ο Γλύκας στεκόταν στα πόδια του κρεβατιού. Ήταν εκεί, ήρεμος, χαρούμενος και φανερά πεινασμένος. Ο Κώστας όρμησε πάνω του πηδώντας από το κρεβάτι και άρχισε να του ψαχουλεύει τα πίσω πόδια. Έψαχνε την πληγή από το φίδι, κάτι που να δείχνει πως είχε δεχθεί επίθεση. Αλλά και πάλι, αυτό δεν δικαιολογούσε πως το σκυλί ήταν στο δωμάτιο του. Πώς γύρισε σπίτι; Η διαδρομή ήταν τεράστια. Μέχρι τότε δεν πίστευε στα θαύματα, ούτε καν στον Θεό, αλλά από εκείνη την ημέρα κι αφού είχε αποκλείσει κάθε λογική εξήγηση, άρχισε να πιστεύει σε κάτι.

Μέχρι το μεσημέρι είχε δώσει τα χρήματα στην εταιρεία που θα κατασκεύαζε το αναβατόριο της μητέρας του. Στην επιστροφή για το σπίτι αγόρασε τα αγαπημένα της λουλούδια, ό,τι μπορούσε για να κάνει αυτή την στιγμή αξέχαστη.

«Μάνα! Σου έχω μία έκπληξη!» ήθελε να πει, μα δεν πρόλαβε, γιατί την είδε σαν λιπόθυμη με το κεφάλι της να προεξέχει από το κρεβάτι και τα πόδια της στραβά, σαν σπασμένα.

Έτρεξε κοντά της, την σήκωσε κι έβαλε το αυτί του στο πρόσωπο της. Ανέπνεε, σχεδόν κατουρήθηκε από ανακούφιση. Του είχε πει ο γιατρός πως θα υπάρξουν τέτοιες στιγμές στον ύπνο της. Το σώμα της θα αντιδρά άσχημα κάποιες φορές στην φαρμακευτική αγωγή. Στο μεταξύ εκείνη ξύπνησε σαν να μην έχει συμβεί τίποτα, με τον Κώστα κολλημένο πάνω στο πρόσωπό της.

«Τι έπαθες παιδί μου;»

«Τίποτα. Δεν ήξερα ότι κοιμόσουν, αλλά δεν πειράζει. Λοιπόν, σου έχω μία έκπληξη! Μάζεψα χρήματα και την Δευτέρα το πρωί θα έρθει από εδώ το συνεργείο να φτιάξει εκείνη την ηλεκτροκίνητη εγκατάσταση για τις σκάλες που σου έλεγα πριν ένα μήνα. Θα μπορείς να κατεβαίνεις και στο υπόλοιπο σπίτι!» της είπε και άρχισε να κλαίει από χαρά.

«Πασά μου, παιδάκι μου! Σε αγαπώ πολύ! Καλά πώς το έκανες αυτό; Πρέπει να κόστισε μια περιουσία. Που τα βρήκες τα χρήματα;»

«Ξέρεις ότι δουλεύω που και που. Εδώ και αρκετό καιρό μαζεύω χρήματα για αυτό τον σκοπό, απλά δεν ήθελα να σου πω τίποτα μέχρι να είναι όλα έτοιμα. Εγώ σε ευχαριστώ μαμά που παλεύεις και δεν τα παρατάς. Όσο προσπαθείς εσύ, άλλο τόσο θα προσπαθώ και εγώ…» της απάντησε κι εκείνη παρ’όλη την αδυναμία της σηκώθηκε όσο πιο γρήγορα μπορούσε κι έπεσε στην αγκαλιά του.

af526d0383b6d27ff2897eddfbcc8501

Με τον σκύλο του να είναι ζωντανός από θαύμα και με την μητέρα του ευτυχισμένη, το μυαλό του πήγε στο αμέσως επόμενο πρόβλημα, που ήταν η απόδοση του στο σχολείο. Την επόμενη ημέρα έπρεπε να πάει να γράψει ένα διαγώνισμα στα αρχαία και αν δεν έγραφε πάνω από 14, υπήρχε μεγάλη πιθανότητα να κοπεί. Είχε διαβάσει όσο μπορούσε, αλλά και πάλι ήταν δύσκολο να προλάβει με τόσες δουλειές στο ενδιάμεσο. Οπότε αποφάσισε να πάει να κάνει ένα ακόμη θαύμα.

Λίγο μετά τις 8 το απόγευμα κι αφού αυτή την φορά είχε βγάλει νωρίτερα τον Γλύκα βόλτα, πήρε το ποδήλατο με κατεύθυνση την ήρεμη Λίμνη. Σε μισή ώρα είχε βρεθεί στο ίδιο σημείο που είχε κάνει την προηγούμενη ευχή.

«Σε παρακαλώ βοήθησε με να γράψω καλά στο διαγώνισμα» είπε κι αμέσως έφυγε για να προλάβει να σερβίρει το βραδινό και να κοιμηθεί.

Αποτυχία, έγραψε μόνο 7. Δεν μπορούσε να το πιστέψει πως η Λίμνη που έφερε στην ζωή τον σκύλο του δεν μπορούσε να τον βοηθήσει να περάσει το διαγώνισμα. Τι σκατά είχε κάνει λάθος; Δύο ημέρες παίδευε το μυαλό του, μέχρι που πήγε ξανά στο ίδιο σημείο αργά την νύχτα και κοιτάζοντας τον ξάστερο ουρανό κατάλαβε.
Έτρεχε πέρα δώθε στο δάσος για δύο περίπου ώρες με τα ρούχα του να κολλάνε πάνω στο σώμα από τον ιδρώτα και την υγρασία. Ενώ είχε γεμίσει χώμα τα χέρια του από τις πολλές αποτυχημένες προσπάθειες, είδε μία αλεπού να κρατάει στο στόμα ένα κουνέλι. Έβγαλε μια δυνατή κραυγή τόσο άγρια που φόβισε την αλεπού κάνοντας την να πετάξει το θήραμα της στο έδαφος. Δεν έχασε χρόνο, έτρεξε κατευθείαν κι άρπαξε το κουνέλι.

«Ναι! Είναι ακόμη ζωντανό!» μονολόγησε και κατευθύνθηκε γρήγορα προς την λίμνη.

Με μια απάθεια που αργότερα θα τον έκανε να σκεφτεί πολύ σοβαρά την νέα του κατάσταση, στραγγάλισε το γκρι παχύ κουνέλι και το πέταξε στην Λίμνη μέσα στα ήρεμα νερά.

«Εύχομαι να γίνει η μητέρα μου καλά» είπε με τα μάτια του να έχουν καρφωθεί στην Λίμνη.

95d91cd3f79401ccbc147672d318d44e

Για μία ακόμη φορά ξύπνησε, όταν ο Γλύκας άρχισε να του γλύφει τις πατούσες. Όμως κάτι χτύπησε τα ρουθούνια του. Κέικ; σκέφτηκε. Ποιος ψήνει κέικ; Δεν μπορούσε να καταλάβει, οπότε σηκώθηκε και πήγε στην κουζίνα. Πριν καν βγει από το δωμάτιο άρχισε να ακούει φασαρία και κατάλαβε ότι με κάποιον τρόπο είχαν μπει οι μάστορες στο σπίτι. Τους καλημέρισε και συνέχισε προς την κουζίνα κατεβαίνοντας τα σκαλιά. Εκεί τον περίμενε η πιο ευχάριστη έκπληξη. Η μητέρα του με μία παλιά, σχεδόν αρχαία, ποδιά μαγειρικής έβγαζε από τον φούρνο τρία κέικ.

«Τι συμβαίνει;» την ρώτησε και την ίδια στιγμή κατάλαβε πως η ευχή του πραγματοποιήθηκε.

«Δεν μιλάω, δεν θέλω να πω τίποτα, αλλά νιώθω πολύ καλά! Έλα να φας πρωινό!» του είπε και τα μάτια της γέμισαν δάκρυα.

Ούτε που μπορούσε να θυμηθεί πόσοι μήνες είχαν περάσει από την τελευταία φορά που προσέφερε κάτι στον γιο της. Ο Κώστας δεν απάντησε, απλά απήλαυσε την στιγμή και κάθισε στο μικρό ξύλινο τραπέζι να φάει, με την μητέρα του να κάθεται αντικριστά και να χαζεύει κάθε του μπουκιά. Οι τεχνικοί δεν μπορούσαν να καταλάβουν για ποιον ήταν το αναβατόριο. Πίστεψαν τα λόγια του Κώστα, μόνο όταν η μητέρα του κάθισε στο ειδικό κάθισμα για τον τελευταίο έλεγχο. Ήταν τόσο χαρούμενος, η Λίμνη πραγματοποίησε ακόμη μια ευχή. Εκείνη την στιγμή της απόλυτης χαράς κοιτάζοντας την μητέρα του να κατεβαίνει τα σκαλοπάτια με την ειδική καρέκλα, ένιωσε σαν τσίμπημα στην καρδιά, ένα αίσθημα απάθειας. Ίδιο με εκείνο που πλημύρισε το σώμα του όταν έσπασε τον σβέρκο του κουνελιού. Το συναίσθημα χάθηκε και την θέση του πήρε ξανά η χαρά, με τη μητέρα του να τον αγκαλιάζει την στιγμή που πάτησε ξανά στο παρκέ.

Όμως κι αυτό το όνειρο σύντομα έγινε εφιάλτης. Ένα βράδυ σαν όλα τα άλλα, περίπου δέκα ημέρες αργότερα, άκουσε κραυγές και κατευθείαν ο Γλύκας τις ακολούθησε με δυνατά γαυγίσματα. Η μητέρα του αφού ένιωθε σχεδόν τέλεια πια, είχε κατέβει τις σκάλες με τα πόδια. Το αποτέλεσμα ήταν να νιώσει μεγάλη αδυναμία, τόση που δεν μπόρεσε να πιαστεί από πουθενά με συνέπεια να πέσει και να σπάσει δύο πλευρά, την λεκάνη καθώς και το αριστερό της καλάμι.

Ήταν ήδη λιπόθυμη όταν έφτασε ο Κώστας, για λίγο έπιασε τον εαυτό του να την κοιτάζει αδιάφορα. Εκείνη την στιγμή θεώρησε εσφαλμένα ότι είχε παγώσει από το θέαμα. Κατευθείαν κάλεσε ασθενοφόρο, το οποίο αφού έφθασε με καθυστέρηση μιας ώρας, την πήγε στο νοσοκομείο που διανυκτέρευε.

[…]

 

Σχολιάστε

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.