«Όνειρα»

«Σήμερα πέθανα ίσως και χτες, μου απαντάει ο περιπτεράς, αλλά δεν έχουν χώρο στην κόλαση, είναι κι η απεργία των νεκροπομπών και δουλεύω ακόμα. »
– από τον Δημήτρη Κουτσιφέλη

dream_scrub_i_by_photoartbk-d9jm2jq
1.
Βαδίζω(α), στην οδό των ονείρων. Μ΄ακολουθούν τέσσερα δάχτυλα χεριού, δυο αερόστατα και μια χορεύτρια, με μέση δαχτυλίδι τόσο που χωρίζει ο κορμός απ΄τα πόδια. Ο δρόμος στη καταμήκος τομή είναι μια υπέροχη ημιτονοειδής καμπύλη που τα χάνει στις διασταυρώσεις και γίνεται έλος αναμνήσεων, ενώ η εγκάρσια τομή είναι μια γραμμή ιδεών που τέμνονται αλληλοδιαδόχως. Ψάχνω για τσιγάρα και για περίπτερο. Τα δάχτυλα δειχνουν το δρόμο και το ανακαλύπτω, στη διασταύρωση ονείρων και λήθης, κρυμμένο πίσω από δυο γλειφιτζούρια που έχουν τη μορφή του χρόνου που τήκεται στον Νταλί. Πλησιάζω κρατώντας αμφιδεξίως υπό μάλης τη χορεύτρια, ακουμπάω με χάρη στο γκισέ και λέω. Τσιγάρα. Σήμερα πέθανα ίσως και χτες, μου απαντάει ο περιπτεράς, αλλά δεν έχουν χώρο στην κόλαση, είναι κι η απεργία των νεκροπομπών και δουλεύω ακόμα. Τσιγάρα επιμένω. Δεν, λέει ο τύπος και μου σερβίρει ένα κονιάκ απ΄ την κηδεία του, που κατά τα φαινόμενα παρακολούθησε. Θυμάμαι τον Μπορίς Βιάν. Θα φτύσω στον τάφο σου καργιόλη του λέω και στρίβω ένα τσιγάρο απ΄ τις παρακείμενες και λιμνάζουσες αναμνήσεις. Ανεβαίνω στο ένα αερόστατο, ενώ τα δάχτυλα μου κάνουν μασάζ κι η χορεύτρια μου λέει στ΄αυτί τ΄όνομά της. Άτροπος. Συγχίζομαι, στο αερόστατο τα σκοινιά κάνουν πάρτυ κι έχουν βάλει φωτιά στο μπαλόνι, δεν απογειώνεται να διαβούμε το έλος του σταυροδρομιού, λέω να πάρω ποταμόπλοιο. Ξαναθυμάμαι τον Μπορίς Βιαν.

Να καθαρίσουμε τους κακομούτσουνους

2.
Χρεία εισητηρίου επιβίβασης μου λέει η τρίτη απ΄τις δεύτερες βιόλες πούχουν παραταχθεί, χλευάζοντας τα τρομπόνια της ένατης, μια ώρα προσοχή για τρεις νότες πρόσταξε ο κουφός και που τα εκδοτήρια. Μα στο περίπτερο, αυτή την κηδεία, το αναπόφευκτο, πρέπει να την προλάβω, αν θέλω να συνεχίσει αυτό το ταξίδι, πιο πέρα. Λαδώνω ένα χαμίνι του λιμανιού, με μια υπόσχεση παγωτού, παίρνω θέση στον βατήρα, ακούω μπουρούδες, βλέπω φορτία, τα όνειρα έπιασαν ταβάνι, ο δρόμος ανώνυμος, μια λειτουργία με βρισιές λιμανίσιες εξελίσσεται, ας ειν΄ καλά η απεργία, το μαγικό χαρτάκι ήρθε, επιβιβάζομαι.
Λικνίζονται οι ακόλουθοί μου, φέρνοντας στα ίσια το ποταμόπλοιο, που παίζει δεξιά αριστερά μασκαρεμένο σε πειρατικό θαλάσσης. Μόνος με τις αποσκευές μου, πέφτω πάνω στο θερμαστή, Γουίλι τον λέν (δεν είναι απ το Τζιμπουτί μου λέει, ήταν βιαστικός ο Καββαδίας δεν πρόλαβε όλη την ιστορία του, σ΄ενα χωριό μιας αποξηραμένης λίμνης γεννήθηκε μέρα με καταιγίδα από γονείς σάξονες, μια αστραπή φώτισε τη γέννα του, βγήκε στο αρνητικό. Κι ούτε μιλάει περίεργα, δεν μιλάει καθόλου, κομμένη γλώσσα, κάποια εποχή τιμωρούσαν δίκαια τους συκοφάντες), μ΄ ένα λειψό τσιγάρο ανάμεσα στα δόντια του.
Ζητάω μια τζούρα, να μπούν στα πνευμόνια μου κείνες οι πεταλούδες που συντελούν στο χάος, αρνείται, κουνάει το κεφάλι πάνω κάτω, μουγκρίζει αυτό το υπέροχο Μμμμμμμμμ, σαν όχι. Κάτι με τραβάει απ΄το μανίκι, η υπόσχεση που δεν τηρήθηκε, χρέη με το ξεκίνημα, ειρωνικό το μειδίαμα της Ατρόπου, τα δάχτυλα παίζουν ρυθμό παρέλασης στο κεφάλι του θερμαστή, ας ήταν η Κλωθώ ρε γαμώτο. Τη σκρόφα τη Λάχεση δεν τη θέλω, να καθορίζει αυτή το μήκος και γω να πληρώνω τα ναύλα.

3.
Το μαρς σε κρεσέντο. Ο μαύρος πιάνει τ΄ αυτιά του, το καύκαλο ανοίγει στα δύο, χαλαρώνει το δάγκωμα του τσιγάρου, μου το προσφέρει. Το πιάνω είναι βαρύ, βαρύτερο από ότι έχω καπνίσει, κάτι με γαργαλάει στα χείλια, κοιτάζω στη σαλιωμένη άκρη, κολλημένες οι μύχιες σκέψεις του μουγγού στο κίτρινο σάλιο του, φίλτρο απ την ανάποδη, κατεβάζω μια ζωή μες στα πνευμόνια, παράπονα και εκατομμύρια φτυαριές κάρβουνο. Η χορεύτρια ψιθυρίζει στ αυτί μου, έτσι είναι, τα πάθη έχουν τίμημα, ακούμπα στην κουπαστή να καπνίσεις, δες τις αναμνήσεις σου στο έλος, μπορεί ν ανακατευτούν με τις ξένες που ρουφάς, να αλαφρύνουν.
Ρίχνω τα μάτια μου στο έλος, γυαλιά ρωτάω, η πρεσβυωπία βλέπεις, δεν χρειάζονται, το θέμα είναι να βλέπεις μακριά, πάντα αυτό είναι το θέμα για να υπάρξει απολογισμός αποδεκτός, ανακοινώσιμος, συνήθης και ξένος, μου λένε.

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “«Όνειρα»

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.