«Τα δύο μπλε»

«Στη μέση στο πρεβάζι, στο μπλε παράθυρο, ένα γλαστράκι· κι αυτό μπλε. Το χώμα του ξερό και το πιατάκι από κάτω, στεγνό κι αυτό.» – από τη Ρένια Παπαματθαίου

blue_window_by_dieffi-d4lhur2.jpg

Το πρόσωπο της μάνας του, ήρθε αντίκρυ στον καθρέφτη της μνήμης του.
«Δεν είσαι ’συ για ’δω. Τα χέρια σου λεπτά και ντελικάτα, καμωμένα να κρατούν μολύβια και όχι να δένουν κάβους στο λιμάνι. Να πας στην πρωτεύουσα, να γενείς τρανός…»
Του έλειπαν εκείνα τα δειλινά, όπως και τα λόγια της. Δεν πρόλαβε να τον δει μεγάλο και τρανό. Ούτε κι αυτός τη πρόλαβε ζωντανή εκείνο το καλοκαίρι στο νησί.
Πήρε ένα σάκο, έριξε μέσα δυό αλλαξιές κι ένα πουκάμισο και βρέθηκε στο λιμάνι. Η θύμηση είναι μεγάλη ηδονή.

Μετά από ώρες το καράβι άραξε στο νησί. Απόλυτη ησυχία. Μόνο η μηχανή του ακουγόταν κι ο παφλασμός των κυμάτων που ’σκαγε στην καρίνα του. Στάθηκε για λίγο στην ανοιχτή μπουκαπόρτα. Όλος ο τόπος κρατούσε την ανάσα του. Ο λιγοστός κόσμος σιγά, σιγά αραίωνε. Πήρε ν’ ανηφορίζει το δρόμο για το χωριό. Ο μοναδικός, ανηφορικός και φιδίσιος. Σε μια στροφή κοντοστάθηκε και γύρισε πίσω. Στ’ αριστερά του σε μια αμφιθεατρική αγκαλιά του νησιού, η τουριστική ανάπτυξη σκόρπαγε κτίσματα μέχρι τη θάλασσα. Γύρισε απογοητευμένος το κεφάλι και συνέχισε.

Μπήκε σούρουπο στο χωριό. Κάνα δυό του κούνησαν το κεφάλι χωρίς να τον αναγνωρίσουν και τον προσπέρασαν.
Στάθηκε μπροστά στη μικρή ξύλινη αυλόπορτα του σπιτιού τους. Κρεμόταν σ ένα μεντεσέ κι έτριζε στο πέρασμα του αέρα, καθώς την πήγαινε πέρα δώθε. Δρασκέλισε το κατώφλι και τ’αγριόχορτα τυλίχτηκαν στα πόδια του. Στη μέση στο πρεβάζι, στο μπλε παράθυρο, ένα γλαστράκι· κι αυτό μπλε. Το χώμα του ξερό και το πιατάκι από κάτω, στεγνό κι αυτό.

Άπλωσε το χέρι και χάιδεψε τον βασιλικό· χρόνια φυτεμένο από τα χέρια της. Έφερε την παλάμη στο πρόσωπο να νιώσει την πικάντικη μυρωδιά του. Γέμισε λεπτές κλωστές από τ’απομεινάρια του χρόνου. Αναζήτησε το κλειδί πίσω από τη γλάστρα. Βρισκόταν ακόμα εκεί. Γέμισε η χούφτα του σκουριά. Τίναξε τα τρίματα από τα δάχτυλα. Πέταξε σε μια άκρη το σάκο και κάθισε στο τσιμεντένιο πεζούλι.

Η θάλασσα μπροστά του άλλαζε χρώματα και το νερό τρεμούλιαζε στην επιφάνεια με το άγγιγμα του αέρα σαν παρθενικό κορμί στα πρώτα ερωτικά σκιρτήματα. Πλημμύρισε μνήμες, χρώματα κι οσμές: από τις παιδικές ανάσες και τις φωνές τους που γέμιζαν την αυλή. Από το γιασεμί που έκαναν γιρλάντα και το κρέμαγαν στους λαιμούς των κοριτσιών.

Στον ορίζοντα ο ήλιος ήταν ήδη χαμηλά, χωρίς να τον ακουμπά. Κίτρινες δέσμες, σχεδόν άϋλες, έφτιαχναν ένα δίχτυ από φως που κρεμόταν πάνω από το νερό.
Σ’ ένα ανοιγόκλειμα των ματιών, είδε τον ουρανό και τη θάλασσα να γίνονται ένα. Μια στενή γραμμή στον ορίζοντα, αχνή, εμπόδιζε ακόμη την οριστική τους ένωση. Χωρίς να το πολυσκεφτεί, πέταξε τα ρούχα του και γυμνός, όπως τον έπιασε εκείνη, όταν γλυστρούσε κλαίγοντας από τα σκέλη της, βούτηξε στο νερό πριν τα δυο μπλε γίνουν ένα.

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.