– της Βασιλικής Αποστολοπούλου

Ένα χαρτόκουτο το σπίτι του. Χοντρό χαρτόνι, αντοχής, και μεγάλο – από αμερικάνικο ψυγείο, εκείνα τα δίπορτα που έχουν βρύση για το νερό κι ένα χωνί να βγάζει παγάκια. Έδωσε μάχη για να το πάρει, του την έπεσαν δυο άλλοι απελπισμένοι σαν κι αυτόν πάνω που το τραβούσε από την ανακύκλωση.Τα κατάφερε τελικά, μπορεί να ήταν κι εκείνο το κομμάτι πίτσα που είχε ψαρέψει το προηγούμενο βράδυ από τον κάδο κι είχε στυλωθεί μετά από δυο μέρες αφαγία. Το άρπαξε κι έφυγε τρέχοντας αδιαφορώντας για το μαυρισμένο του μάτι και το λεπτό ρυάκι αίμα που έτρεχε από το σκισμένο του χείλι.
Στο απόμερο στενάκι δίπλα στην πολύβουη λεωφόρο σταμάτησε λαχανιασμένος. Ευτυχώς η κόχη του ήταν απείραχτη. Πέταξε βιαστικά τα παλιά μουλιασμένα χαρτόνια που είχαν πια διαλυθεί κι έστησε το λάφυρό του. Έστρωσε κάτω τις δυο τριμμένες του κουβέρτες, ταχτοποίησε στο βάθος το πλαστικό του πιάτο και το μπουκάλι με το νερό και στρίμωξε σε μια γωνιά το ξεφτισμένο πουλόβερ που είχε βρει πριν μέρες μαζί με άλλα κουρέλια.
Έκανε ένα βήμα πίσω κι απόμεινε να το καμαρώνει. Το καινούργιο του σπίτι. Χαμογέλασε πικρά. Σπίτι… Πάει καιρός που είχε ξεχάσει τι στ’ αλήθεια είναι ένα σπίτι. Δεν θυμόταν πόσος, δεν ήθελε να θυμάται, δεν ήξερε καν αν είχε υπάρξει ποτέ κάτι τέτοιο. Τα είχε μαζέψει όλα σε έναν μπόγο θύμησες και τα είχε τσουβαλιάσει σε μια σκοτεινή γωνιά του μυαλού του – σπίτι, δουλειά, απόλυση, ανεργία, απόγνωση, κατάσχεση, έξωση, ερημιά… ψυχής και μυαλού.
Κούνησε το κεφάλι να διώξει τις άχρηστες, άσκοπες σκέψεις. Το βασικό ζητούμενο ήταν να βρει κάτι να φάει, τη στέγη του την είχε καβαντζώσει για τα καλά με το αμερικάνικο χαρτόκουτο. Με το ένα μάτι πάντα πάνω στο πολύτιμο απόκτημά του πλησίασε τον κοντινότερο κάδο.
Τυχερός που το στέκι του ήταν κοντά σε φαγάδικα, από κείνα που οι πελάτες παραγγέλνουν δυο φορές όσα μπορούν να φάνε και πάντα περίσσευαν μπόλικα που τα γκαρσόνια μάζευαν βαριεστημένα σε σακούλες και τα πετούσαν αδιάφορα αν δεν τα ζητούσαν οι ίδιοι οι πελάτες για τα σκυλιά τους. Δεν ήταν πολλοί αυτοί οι τελευταίοι – ευτυχώς δηλαδή, γιατί αλλιώς θα είχε πεθάνει από την πείνα.
Η αποψινή εξερεύνηση πήγε ανέλπιστα καλά, βρήκε ένα ολόκληρο σχεδόν μπούτι κοτόπουλο χωμένο κάτω από υπολείμματα σαλάτας. Το άρπαξε βιαστικά, γύρισε στο σπίτι του μασουλώντας λαίμαργα, σκούπισε το στόμα με τα χέρια και τα χέρια πάνω στα ρούχα, χώθηκε στο χαρτόκουτο, σκεπάστηκε με την φτενή κουβέρτα, κάρφωσε τα μάτια στον σκοτεινό ουρανό και χάθηκε στις σκέψεις του.
Όχι, δεν σκεφτόταν τα παλιά. Αυτά είπαμε – τα είχε καταχωνιάσει σε βαθιά λαγούμια, άχρηστα του ήταν έτσι κι αλλιώς. Ούτε και τα καθημερινά σκεφτόταν, άφηνε την κάθε μέρα να κυλήσει από μόνη της κι ό,τι βρέξει ας κατεβάσει.
Το είχε φιλοσοφήσει το πράγμα καιρό τώρα – δεν θάχανε δα κι η Βενετιά βελόνι αν αυτός χανόταν κάποια στιγμή από προσώπου γης. Κι ούτε και θα τον έψαχνε κανείς. Στενούς συγγενείς δεν είχε πια, οι μακρινοί δεν ήθελαν να τον ξέρουν κι όσο για φίλους, δεν είχε ποτέ. Μονόχνωτος κι απόσκιος μια ζωή, ακόμα και στις καλές μέρες, δύσκολα του έπαιρνες κουβέντα.
Στη δουλειά με τους συναδέλφους τα τυπικά κι απολύτως αναγκαία, στη γειτονιά άγνωστος μεταξύ αγνώστων, αμίλητος ψώνιζε τσιγάρα και ψωμί κι αμίλητος έκλεινε πίσω του την πόρτα. Και τώρα, που δεν υπήρχε πόρτα να ταμπουρωθεί πίσω της, η ίδια απομόνωση.
Άγνωστος μεταξύ αγνώστων έσερνε απλά το κορμί του σε δρόμους χωρίς προορισμό, χωρίς αρχή και με άγνωστο τέλος. Δεν τον ένοιαζε ωστόσο – εκείνο που τον μάτωνε ήταν αυτή η απέραντη μοναξιά που κάποτε την μασκάρευε η καθημερινή ρουτίνα και τώρα, απογυμνωμένη και τρομαχτική, τον είχε αδράξει από τον λαιμό και τον στραγγάλιζε σιγά σιγά.
Κι αυτήν ζωγράφιζε στις πλάκες του πεζοδρομίου γύρω από το στέκι του με τον μαύρο μαρκαδόρο -τον μόνο που είχε βγάλει από το παραπεταμένο κουτί που είχε ψαρέψει πριν καιρό στα σκουπίδια.