«Από αγάπη και πέτρα» (μέρος β´)

«Η Νίκη έλαμψε στο μισοσκότεινο σοκάκι σαν και να είχε δικό της φως, εσωτερικό -ή έτσι του φάνηκε. Τη γύρισε ελαφρά στο πλάι έτσι ώστε να τον κοιτάζει και ξαφνικά μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του…»
– από την Βασιλική Αποστολοπούλου

Νίκη (1)

(συνέχεια από το προηγούμενο)

2.
Την βρήκε τυχαία κάποιο σούρουπο που τα άσκοπα βήματά του τον έφεραν λίγο μακρύτερα από τις συνηθισμένες του διαδρομές, στον δρόμο με τα τουριστικά. Κείτονταν σε μια κούτα ανάμεσα σε διάφορα άχρηστα αντικείμενα. Μια σπασμένη γκλίτσα, ένας ραγισμένος αμφορέας με μαιάνδρους, ένα τσολιαδάκι με σκισμένη φουστανέλα – κι εκείνη. Τόσο διαφορετική από την μίζερη συντροφιά της, τόσο αγέρωχη, τόσο αιθέρια.

Έσκυψε και την πήρε στα χέρια του προσεκτικά, σχεδόν ευλαβικά. Μια προτομή μαρμάρινη, μάλλον γυναικεία μορφή. Πήγε κάτω από το φως της κολόνας για δει καλύτερα ρίχνοντας κλεφτές ματιές δεξιά κι αριστερά μπας και τον είχε δει κανείς μέχρι που συνειδητοποίησε πως δεν είχε κλέψει τίποτε, απλά μάζεψε κάτι πεταμένο – και χαλάρωσε.

Εξέτασε προσεκτικά το αναπάντεχο λάφυρο. Ήταν πράγματι μια γυναικεία μορφή, ένα κεφάλι με λίγο λαιμό από κάτω ίσα για να στέκεται στη βάση που κάποτε θα το στήριζε. Ένα μικρό σπάσιμο στο δεξί φρύδι και ένα σχεδόν αόρατο ράγισμα στη μύτη του έδωσαν την απάντηση για το πώς βρέθηκε στα σκουπίδια. Το υπόλοιπο όμως, κεφάλι και πρόσωπο, ήταν άθικτο. Βοστρυχωτά μαλλιά πλαισίωναν ένα αρμονικό, όμορφο πρόσωπο. Μάτια που κοιτούσαν στο πλάι με μια αδιόρατη μελαγχολία κι χείλη ελαφρά ανοιχτά, σαν να χαμογελούσε, σαν και να ήθελε κάτι να του πει.

Σκούπισε με το μανίκι του τη σκόνη στη βάση του λαιμού και διάβασε το χαραγμένο όνομα της αρχαίας, όπως υπέθεσε, θεάς. «ΝΙΚΗ». Το ξαναδιάβασε κι ένα πικρό χαμόγελο χαράχτηκε στα δικά του χείλη. Νίκη… Η ζωή του ένα κομπολόι ήττες – και να που επιτέλους του χαμογελούσε μια Νίκη, έστω και μαζεμένη από τα αζήτητα.
Αγκαλιά με την Νίκη του γύρισε βιαστικά στο χαρτόσπιτο αγχωμένος ξαφνικά για την τόση καθυστέρηση και για το τι θα αντίκριζε στη γωνιά του. Ευτυχώς όλα καλά. Βάλθηκε να καθαρίσει με προσοχή το πολύτιμο εύρημά του καταναλώνοντας σχεδόν το μισό μπουκάλι από το νερό του – αλλά χαλάλι.

Η Νίκη έλαμψε στο μισοσκότεινο σοκάκι σαν και να είχε δικό της φως, εσωτερικό -ή έτσι του φάνηκε. Τη γύρισε ελαφρά στο πλάι έτσι ώστε να τον κοιτάζει και ξαφνικά μια ιδέα άστραψε στο μυαλό του. Έψαξε βιαστικά και βρήκε το ξεχασμένο κουτί με τους μαρκαδόρους, το σκάλισε ανυπόμονα κι έβγαλε τον μπλε.

Πολύ προσεκτικά, σαν και να φοβόταν μην την πονέσει, χρωμάτισε τα μάτια της με μπλε βαθύ, σαν της φεγγαρόφωτης νύχτας. Το πέτρινο πρόσωπο φάνηκε να ζωντανεύει. Σε μια δεύτερη παρόρμηση έπιασε έναν άλλον μαρκαδόρο και έβαψε τα χείλη με ένα ροζ γλυκό, αθώο, παιδιάστικο σχεδόν. Δεν τα ήθελε κόκκινα, του θύμιζαν τις απελπισμένες φτηνές πόρνες που έκαναν πιάτσα για πέντε ευρώ στη γωνιά του δρόμου «του» με την λεωφόρο.

Όταν τέλειωσε τη ζωγραφική έκανε λίγο πίσω το κεφάλι και κοίταξε εξεταστικά τη Νίκη του. Τα μάτια της τον κοιτούσαν γλυκά, λίγο μελαγχολικά και με μια αναπάντεχη τρυφερότητα – έτσι θάρρεψε.

Και τα ροζ χείλη σαν να του φάνηκε πως σάλεψαν μια ιδέα, σαν κάτι να του ψιθύριζαν που μόνο εκείνος μπορούσε να αφουγκραστεί. «Είμαι ο Κοσμάς», της συστήθηκε αδέξια. Χρόνια είχε να πει το όνομά του, ακούστηκε σαν ξένο και στα ίδια του τα αυτιά, κόντευε να το ξεχάσει πια. Κι η Νίκη -έπαιρνε όρκο- του χαμογέλασε δειλά.


Διαβάστε εδώ το  πρώτο μέρος του διηγήματος της Βασιλικής Αποστολοπούλου

 

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.