Shine on you crazy diamond

Στο μυαλό του έρχονταν οι ατελείωτες συζητήσεις με τη γυναίκα του και το οικονομικό τέλμα που με τον καιρό είχαν βρεθεί. – γράφει ο Γιάννης Τζαβέλλας

Είχε πάρει το δρόμο τον παραλιακό και γυρνούσε σπίτι. Πρώτη Ιουλίου. Ο ήλιος έδυε στο πλάι όπως οδηγούσε. Μετατοπισμένος ελαφρά από τη θέση του οδηγού προς το ανοικτό παράθυρο άφηνε τον αέρα να  γλιστράει πάνω στο ιδρωμένο- γεμάτο ένταση- νεανικό του πρόσωπο. Ο άνεμος στροβίλιζε τα πυκνά του μαλλιά και τα χτένιζε ορμητικά προς τα πίσω. Πατούσε με νεύρο τον συμπλέκτη  και άλλαζε άτσαλα τις ταχύτητες . Κάθε λίγο τράβαγε μια μπουνιά στο ταμπλό του αυτοκινήτου. Κάπνιζε και η στάχτη σκορπιζόταν παντού. Πάνω του, στα καθίσματα του αυτοκινήτου, παντού. «Το ίδιο παραμύθι» φώναξε. Και βρισίδι. Βρισίδι πολύ. Κάποιοι πεζοί τον κοιτούσαν. Αυτός στον κόσμο του.

Στημένος στην ουρά για να πληρωθεί πριν λίγη ώρα μέχρι που βγήκε το αφεντικό και τον ακούμπησε στην πλάτη και του έδωσε ένα χαρτί για να περάσει από το λογιστήριο την επόμενη εβδομάδα μήπως και πάρει κάτι έναντι.

«Αλέξη είσαι δεκαοκτώ χρόνια στο εργοστάσιο την ξέρεις την κατάσταση».

«Μάλιστα» του είπε.

Άκου μάλιστα! Τι το θελες το «μάλιστα» ρε κατώτερε άνθρωπε; και κατηγορούσε τον εαυτό του. Τα ‘χε πάρει.

Στο μυαλό του έρχονταν οι ατελείωτες συζητήσεις με τη γυναίκα του και το οικονομικό τέλμα που με τον καιρό είχαν βρεθεί. Και προπάντων: τι στο καλό θα της έλεγε που θα πήγαινε στο σπίτι χωρίς χρήματα, απλήρωτος και τούτο τον μήνα. Οκτώ μήνες χωρίς ούτε μια δεκάρα.

Άναψε κι άλλο τσιγάρο. Άνοιξε το ραδιόφωνο. Έπαιζε Pink Floyd το «Shine on you crazy diamond». Συνέχιζε να διασχίζει την παραλιακή οδό. Ο ήλιος κατρακυλούσε όπως η ψιλή άμμος της κλεψύδρας. Βουτούσε μέσα στη θάλασσα. Μια πορτοκαλί λεπτή φέτα σαν κοριτσίστικη στέκα για τα μαλλιά ήταν όλο κι όλο ό,τι είχε μείνει απέξω. Ο υπόλοιπος δίσκος είχε σβήσει στα σκούρα μπλε νερά του Πατραϊκού.

Τελικά είχε δίκιο που επέμενε να φύγουν και να πάνε στον αδερφό της στην Γερμανία, σκέφτηκε. Αν το είχε αποφασίσει νωρίτερα δε θα έφταναν ποτέ ως εδώ. Κάρτες, δάνεια, χρέη, ενοίκια. Ήταν όμως ευαίσθητος και δεμένος με τον τόπο του. Εκεί θα ξεκινούσαν από την αρχή, από το μηδέν. «Εκεί θα είμαστε διαφορετικοί. Εγώ θα είμαι διαφορετική. Εσύ θα είσαι διαφορετικός Αλέξη» του έλεγε. «Εκεί θα είμαστε χαρούμενοι, θα δουλεύουμε. Δεν θα φοβόμαστε το αύριο. Θα κάνουμε παιδιά, πολλά παιδιά Αλέξη. Και θα σπουδάσουν, θα ζήσουν χαρούμενα γιατί εμείς οι ίδιοι θα είμαστε χαρούμενοι». Έτσι του έλεγε.

Θυμήθηκε που προσπαθούσε να τον πείσει να μάθει Γερμανικά. Ήταν η μητρική της γλώσσα. Οι γονείς της Έλληνες. Αν και εμφανισιακά ήταν γνήσια Ελληνίδα με μακριά μαύρα μαλλιά και καστανά μάτια παρόλα αυτά η γερμανική προφορά ταίριαζε στην χροιά της φωνής της. Όσο γι αυτόν, γελούσαν και έσπαγαν πλάκα μαζί όταν προσπαθούσε να ψελλίσει έστω μια λέξη. «Με φοβίζουν αυτοί οι διπλοί τόνοι πάνω από το όμικρον», της έλεγε. «Τι λέξεις είναι αυτές!» Η μόνη φράση που έμαθε να προφέρει και να γράφει σωστά ήταν: «ich liebe dich», δηλαδή «σ’ αγαπώ».

Συνέχιζε να οδηγεί πλάι στο όμορφο αυτό κομμάτι της διαδρομής προς το σπίτι- που το περίμενε κάθε φορά που τελείωνε την δουλειά σαν τη μόνη του ανταμοιβή. Λίγο πριν πιάσει το ρεύμα για την πόλη είδε ένα όμορφο πλάτωμα με θέα. Έστριψε σ’ ένα στενό παράδρομο που είδε ότι βγάζει εκεί. Πάρκαρε και βγήκε από το αυτοκίνητο  να χαλαρώσει. Το ‘χε ανάγκη.

Shine-on-your-crazy-diamond-Tzavelas

Πήρε μια βαθιά ανάσα και κάθισε σ’ ένα βράχο εκεί δίπλα. «Ρε φίλε! Τι είναι αυτό!» είπε ψιθυριστά. Ο ήλιος είχε σβήσει στο νερό αλλά λες και άφηνε πίσω του μια αόρατη ουρά. Καμία σχέση με την ουρά που περίμενε για να πάρει το μισθό του πριν λίγο. Ήταν η ίδια η ελπίδα, η υπόσχεση, η υποψία ότι αύριο θα γεννηθεί κάτι όμορφο ξανά. Η στιγμή είχε μαγεία μέσα της. Βρέθηκε στο σωστό σημείο την σωστή ώρα. Δεν μπορούσε να εξηγήσει τι ήταν αυτό που μετέτρεπε τόσο γλυκά και αθόρυβα τη διάθεσή του. Ο άνθρωπος στα δύσκολα γυρνά πίσω στην φύση, την αναζητά. Και αυτός γύρισε. Την αναζήτησε. Την αναζήτησε όπως το αδύναμο και απροστάτευτο νεογνό που ψάχνει την θηλή της μητέρας του. «Η φύση εκπέμπει προς εμάς αυτές τις εικόνες και ‘μείς πως τα καταφέρνουμε και σχηματίζουμε τελείως διαφορετικές μέσα μας- μαύρες και δυσοίωνες» σκέφτηκε. «Κάποιο λάθος υπάρχει εδώ. Τελικά… δεν είναι και τόσο άσχημα τα πράγματα».

Έσβησε το τσιγάρο, μπήκε στο αυτοκίνητο κι έφυγε βιαστικά. Έφτασε σπίτι. Ανέβηκε γρήγορα τα σκαλιά και χτύπησε την πόρτα να του ανοίξει. Δεν άργησε.

«Δεν έχεις κλειδιά;»

«Γιώτα! Πόσο καιρό έχουμε να δούμε ένα ηλιοβασίλεμα μαζί;»

 

Μια σκέψη σχετικά μέ το “Shine on you crazy diamond

Σχολιάστε

Εισάγετε τα παρακάτω στοιχεία ή επιλέξτε ένα εικονίδιο για να συνδεθείτε:

Λογότυπο WordPress.com

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό WordPress.com. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Φωτογραφία Facebook

Σχολιάζετε χρησιμοποιώντας τον λογαριασμό Facebook. Αποσύνδεση /  Αλλαγή )

Σύνδεση με %s

Ο ιστότοπος χρησιμοποιεί το Akismet για την εξάλειψη των ανεπιθύμητων σχολίων. Μάθετε πως επεξεργάζονται τα δεδομένα των σχολίων σας.